Με εντελώς διαφορετικές στρατηγικές φαίνεται πως προσεγγίζουν τη νέα περίοδο «παχιών αγελάδων» του κατασκευαστικού κλάδου οι μεγάλοι όμιλοι. Από τη μία πλευρά υπάρχει η παραδοσιακή στρατηγική, δηλαδή η ύπαρξη ενός καθετοποιημένου σχήματος, που θα συνδυάζει κατασκευαστικό «βραχίονα», τομέα παραχωρήσεων και ενέργειας και από την άλλη φαίνεται πως δημιουργούνται νέοι «πόλοι», που έχουν περισσότερο τον χαρακτήρα ενός επενδυτή στον χώρο των υποδομών και όχι ενός κατασκευαστικού ομίλου. Οι εταιρείες αυτές δεν διατηρούν κατασκευαστικό μηχανισμό για την υλοποίηση έργων. Αντιθέτως, επιλέγουν υπεργολάβους, με τους οποίους συνεργάζονται για την κάλυψη των τεχνικών αναγκών που απορρέουν από τις συμβάσεις που αναλαμβάνουν.
Ετσι για παράδειγμα, μετά τη συμφωνία πώλησης της Ακτωρ, που αναμένεται να εγκριθεί και τυπικά στην έκτακτη γενική συνέλευση της 24ης Μαΐου, οι επικεφαλής του ομίλου Ελλάκτωρ μοιάζουν να υιοθετούν αυτό ακριβώς το μοντέλο. Ουσιαστικά, απεμπολώντας τον κατασκευαστικό του «βραχίονα», ο όμιλος Ελλάκτωρ μετατρέπεται σε ένα fund στον τομέα των υποδομών, στοχεύοντας δηλαδή στη δημιουργία ενός χαρτοφυλακίου επενδύσεων (π.χ. συμβάσεις παραχώρησης, ΣΔΙΤ), το οποίο θα αποδίδει σταθερά και ορατά έσοδα σε βάθος χρόνου.
Αξιοποιώντας την πολύ σημαντική διεθνή εμπειρία του, ανάλογη είναι και η τακτική που ακολουθεί από χρόνια και ο όμιλος Μυτιληναίου. Γνωρίζοντας δηλαδή το ρίσκο του να επιχειρήσει τη δημιουργία ενός μηχανισμού παραγωγής έργων, δεδομένης της κυκλικότητας του κλάδου και των χαμηλών περιθωρίων κέρδους, η διοίκηση του ομίλου Μυτιληναίου προτίμησε να στηριχθεί στις «δυνάμεις» της για τη διεκδίκηση συμβάσεων, αλλά να στραφεί σε υπεργολάβους για την υλοποίηση των έργων. Αυτό επιτυγχάνεται είτε πρόκειται για έργα που αναλαμβάνονται μέσω κοινοπραξίας (π.χ. ΣΔΙΤ για την υπερυψωμένη Ανατολική Οδό Θεσσαλονίκης, όπου συμμετέχει και η Αβαξ), είτε για αμιγώς δημόσια έργα, όπως π.χ. ο οδικός άξονας της Αμβρακίας Οδού.
«Πάγια πολιτική μας παραμένει η συνεργασία με κατασκευαστικές εταιρείες για τα έργα που αναλαμβάνουμε. Αυτό συνεχίζει να πράττει και η ΜΕΤΚΑ, που πρόσφατα αναδείχθηκε ως ο κατασκευαστικός μας βραχίονας, στο πλαίσιο της νέας δομής λειτουργίας του ομίλου Μυτιληναίου», αναφέρουν χαρακτηριστικά στελέχη της εισηγμένης.
Πρόκειται για μια προσέγγιση που έχουν υιοθετήσει και οι ξένοι κατασκευαστικοί όμιλοι που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά τις τελευταίες δεκαετίες. Ομιλοι όπως η Hochtief, η Vinci, η ACS και η Impregilo, που έχουν αναλάβει και συμμετείχαν σε εμβληματικά έργα, όπως το μετρό της Αθήνας, το αεροδρόμιο «Ελ. Βενιζέλος», η γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου και έργα αυτοκινητόδρομων, συνεργάστηκαν με τις ελληνικές εταιρείες, τις οποίες και αξιοποίησαν ως υπεργολάβους, χωρίς να χρειαστεί να εισάγουν μηχανήματα και ανθρώπους από άλλες αγορές. Με τον τρόπο αυτό ουσιαστικά λειτούργησαν ως επενδυτές, με τεχνογνωσία όμως στην υλοποίηση έργων, αφήνοντας το καθαρά τεχνικό αντικείμενο στους εγχώριους συνεργάτες τους.
