Αρθρο του Αντώνη Ζαϊρη στην «Κ»: Διεθνές περιβάλλον σε οικονομική αταξία

Αρθρο του Αντώνη Ζαϊρη στην «Κ»: Διεθνές περιβάλλον σε οικονομική αταξία

Ο αντίκτυπος της απόφασης του ΟΠΕΚ για μείωση της παραγωγής πετρελαίου και της πρόσφατης τραπεζικής κρίσης με πρωταγωνιστές τις Credit Suisse, Silicon Valley Bank και Silver Gate

2' 53" χρόνος ανάγνωσης

Ενόψει των αρνητικών προβλέψεων του ΔΝΤ για την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη γύρω στο 3% για τα επόμενα πέντε χρόνια με σταθμισμένους παράγοντες ανησυχίας τα επιτόκια, τις χρεοκοπίες τραπεζών και τις γεωπολιτικές διαιρέσεις στην Ευρώπη και με την είσοδο της παγκόσμιας φτώχειας να ελλοχεύει, αξίζει να αξιολογηθούν τα δύο πρόσφατα γεγονότα, που είναι πιθανόν να επηρεάσουν αφενός το επίπεδο τιμών στην εφοδιαστική αλυσίδα λόγω πληθωρισμού σε έξαρση και αφετέρου τη λειτουργία των πιστωτικών ιδρυμάτων στη χώρα μας ενόψει των τελευταίων εξελίξεων στο διεθνές τραπεζικό περιβάλλον: πρώτον, η δογματική απόφαση μείωσης παραγωγής του αργού πετρελαίου κατά 1,16 εκατ. βαρέλια ημερησίως εδράζεται στις ανήσυχες οικονομικές προβλέψεις των μελών του ΟΠΕΚ περί επιδείνωσης της παγκόσμιας οικονομίας και κατά συνέπεια μείωσης του αγοραστικού διαθέσιμου εισοδήματος και της ζήτησης.

Ωστόσο, η απόφαση αυτή λειτουργεί υπονομευτικά και τορπιλίζει τις προσπάθειες ελέγχου των πληθωριστικών πιέσεων σε Ευρώπη και Αμερική, καθώς θα επηρεαστεί το σύνολο της εφοδιαστικής αλυσίδας, με πιθανές ανατιμήσεις σε βασικά βιομηχανικά και καταναλωτικά αγαθά. 

Οι προβλέψεις όσον αφορά τις τιμές του brent μιλούν για 95 δολάρια το βαρέλι για το 2023 και περίπου 100 δολάρια το βαρέλι το 2024. Οι υψηλές τιμές συνιστούν επιδείνωση της οικονομικής συγκυρίας με κίνδυνο να περιπέσει η οικονομία σε ύφεση εξαιτίας της ασθενούς ζήτησης. Είναι βέβαιο ότι μελλοντικά θα υπάρξει και σημαντική συμπίεση των κερδών των διυλιστηρίων. Το όλο σκεπτικό βασίζεται και στο μεγάλο μερίδιο που κατέχει ο ΟΠΕΚ, με παραγωγή γύρω στο 30% του παγκόσμιου αργού (συγκεκριμένα, η παραγωγή της Σ. Αραβίας είναι 10 εκατ. βαρέλια ημερησίως).

Δεύτερον, η ανησυχία από την κατακρήμνιση της μετοχής της Credit Suisse και της κατάρρευσης της Silicon Valley Bank με τη μαζική απόσυρση καταθέσεων από νεοφυείς επιχειρήσεις (startups), αλλά και της Silver gate, πυροδότησαν μια κρίση εμπιστοσύνης και ενέτειναν έναν γενικότερο προβληματισμό σε Ευρώπη και ΗΠΑ αναφορικά με τις ακολουθούμενες νομισματικές πολιτικές των κεντρικών τραπεζών. Ο προβληματισμός αυτός ήταν σε δύο επίπεδα: αφενός στην αναγκαιότητα είτε περαιτέρω σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής με άνοδο των επιτοκίων προκειμένου να αντισταθμιστεί το κόστος πίστωσης και να τιθασευθούν οι πληθωριστικές προσδοκίες και αφετέρου στην αναγκαιότητα σταθεροποίησης των επιτοκίων λόγω του κινδύνου ανόδου του κόστους χρήματος.

Η απώλεια εμπιστοσύνης στο τραπεζικό σύστημα, που συνεπάγεται απόσυρση κεφαλαίων, οδηγεί σε δύο επιλογές από πλευράς των τραπεζών: είτε επιστροφής δανείων που έχουν χορηγηθεί είτε ρευστοποίησης ομολόγων, σε τιμές όμως προφανώς χαμηλότερες της ονομαστικής τιμής κτήσης, εφόσον ρευστοποιούνται νωρίτερα. Το πρώτιστο ζητούμενο όμως είναι η εξασφάλιση ρευστότητας για ανταπόκριση στην αυξημένη ζήτηση των πελατών. Σε αυτή την περίπτωση από τη διαφορά τιμής αγοράς και τιμής πώλησης, όπως π.χ. η Silicon Valley που πούλησε 21 δισ. δολ. σε ομόλογα, προκλήθηκε ζημία 1,8 δισ. δολ.

Εάν η προσπάθεια κάλυψης της ζημίας μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου δεν ευοδωθεί, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο όταν για τους πιθανούς νέους μετόχους επικρέμαται η χρεοκοπία, τότε οι επιλογές αναγκαστικά περιορίζονται μεταξύ αναγκαστικής πώλησης και εκκαθάρισης.

Οσον αφορά, τέλος, το δικό μας τραπεζικό σύστημα, είναι αρκετά καλά θωρακισμένο με ένα ρυθμιστικό πλαίσιο αυστηρό, με λόγο καταθέσεων προς δάνεια πολύ καλό, με κόκκινα δάνεια μειωμένα και το δημόσιο χρέος ελεγχόμενο, μακροχρόνια αποπληρωτέο, με σταθερά επιτόκια αλλά και διαχειρίσιμο ιδιωτικό χρέος. Ολα τούτα βεβαίως συντελούν στο να είναι η χώρα μας λιγότερο ευάλωτη σε πιθανές διακυμάνσεις των διεθνών αγορών, δίχως βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι δεν πρέπει να υπάρχει συνεχής επαγρύπνηση και παρακολούθηση των εξελίξεων στο διεθνές περιβάλλον.

Ο κ. Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπληρωτής αντιπρόεδρος του ΣΕΛΠΕ, επίκουρος καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Νεάπολις στην Κύπρο, μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (ΑΕΑ) και premium digital member του Παγκόσμιου Οικονομικού Forum (WEF).

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT