Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν η πρώτη η οποία κλήθηκε να αντιδράσει στα νέα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί έπειτα από την αναταραχή με τις περιφερειακές τράπεζες των ΗΠΑ και τους νέους τριγμούς που δημιουργήθηκαν στην Credit Suisse, αποτελέσματα της ταχείας σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής διεθνώς.
Η ΕΚΤ ήταν επίσης η πρώτη που προσπάθησε να αντιμετωπίσει τη νέα φάση στην οποία εισέρχεται η νομισματική πολιτική για να χαλιναγωγήσει τον ακόμη υψηλό πληθωρισμό, η οποία απαιτεί ισορροπία μεταξύ σύσφιγξης και μέτρων αποσόβησης μιας νέας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Οπότε ήταν αντιμέτωπη με το εξής δίλημμα: πληθωρισμός ή τράπεζες; Με το γνωστό στις αγορές «λάθος Τρισέ» του Ιουλίου 2011 να τη «στοιχειώνει», όταν εν μέσω της κρίσης χρέους που εξελισσόταν στην Ευρωζώνη προχώρησε σε περαιτέρω αύξηση των επιτοκίων – με μία μόλις μέρα μετά η Πορτογαλία να υποβαθμίζεται σε junk. Ενα λάθος το οποίο είχε οδηγήσει τον διάδοχό του Μάριο Ντράγκι τον Ιούλιο του 2012 να δώσει την περίφημη υπόσχεση ότι η ΕΚΤ θα έκανε τα πάντα για να σώσει το ευρώ – «whatever it takes».
Την Πέμπτη προχώρησε στην αναμενόμενη αύξηση επιτοκίων κατά 50 μ.β., κερδίζοντας χρόνο για να δει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα.
Η ΕΚΤ επέλεξε μια άσκηση ισορροπίας, κερδίζοντας ίσως κάποιο χρόνο και περιμένοντας να δει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα, καθώς η κρίση της Credit Suisse και το βίαιο sell-off στις αγορές ξέσπασε την πρώτη ημέρα της διήμερης συνεδρίασής της. Για να αποφύγει να στείλει σήματα πανικού στις αγορές, η ΕΚΤ υλοποίησε αυτό που είχε ήδη επικοινωνήσει επανειλημμένως, προχώρησε δηλαδή σε νέα σημαντική αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μ.β. Εάν άλλαζε ρότα υπήρχε ο φόβος ότι οι αγορές θα το εκλάμβαναν ως ένα μήνυμα πως κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει. Παράλληλα έστειλε ένα ισχυρό σήμα ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες είναι ανθεκτικές και έχουν πολύ πιο ισχυρά κεφάλαια και ρευστότητα από ό,τι το 2008. Η απόφαση αυτή, ωστόσο, ήρθε μόλις το πρωί της Πέμπτης, με την παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας για τη στήριξη της Credit Suisse και την ηρεμία που εμφάνιζαν οι αγορές να διευκολύνει ξεκάθαρα τη θέση της. Και αυτό γιατί μόλις μία μέρα πριν, την Τετάρτη, η ανησυχία στο Δ.Σ. της ΕΚΤ ήταν έντονη βλέποντας τη βίαιη διόρθωση στα χρηματιστήρια. «Εάν δεν υπήρχε η παρέμβαση στην Ελβετία, η ΕΚΤ δεν θα προχωρούσε σε αύξηση των επιτοκίων γιατί θα κατέρρεαν οι αγορές», αναφέρουν πηγές της «Κ».
Το βέβαιο είναι πως η θέση των «περιστεριών» κατά τη συνεδρίαση του Φεβρουαρίου, όταν επέμεναν να μην μπει φράση δέσμευσης, έστω και έμμεσης, για το μέγεθος της σύσφιγξης, αποδείχθηκε σωστή. Σε κάθε περίπτωση αφαιρέθηκε από την ανακοίνωση της ΕΚΤ η «καθοδήγηση» για την πορεία των επιτοκίων και τονίστηκε ότι οι αποφάσεις θα εξαρτώνται από τα στοιχεία.
Σύμφωνα ωστόσο με αναλυτές, οι αποφάσεις θα κριθούν ολοκληρωτικά από την αντίδραση των αγορών. Αυτό είναι το κύριο στοιχείο που θα κοιτάει η ΕΚΤ το επόμενο διάστημα. Αν και οι αγορές δίνουν πλέον υψηλή πιθανότητα ότι ο κύκλος σύσφιγξης τελειώνει, οι αναλυτές δεν συμφωνούν. «Είναι υπερβολικά αισιόδοξο, δεδομένου ότι ο δομικός πληθωρισμός παραμένει επίμονος», σημειώνει η Société Générale.
Από την πλευρά της η Goldman Sachs εκτιμά πως περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων είναι πιθανές, παρά την αστάθεια στις αγορές, επειδή (1) ο κίνδυνος σοβαρής μετάδοσης στον τραπεζικό τομέα εξακολουθεί να φαίνεται περιορισμένος, (2) ο δομικός πληθωρισμός είναι πιθανό να παραμείνει ισχυρός τους επόμενους μήνες και (3) η Λαγκάρντ τόνισε ότι η ΕΚΤ έχει χωριστά εργαλεία για την αντιμετώπιση προβλημάτων υψηλού πληθωρισμού και χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Ετσι, η Goldman αναμένει αύξηση 25 μ.β. τον Μάιο (από 50 μ.β. που ανέμενε πριν) και 25 μ.β. τον Ιούνιο, με το τελικό επιτόκιο να διαμορφώνεται στο 3,5% (από 3,75% πριν).