Φρένο στις περαιτέρω αυξήσεις στα επιτόκια των στεγαστικών δανείων βάζουν οι τράπεζες, «παγώνοντας» τον χρόνο για τα επιτόκια σε ημερομηνία που, σύμφωνα με πληροφορίες, θα είναι η 31η Μαρτίου. Αυτό σημαίνει ότι οι όποιες αυξήσεις έγιναν μετά την 31η Μαρτίου ή πρόκειται να γίνουν εφεξής στα επιτόκια, που αποτελούν τη βάση αναφοράς για τα στεγαστικά δάνεια, δεν θα εφαρμοστούν. Το «πάγωμα» αφορά τα ενήμερα στεγαστικά δάνεια που είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο και έχουν βάση αναφοράς είτε το euribor 1 μηνός ή το euribor 3μήνου είτε το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ ή το libor, βάσει του οποίου υπολογίζεται η δόση των στεγαστικών δανείων σε ελβετικό νόμισμα.
Στόχος είναι να σταθεροποιηθούν οι δόσεις των δανείων στα σημερινά επίπεδα, χωρίς δηλαδή να υπάρξει περαιτέρω επιβάρυνση από τις νέες αυξήσεις επιτοκίων που εκτιμάται ότι θα γίνουν το προσεχές διάστημα.
Εφόσον η ημερομηνία αναφοράς είναι η 31η Μαρτίου, το euribor 3μήνου θα σταθεροποιηθεί κοντά στο 3,030%, ενώ εφόσον το δάνειο είναι συνδεδεμένο με το επιτόκιο της ΕΚΤ, αυτό θα σταθεροποιηθεί στο 3,50%. Πάνω στο εκάστοτε επιτόκιο κάθε τράπεζα θα υπολογίζει το περιθώριο (spread) που έχει συμφωνηθεί με τον δανειολήπτη και έτσι θα προκύπτει η δόση του δανείου.
Σύμφωνα με πηγές από τράπεζες, το μέτρο ουσιαστικά μετατρέπει σε σταθερά όλα τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων για συγκεκριμένο διάστημα, που σύμφωνα με τις πληροφορίες θα είναι οι 12 μήνες.
Με τον τρόπο αυτό επιδιώκεται να επιβραβευθούν οι συνεπείς δανειολήπτες, όσοι δηλαδή δεν έχουν καθυστερήσει τη δόση του δανείου τους. Συνολικά τα στεγαστικά δάνεια που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους οι τράπεζες, δηλαδή που δεν έχουν πωληθεί σε funds, ανέρχονται σε 24,5 δισ. ευρώ, αλλά με δεδομένο ότι κάποια από αυτά παραμένουν κόκκινα και κάποια είναι ούτως ή άλλως με σταθερό επιτόκιο, το μέτρο εκτιμάται ότι θα καλύψει περί τα 20 δισ. ευρώ. Διευκρινίζεται ότι αν στο προσεχές διάστημα υπάρξει αποκλιμάκωση των επιτοκίων τότε η μείωση θα εφαρμοσθεί προς όφελος του πελάτη.
Το κόστος του μέτρου θα βαρύνει τις τράπεζες και σύμφωνα με υπολογισμούς θα φθάσει περί τα 100 εκατ. ευρώ, εφόσον οι προσεχείς αυξήσεις επιτοκίων περιοριστούν περίπου στη μισή μονάδα, ενώ εφόσον δεν τιθασευθεί ο πληθωρισμός και η ΕΚΤ προχωρήσει σε αυξήσεις πέραν της μισής μονάδας το κόστος θα είναι μεγαλύτερο.
Ισχύει και για τα ενήμερα στεγαστικά δάνεια σε ελβετικό νόμισμα.
Να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η ΕΚΤ αναμένεται να προχωρήσει το προσεχές διάστημα σε δύο ακόμη αυξήσεις επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης συνολικά. Οι εκτιμήσεις ανεβάζουν το euribor 3μήνου στο 3,60% έως τα τέλη του χρόνου, ενώ εάν επαληθευθούν οι εκτιμήσεις για δύο ακόμη αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ (0,25 η κάθε μία), το βασικό επιτόκιο της Κεντρικής Τράπεζας θα διαμορφωθεί τους προσεχείς μήνες στο 4%.
Αυτό σημαίνει ότι για ένα δάνειο π.χ. 100.000 ευρώ με τελικό επιτόκιο 6,5% (δηλαδή spread 2,5%+4%) και διάρκεια αποπληρωμής τα 20 έτη, η δόση θα αυξηθεί κατά 217 ευρώ τον μήνα, ενώ εφόσον το τελικό επιτόκιο συγκρατηθεί στο 6% (spread 2,5% + βασικό επιτόκιο 3,5%), η αύξηση της δόσης θα συγκρατηθεί στα 188 ευρώ και άρα το όφελος θα διαμορφωθεί στα 29 ευρώ τον μήνα ή στα 348 ευρώ τον χρόνο για το ίδιο δάνειο. Το όφελος μπορεί να μεγιστοποιηθεί ανάλογα με το αν το ύψος του δανείου είναι μεγαλύτερο ή αν η διάρκεια αποπληρωμής είναι μεγαλύτερη, ενώ μικρότερο θα είναι το όφελος για κάποιον που έχει αποπληρώσει το μεγαλύτερο μέρος του δανείου του.
Επιδότηση δόσης
Το μέτρο έρχεται σε συνέχεια της διεύρυνσης κατά 30% των κριτηρίων για τα ευάλωτα νοικοκυριά που αποφασίστηκε από το υπουργείο Οικονομικών σε συνεργασία με τις τράπεζες για την προστασία της πρώτης κατοικίας και το οποίο προβλέπει την επιδότηση αναδρομικά από τον περασμένο Ιούλιο του 50% της αύξησης της δόσης λόγω της ανόδου των επιτοκίων. Μετά και τη διεύρυνση των κριτηρίων, που αφορά όμως αποκλειστικά όσους έχουν συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια, έτσι ώστε να θεωρηθούν ευάλωτοι, το μέτρο εκτιμάται ότι θα καλύψει 45.000 δανειολήπτες που έχουν δάνειο με υποθήκη την πρώτη τους κατοικία. Μετά τη διεύρυνση τα εισοδηματικά κριτήρια αυξάνονται έως τα 27.300 ευρώ ανάλογα με τη σύνθεση του νοικοκυριού, από 21.000 ευρώ που ισχύει σήμερα, ενώ τα περιουσιακά κριτήρια αυξάνονται έως τα 234.000 ευρώ ανάλογα με τη σύνθεση του νοικοκυριού, από 180.000 ευρώ που ισχύει σήμερα.