Κάτι ανάλογο φαίνεται πως επιχειρούν τώρα όμιλοι όπως η Ελλάκτωρ, που σημειωτέον ελέγχεται από την ολλανδική Reggeborgh Invest, του κ. Χένρι Χόλντερμαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Reggeborgh, που αποτελεί το family office της οικογένειας Βέσελς, ιδιοκτητών μιας από τις μεγαλύτερες κατασκευαστικές εταιρείες στη βορειοδυτική Ευρώπη, της VolkerWessels, ουδέποτε φάνηκε διατεθειμένη να εισάγει υλικοτεχνικό εξοπλισμό, ή ανθρώπινους πόρους, για να υλοποιήσει έργα στην Ελλάδα. Μάλιστα, ένας από τους λόγους για τη λήψη της απόφασης πώλησης της Ακτωρ ήταν η έλλειψη ικανών και έμπειρων στελεχών για να «τρέξουν» την Ακτωρ, καθώς είχε προηγηθεί σημαντική «αποψίλωση» τα προηγούμενα χρόνια, λόγω της αβεβαιότητας για το μέλλον της εταιρείας.
Εμφαση στην κατασκευή
Από την άλλη πλευρά, όμιλοι όπως η ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ επιλέγουν ένα καθετοποιημένο μοντέλο, όπου η κατασκευαστική δραστηριότητα αποτελεί βασικό τμήμα της δραστηριότητας, αλλά πλαισιώνεται από σημαντικό όγκο συμβάσεων παραχώρησης, μέσω των οποίων αντλείται η απαιτούμενη ρευστότητα και αυξάνεται το περιθώριο λειτουργικής κερδοφορίας. Για αρκετά χρόνια η ΤΕΡΝΑ, ο κατασκευαστικός τομέας του ομίλου ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, δεν ήταν στην κορυφή του κλάδου από πλευράς τζίρου, έχοντας πιο επιλεκτική προσέγγιση στην ανάληψη νέων έργων. Η προσέγγιση αυτή λειτούργησε υπέρ της «υγείας» του ισολογισμού της και συνέδραμε στο να κερδίσει μερίδιο αγοράς σήμερα. Εμφαση στην κατασκευή, επίσης χωρίς να «θυσιάζεται» το περιθώριο κέρδους, δίνουν τόσο η «Αβαξ» όσο και η Intrakat.
Η πρώτη διαθέτει ίσως την πλέον έμπειρη ομάδα στελεχών στην υλοποίηση δημοσίων έργων, όπως επίσης κι έναν σημαντικό μηχανισμό παραγωγής. Η δεύτερη επιχειρεί, υπό τη νέα ιδιοκτησία των κ. Γ. Καϋμενάκη, Δ. Μπάκου και Αλ. Εξάρχου, να ενισχύσει σημαντικά αυτόν ακριβώς τον μηχανισμό, τόσο μέσω της πρόσληψης νέων στελεχών όσο, φυσικά, και με την εξαγορά της «Ακτωρ». Επιδίωξη της διοίκησης της Intrakat είναι να αναδειχθεί σε κεντρικό «παίκτη» του κλάδου τα επόμενα χρόνια.
Οι αριθμοί
27 δισ.
ευρώ θα κινητοποιηθούν στις κατασκευές και τις υποδομές μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης (δάνεια και επιχορηγήσεις) την περίοδο 2023-2026
8,7 δισ.
ευρώ θα διατεθούν για υποδομές μέσω του νέου ΕΣΠΑ της περιόδου 2021-2027
8,1%
του ΑΕΠ προβλέπεται ότι θα είναι το ποσοστό των επενδύσεων σε κατασκευαστικά έργα το 2025, έναντι 4% του ΑΕΠ το 2020
13 δισ.
ευρώ είναι το σημερινό ανεκτέλεστο υπόλοιπο έργων των μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων, από 5 δισ. ευρώ το 2019