Η αποτυχία της τράπεζας Silicon Valley Bank (SVB) έδωσε δύο μαθήματα. Το ένα είναι ότι, όταν μια τράπεζα ταλαντεύεται, οι καταθέτες εκείνοι που δεν προστατεύονται από το κρατικό σύστημα ασφάλισης μπορούν ξαφνικά από το περιθώριο να βρεθούν στο επίκεντρο και να διαδραματίσουν κομβικό ρόλο.
Το άλλο μάθημα έχει να κάνει με το ότι οι θεσμοί φύλαξης του χρηματοοικονομικού συστήματος δεν είναι καλοί στο να παρακολουθούν τις τράπεζες που αναπτύσσονται με υπερβολική ταχύτητα. Η πώληση της SVB στην αντίπαλό της First Citizens Bancshares αφορά το πρώτο μάθημα και εντείνει τη σοβαρότητα του δευτέρου. Η First Citizens εξασφάλισε περιουσιακά στοιχεία 110 δισ. δολαρίων της SVB το Σαββατοκύριακο, με μια γενναιόδωρη έκπτωση 16,5 δισ. δολαρίων στη λογιστική τους αξία. Η χρηματιστηριακή αξία του ελεγχόμενου από οικογένεια τραπεζικού ομίλου με έδρα τη Βόρεια Καρολίνα αυξήθηκε αμέσως κατά σχεδόν 4 δισ. δολάρια το πρωί της Δευτέρας. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί. Οι ρυθμιστικές αρχές συνήθως αποστρέφονται τις συγχωνεύσεις μεταξύ τραπεζών: η εξαγορά από τη First Citizens της ανταγωνιστικής CIT τελούσε υπό έλεγχο και εξέταση ένα χρόνο και πλέον, έως ότου ολοκληρώθηκε τον Ιανουάριο του 2022.
Και για την Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφάλισης Καταθέσεων (FDIC), η οποία διαχειρίζεται την πώληση της SVB, ο επικεφαλής της First Citizens, Φρανκ Χόλντινγκ, αποτελεί οικείο πρόσωπο. Η τράπεζά του έχει αποκτήσει τουλάχιστον 15 αποτυχημένους χρηματοπιστωτικούς οίκους από το 2009 και εντεύθεν, σύμφωνα με τη βάση δεδομένων του εποπτικού οργανισμού.
H μεγαλύτερη θυσία που κάνουν οι Αρχές είναι πως αφήνουν τον αγοραστή να μετασχηματιστεί από έναν μικρό όμιλο σε έναν τεράστιο.
Οι διασώσεις τραπεζών προϋποθέτουν τη λήψη δύσκολων αποφάσεων υπό συνθήκες πίεσης, όπως έδειξαν οι θεματοφύλακες- αρμόδιες Αρχές στην Ελβετία, οι οποίοι χαλάρωσαν τους κανόνες και έδωσαν τη δυνατότητα στην UBS να αποκτήσει την Credit Suisse πριν από μία εβδομάδα. Στην περίπτωση της SVB, τώρα, η FDIC συμφώνησε να απορροφήσει ορισμένες πιθανές ζημίες στο χαρτοφυλάκιο δανείων της. Εντούτοις, η μεγαλύτερη θυσία που κάνουν οι Αρχές είναι πως αφήνουν τον αγοραστή να μετασχηματιστεί από έναν μικρό όμιλο σε έναν τεράστιο. Η αγορά της CIT διπλασίασε τα περιουσιακά στοιχεία της First Citizens, ενώ η απορρόφηση της SVB τα διπλασιάζει ξανά, φέρνοντάς τα στα 219 δισ. δολάρια.
Και αυτό για τον Φρανκ Χόλντινγκ, τον επικεφαλής της First Citizens, σημαίνει πως η τράπεζαs του έχει βουτήξει βαθιά σε δραστηριότητες τις οποίες μέχρι προσφάτως δεν είχε καν αγγίξει, όπως, λόγου χάριν, ο δανεισμός σε καινοτόμα επενδυτικά κεφάλαια. Ωστόσο, οι ρυθμιστικές αρχές, συμπεριλαμβανομένης της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, δεν έχουν ακόμη εξηγήσει πώς άφησαν τη SVB, την κάποτε τόσο μεγάλη όσο η First Citizens τώρα, να καταλήξει έτσι άσχημα. Ο Μάικλ Μπαρ, ο τσάρος της τραπεζικής εποπτείας, δήλωσε τη Δευτέρα στο Κογκρέσο ότι η προσαρμογή των κανόνων για τις τράπεζες με βάση το μέγεθός τους συνιστά μέρος μιας συνεχιζόμενης αναθεώρησης.
Αυτά είναι τα προβλήματα του αύριο. Προς το παρόν, οι ρυθμιστικές τραπεζικές αρχές κατόρθωσαν να εξεύρουν λύση για τη Sillicon Valley Bank, η οποία δεν συνεπάγεται την αποσπασματική αποσυναρμολόγησή της, ενώ αποφεύγει να αφήσει τις πραγματικά μεγάλες τράπεζες, όπως η JPMorgan και η Bank of America, να αποκτήσουν έτι μεγαλύτερες διαστάσεις. Κάτι τέτοιο θα ενείχε πολιτικό κίνδυνο.
Η δεδομένη λύση επαναφέρει το ρίσκο μία τράπεζα να θεωρηθεί «πολύ μεγάλη για να καταρρεύσει».