Η περίπτωση της διάσωσης του ελβετικού, πρώην κραταιού, χρηματοπιστωτικού ομίλου Credit Suisse φέρνει έντονα στη μνήμη το τι είχε συμβεί πριν από περίπου δεκαπέντε χρόνια με τη Lehman Brothers στις ΗΠΑ, ενώ θέτει ξανά το ερώτημα εάν τελικά μια μεγάλη τράπεζα, λόγω μεγέθους, δεν μπορεί να παύσει να λειτουργεί. Χθες οι ελβετικές Αρχές, οι οποίες οργάνωσαν τη διάσωση της CS και την εξαγορά της από τη UBS, αποκάλυψαν το ύψος του τιμήματος, το οποίο φθάνει τα 250 δισεκατομμύρια ελβετικά φράγκα. Εάν χρησιμοποιηθούν στο σύνολό τους, θα αποφέρουν στη χώρα πάνω από 10 δισεκατομμύρια φράγκα σε τόκους, όπως αναφέρει το Reuters, που έκανε και τους σχετικούς υπολογισμούς και οι οποίοι βασίζονται σε επίσημα στοιχεία. Η Credit Suisse θα πληρώσει επιτόκιο ίσο με το τρέχον επιτόκιο της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας, 1,5%, συν 0,5% για πρόσβαση στο πρόγραμμα έκτακτης βοήθειας ρευστότητας (ELA). Η διευκόλυνση αυτή απαιτεί τα δάνεια να καλύπτονται από εξασφαλίσεις με τη μορφή υποθηκών και εγγυημένων τίτλων.
Στο πλαίσιο των μέτρων που ανακοινώθηκαν παράλληλα με την έκτακτη εξαγορά της Credit Suisse από την ανταγωνιστική UBS, την οποία σχεδίασαν οι Αρχές, οι δύο τράπεζες είχαν επίσης πρόσβαση σε 100 δισεκατομμύρια φράγκα υπό μορφήν πρόσθετης βοήθειας ρευστότητας (ELA+). Αυτή η βοήθεια από την κεντρική τράπεζα είναι διαθέσιμη στις τράπεζες με επιτόκιο 3% συν το βασικό επιτόκιό της.
Επιπροσθέτως, η Credit Suisse εξασφάλισε πρόσβαση σε ένα δημόσιο κονδύλι ρευστότητας 100 δισεκατομμυρίων φράγκων, για το οποίο πρέπει να πληρώσει ένα ασφάλιστρο κινδύνου 3% ομοιόμορφα κατανεμημένο μεταξύ της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας και του δημοσίου. Επιπλέον, η Credit Suisse οφείλει στo κράτος ένα ασφάλιστρο δέσμευσης 0,25% για το κονδύλι ρευστότητας. Οι όροι που προσφέρονται στις ανωτέρω ελβετικές τράπεζες είναι βελτιωμένοι και ευνοϊκότεροι συγκριτικά με άλλες διασώσεις. Συγκεκριμένα, οι όροι δανειοδότησής τους είναι ευνοϊκότεροι από τα επιτόκια 4%-8% υπεράνω του βασικού επιτοκίου της κεντρικής τράπεζας της Ελβετίας, που προβλέφθηκαν κατά το παρελθόν έτος προς τους παρόχους ηλεκτροδότησης της χώρας στο πλαίσιο μιας κρατικής γραμμής πιστώσεων εκτάκτου ανάγκης και ύψους 10 δισεκατομμυρίων φράγκων.