Πόσο κοστίζουν τα προγράμματα των κομμάτων στον προϋπολογισμό; Η απάντηση θα μπορούσε να αποτελέσει έναν χρήσιμο οδηγό για τους ψηφοφόρους, αφού θα αποκάλυπτε κατά πόσον το κόμμα που διεκδικεί την εξουσία είναι συνετό ή όχι, αν σκοπεύει να συμμορφωθεί με τους ευρωπαϊκούς κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας που επιστρέφουν από το 2024, ή τους γυρίζει την πλάτη.
Οι εξαγγελίες δισεκατομμυρίων εμφανίζουν μια «κανονικότητα» που δεν υπάρχει. Οπως εξήγησε και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, στη συνέντευξή του την περασμένη εβδομάδα στην «Ημερησία», η Ελλάδα είναι μια υπερχρεωμένη χώρα, που πρέπει να επιστρέψει σε πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ για να έχει βιώσιμο χρέος, ενώ δεν βρίσκεται ακόμη σε επενδυτική βαθμίδα. «Δεν υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος για να χωρέσουν όλες αυτές οι εξαγγελίες που γίνονται προεκλογικά», είπε ο κεντρικός τραπεζίτης.
Τα κόμματα που πλειοδοτούν σε εξαγγελίες εμφανίζονται να αγνοούν, επίσης, το γεγονός ότι τα επόμενα χρόνια δεν θα επαναληφθούν τα «μικρά θαύματα» του 2022, με τον υψηλό ρυθμό ανάκαμψης, μετά την ενεργειακή κρίση και τον ακόμη υψηλότερο πληθωρισμό, που έσωσε τα έσοδα και το χρέος και οδήγησε σε μικρό πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα. Οι δημοσιονομικές συνθήκες θα δυσκολέψουν και τα επιτόκια θα είναι υψηλά.
Ωστόσο, σ’ αυτή την τόσο απλή και κρίσιμη ερώτηση, για το κόστος των προγραμμάτων και πώς θα καλυφθεί αυτό, δεν υπάρχουν κοινά αποδεκτές απαντήσεις από τα δύο μεγάλα κόμματα που διεκδικούν την εξουσία. Κανένα δεν έχει δώσει μια λίστα με τα μέτρα που προτείνει και το κόστος τους, σε βάθος τετραετίας. Μια λίστα, για παράδειγμα, σαν αυτές που περιέχει κάθε χρόνο ο προϋπολογισμός, με τα μέτρα στήριξης έναντι της πανδημίας ή του ενεργειακού κόστους ή και άλλες παρεμβάσεις, την οποία κανείς δεν αμφισβητεί.
Η Νέα Δημοκρατία, που υποστηρίζει την πρόταση να ελεγχθεί το κόστος των προγραμμάτων των κομμάτων από έναν ανεξάρτητο φορέα, έχει εξαγγείλει, τουλάχιστον, διά στόματος αναπληρωτή υπουργού Θόδωρου Σκυλακάκη μια σειρά παρεμβάσεων, με το κόστος των περισσοτέρων, που ανέρχεται σε 9,4 δισ. ευρώ την τετραετία και κατά μέσο όρο 2,350 δισ. τον χρόνο.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν υπάρχουν επίσημα στοιχεία, παρά μόνο μια ανεπίσημη κοστολόγηση των μέτρων που εξήγγειλε ο πρόεδρός του Αλέξης Τσίπρας στη ΔΕΘ το 2022 και ανέρχονται σε 9,3 δισ. για το 2023 (όχι για την τετραετία), σύμφωνα με τους δικούς του υπολογισμούς. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει ότι το κόστος αυτό θα περιοριστεί στα 5,6 δισ., καθώς θα φορολογήσει τα υπερκέρδη, κυρίως των ενεργειακών εταιρειών, κάτι που θα του αποφέρει 3,7 δισ. ευρώ. Μόνο που τα υπερκέρδη δεν θα επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο, οπότε το κόστος μοιραία θα επιστρέψει στην περιοχή των 9,3 δισ. ευρώ.
Επίσης, το κοστολόγιο αυτό του ΣΥΡΙΖΑ δεν περιλαμβάνει την εξαγγελία για αύξηση των δαπανών υγείας στο 7,5% του ΑΕΠ (ή 7% σύμφωνα με την πιο πρόσφατη δήλωση του Αλ. Τσίπρα) κόστους 4,7 δισ. ευρώ (ή 3,7 δισ. ευρώ αντίστοιχα) και παιδείας στο 5% του ΑΕΠ, κόστους 4,3 δισ. ευρώ, σύμφωνα με τους υπολογισμούς της σημερινής κυβέρνησης.
