Οι ευρωπαϊκές τράπεζες καταφεύγουν όλο και περισσότερο σε συμφωνίες με hedge funds, στα οποία πωλούν μέρος των επισφαλών δανείων τους για να μειώσουν τους παράγοντες κινδύνου στο χαρτοφυλάκιό τους και να βελτιώσουν την οικονομική κατάστασή τους. Σύμφωνα με την ΕΚΤ, που εποπτεύει τις μεγάλες τράπεζες της Ευρωζώνης, στη διάρκεια του περασμένου έτους οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες έκλεισαν συμφωνίες του είδους συνολικής αξίας 174 δισ. ευρώ. Σε αντίθεση, όμως, με το 2021, οπότε αυτές οι συμφωνίες αφορούσαν κόκκινα δάνεια σε ποσοστό άνω του 1/3, το 2022 περιελάμβαναν και δάνεια που εξυπηρετούνται.
Η «μεταφορά σημαντικού κινδύνου» αποτελεί πάγια τακτική των τραπεζών εδώ και χρόνια. Δεδομένου, όμως, ότι πρόκειται για συμφωνίες που συνάπτονται διμερώς και ιδιωτικώς, δεν δημοσιεύονται τα σχετικά στοιχεία, ούτε οι όροι που τις συνοδεύουν. Υπάρχουν, ωστόσο, εκτιμήσεις όπως εκείνη της ΕΚΤ για το σύνολο των συμφωνιών του περασμένου έτους αλλά και του Ολιβιέ Ρενό, γενικού διευθυντή της Pemberton Asset Management, που διαπιστώνει ότι κυρίως το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους «σημειώθηκε ιδιαίτερη δραστηριότητα» του είδους. Οπως επισημαίνουν παράγοντες της αγοράς, οι τράπεζες έχουν επανειλημμένως καταφύγει σε αυτή την τακτική, αλλά είναι σαφές ότι ενέτεινε τη δραστηριότητα του είδους η ανησυχία που ενέπνευσε στις ευρωπαϊκές τράπεζες η τραπεζική κρίση του περασμένου μήνα με την κατάρρευση δύο περιφερειακών αμερικανικών τραπεζών και τη διάσωση της Credit Suisse. Μια ανησυχία σχετική τόσο με τους κινδύνους στο δανειακό χαρτοφυλάκιό τους όσο και με το ενδεχόμενο μιας οικονομικής επιβράδυνσης.
Στόχος των τραπεζών να μειώσουν τους παράγοντες κινδύνου στο χαρτοφυλάκιό τους και να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση.
Σχολιάζοντας σχετικά, ο Ρόμπερτ Μπράντμπερι, επικεφαλής του τομέα δομημένων πιστώσεων της Alvarez & Marshal, τονίζει πως οι τράπεζες βλέπουν «αναταραχή στην αγορά και αυστηρότερους ελέγχους στο μεγάλο ρίσκο και αντιλαμβάνονται ότι πρέπει να λάβουν μέτρα ταχύτατα προκειμένου να χρηματοδοτήσουν και να κεφαλαιοποιήσουν τις επιχειρήσεις τους και να τους δώσουν τη δυνατότητα να προχωρήσουν». Ανάλογες είναι οι εκτιμήσεις και του Φίλιπο Αλοάτι, επικεφαλής του τομέα πιστώσεων στη Federated Hermes, αναφορικά με την αυξημένη ζήτηση για συμφωνίες αυτού του είδους, που υποδηλώνει ότι οι τράπεζες «βλέπουν την ύφεση να μας χτυπάει την πόρτα». Αν και στην Ευρώπη είναι εκτεταμένη αυτή η τακτική της πώλησης των επισφαλών δανείων, το ποσοστό των δανείων που εντάσσονται σε τέτοιου είδους συμφωνίες παραμένει σχετικά χαμηλό συγκρινόμενο με τους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Αν και η ΕΚΤ δεν δημοσιοποιεί τα ονόματα των τραπεζών που έχουν συνάψει τέτοιου είδους συμφωνίες, ορισμένες τράπεζες ανακοίνωσαν οι ίδιες ότι πούλησαν δάνειά τους σε hedge funds. Η BayernLB, για παράδειγμα, ανακοίνωσε τον Νοέμβριο διά στόματος του υπευθύνου διαχείρισης κινδύνου, Μάρκους Κράμερ, ότι πούλησε δάνεια αξίας ενός δισ. ευρώ και ότι μέσω αυτής της κίνησης απελευθέρωσε περίπου το ίδιο ποσό που θα διατεθεί για νέες συναλλαγές. Επίσης, η μεγαλύτερη τράπεζα της Ιταλίας, Intesa Sanpaolo, ανακοίνωσε ότι στη διάρκεια του περασμένου έτους μετέφερε μέσω σειράς συμφωνιών επισφαλή δάνεια συνολικής αξίας 15,7 δισ. ευρώ, με ένα εξ αυτών το τέταρτο τρίμηνο του έτους να είναι αξίας 7,5 δισ. ευρώ και να συγκαταλέγεται στα μεγαλύτερα της Ευρώπης. Τον Φεβρουάριο η BNP Paribas και η International Finance Corporation (IFC) ανακοίνωσαν μεταξύ τους συμφωνία με την οποία η IFC προσέφερε στην BNP εγγύηση ύψους 50 εκατ. δολ. για δάνεια ύψους ενός δισ. δολ. προς τις αναδυόμενες αγορές. Δεν έδωσαν πάντως πληροφορίες για τους όρους που συνοδεύουν τη συμφωνία τους. Η Refinitiv Eikon υπολογίζει πως στο τέλος του περασμένου έτους η BNP Paribas είχε ενεργητικό συνολικής αξίας 2,7 τρισ. ευρώ.