Οι φόροι στο… μικροσκόπιο. Τόσο η σημερινή κυβέρνηση όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση θα παρουσιάσουν μετά την επίσημη προκήρυξη των εκλογών τα σχέδιά τους για τις παρεμβάσεις στη φορολογική πολιτική της χώρας μέσα στην επόμενη 4ετία. Η κυβέρνηση έχει ταχθεί υπέρ της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών για να ελαφρυνθούν οι μισθωτοί, οι οποίοι και σηκώνουν τα περισσότερα βάρη, ενώ φαίνεται να αναζητείται λύση για την πολύ μικρή συμμετοχή των αυτοαπασχολούμενων στις συνολικές εισπράξεις από τον φόρο εισοδήματος. Από την άλλη, η αξιωματική αντιπολίτευση ασκεί κριτική για τη μείωση των συντελεστών στα μερίσματα –κάτι όμως που οδήγησε σε πολύ μεγάλη αύξηση του όγκου των διανεμόμενων κερδών κατά περισσότερα από 3,5 δισ. ευρώ–, ενώ φαίνεται να τάσσεται υπέρ της μείωσης των έμμεσων φόρων, η συμμετοχή των οποίων στα συνολικά φορολογικά έσοδα έχει εκτοξευτεί σε πρωτόγνωρα υψηλά επίπεδα.
Τα συνολικά εισοδήματα όλων των φορολογουμένων της χώρας, όπως προκύπτει από την επεξεργασία των περυσινών φορολογικών δηλώσεων, εκτιμώνται σε περίπου 80 δισ. ευρώ. Από αυτά, όμως, τα 60 δισ. ευρώ δηλώνουν οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, οι οποίοι βεβαίως πληρώνουν και τους περισσότερους φόρους. Το δηλωθέν εισόδημα των συνταξιούχων και των μισθωτών έχει αυξηθεί, και αυτό θα αποτυπωθεί και στις φετινές φορολογικές δηλώσεις. Πρώτον, διότι το 2022 δεν υπήρχαν αναστολές συμβάσεων εργασίας, δεύτερον, διότι είχαμε τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού και τρίτον, διότι αυξήθηκε η απασχόληση. Ομως, επειδή η φορολογική κλίμακα δεν τιμαριθμοποιήθηκε, το πρόσθετο εισόδημα που εμφάνισαν οι μισθωτοί (και αυτό που εισπράττουν από τις αρχές του χρόνου οι συνταξιούχοι) φορολογείται με ολοένα και υψηλότερο συντελεστή. Ετσι, αν το εισόδημα συνταξιούχου ήταν το 2022 στις 20.000 ευρώ τον χρόνο και το 2023 φτάσει στις 22.000 ευρώ, η διαφορά των 2.000 ευρώ θα φορολογηθεί με οριακό συντελεστή 28%, ενώ μέχρι τώρα ο ανώτατος συντελεστής βάσει του οποίου φορολογείτο ο συγκεκριμένος συνταξιούχος ήταν το 22%. Μόνο και μόνο επειδή δεν τιμαριθμοποιείται η φορολογική κλίμακα, το μερίδιο των μισθωτών και των συνταξιούχων στα συνολικά φορολογικά βάρη αναμένεται να ανέβει σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα.
Για να ελαφρυνθούν τουλάχιστον οι μισθωτοί από τα συνολικά βάρη, η σημερινή κυβέρνηση θα ενσωματώσει στο πρόγραμμά της για την επόμενη 4ετία την περαιτέρω μείωση των ασφαλιστικών εισφορών. Κάθε μονάδα μείωσης έχει δημοσιονομικό κόστος περίπου 400 εκατ., οπότε με δύο μονάδες και συνολική απώλεια εσόδων περίπου 800 εκατ. η Ελλάδα μπορεί να πλησιάσει τον μέσο συντελεστή φορολόγησης του ΟΟΣΑ (οι ασφαλιστικές εισφορές αντιμετωπίζονται και αυτές ως φόροι). Για έναν εργαζόμενο που αμείβεται με τον μέσο μισθό (περίπου 1.176 ευρώ στην Ελλάδα) ο συνολικός συντελεστής κρατήσεων ανέρχεται στο 36,7% στην Ελλάδα, έναντι 34,5% στον ΟΟΣΑ, ενώ για μια οικογένεια με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο οι κρατήσεις φτάνουν στο 33,7%, έναντι 24,6% που είναι ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ.
Τα εισοδήματα όλων των φορολο- γουμένων φτάνουν τα 80 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 60 δισ. δηλώνουν μισθωτοί και συνταξιούχοι.
Οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι φορολογούνται και αυτοί με τη φορολογική κλίμακα. Ωστόσο, παρά την ευνοϊκή μεταχείριση που είχαν τα τελευταία χρόνια (μείωση του κατώτατου συντελεστή από 22% στο 9% για τις πρώτες 10.000 ευρώ εισοδήματος, κατάργηση εισφοράς αλληλεγγύης, μηδενισμός τέλους επιτηδεύματος με αντάλλαγμα τη δημιουργία θέσεων εργασίας και αποσύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών από το δηλωθέν εισόδημα), τα δηλωθέντα εισοδήματά τους δεν είχαν ανάλογη αύξηση. Τουλάχιστον κάτι τέτοιο δεν αποτυπώθηκε στις περυσινές φορολογικές δηλώσεις και μένει να φανεί αν θα γίνει φέτος. Το σύνολο των αυτοαπασχολούμενων δηλώνει εισοδήματα της τάξεως των 3,5-4 δισ., ενώ πάνω από τις μισές προσωπικές εταιρείες (Ο.Ε. και Ε.Ε.) εμφανίζουν ζημίες επί σειρά ετών. Το να μπουν και πάλι στο «στόχαστρο», ώστε με σειρά παρεμβάσεων να κληθούν να εισφέρουν περισσότερα στα συνολικά φορολογικά βάρη της χώρας, είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο μετά τις εκλογές. Πλέον, από το 2023 δημιουργείται και το εξής «φαινόμενο»: μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 780 ευρώ μεικτά, δεν θα υπάρχει ούτε ένας μισθωτός πλήρους απασχόλησης που να μην πληρώνει φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων (υπό μορφή παρακράτησης), τη στιγμή που περίπου οι μισοί αυτοαπασχολούμενοι (περίπου 250.000 σε σύνολο 650.000) δεν θα καταβάλουν ούτε ένα ευρώ φόρο ακριβώς επειδή δηλώνουν ζημίες επί μονίμου βάσεως.
Η φορολογική αντιμετώπιση των μερισμάτων έχει ήδη βρεθεί στο επίκεντρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης. Η σημερινή κυβέρνηση έχει μειώσει τον συντελεστή στο 5%, κάτι που καυτηρίασε πρόσφατα ο πρώην υπουργός Οικονομίας Γιάννης Δραγασάκης.