Η κυβέρνηση, για προφανείς λόγους, προσθέτει τα ποσά αυτά στο κόστος των μέτρων ΣΥΡΙΖΑ του 2023 και βγάζει ένα σύνολο 19,7 δισ. ευρώ για τη συγκεκριμένη χρονιά και αντίστοιχα ποσά για τα επόμενα χρόνια, έτσι ώστε συνολικά το πρόγραμμα να κοστολογείται στα 83 δισ. ευρώ για την τετραετία. Η αλήθεια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ στο πρόγραμμά του αναφέρει ότι η αύξηση των δαπανών υγείας στο 7%-7,5% του ΑΕΠ είναι τελικός στόχος, και συνεπώς μπορεί να υποθέσει κανείς ότι αυτή θα γίνει σταδιακά και ότι σε κάθε περίπτωση το πρόγραμμα θα εφαρμόζεται «λαμβάνοντας υπόψη τις δημοσιονομικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας».
Αν το κόμμα της σημερινής αξιωματικής αντιπολίτευσης το εννοεί ότι θα εφαρμόσει το πρόγραμμά του λαμβάνοντας υπόψη τις δημοσιονομικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, θα πρέπει να το σβήσει και να το ξαναγράψει απ’ την αρχή, αφού οι δυνατότητες αυτές δεν αφήνουν περιθώριο για μέτρα περισσότερο από 0,3% του ΑΕΠ περίπου, κάπου 600 εκατ. ευρώ, σύμφωνα, τουλάχιστον, με το Πρόγραμμα Σταθερότητας.
Ποιους στοχεύουν τα προγράμματα
Σήμα στήριξης σε μεσαία εισοδηματικά στρώματα, αλλά ταυτόχρονα και δημοσιονομικής υπευθυνότητας επιχειρεί να στείλει με το πρόγραμμά της η Νέα Δημοκρατία, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ ποντάρει στις πολιτικές για τον έλεγχο της ακρίβειας, την ενίσχυση των μισθών και σε μέτρα κοινωνικής πολιτικής, αφήνοντας ελεύθερο το κοντέρ του κόστους.
Δημόσιοι υπάλληλοι και συνταξιούχοι είναι, πάντως, προσφιλείς στόχοι και των δύο κομμάτων. Η Ν.Δ. υπόσχεται νέο μισθολόγιο δημοσίων υπαλλήλων, με κόστος 500 εκατ. ευρώ, ο ΣΥΡΙΖΑ τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, με σχεδόν τριπλάσιο κόστος 1,3 δισ. ευρώ. Στους συνταξιούχους η κυβέρνηση δεσμεύεται ότι θα δώσει τις αυξήσεις που προβλέπει ο νόμος, δηλαδή ίσες με τον μέσο όρο του πληθωρισμού και της αύξησης του ΑΕΠ, κάτι που εκτιμάται ότι θα κοστίσει 1,1 δισ. ευρώ το 2026. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται υπερδιπλάσιο ποσό: αναδρομικά σε 3 δόσεις (με συνολικό κόστος 2,5 δισ. ευρώ και ετήσιο 830 εκατ. ευρώ), 13η σύνταξη με κόστος 830 εκατ. ευρώ, αύξηση συντάξεων ύψους 600 εκατ. ευρώ (η κυβέρνηση λέει ότι το κόστος θα είναι 1,1 δισ. ευρώ, δεδομένου και ότι δεν θα λαμβάνεται υπόψη η προσωπική διαφορά, όπως έχει εξαγγείλει ο ΣΥΡΙΖΑ).
Σημείο συνάντησης των δύο κομμάτων είναι, επίσης, η κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος.
Τα άλλα μέτρα της σημερινής κυβέρνησης είναι σχετικά περιορισμένου κόστους, αν και όλο και κάποια νέα παροχή προσθέτει, εκεί που θεωρούσαμε ότι είχε τελειώσει με τις εξαγγελίες. Αντίθετα, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ακόμη δύο ογκόλιθους: τη μείωση του ΕΦΚ καυσίμων, κόστους 1,5 δισ. ευρώ (στην κυβέρνηση λένε ότι το κόστος είναι 2 δισ. ευρώ) και τη μείωση ΦΠΑ στα τρόφιμα 960 εκατ. ευρώ (στην κυβέρνηση λένε ότι είναι 1,5 δισ. ευρώ). Η κυβέρνηση έχει ταχθεί κατ’ επανάληψη κατά των μέτρων αυτών με το επιχείρημα ότι το όφελος θα χαθεί σε μεγάλο βαθμό στην εφοδιαστική αλυσίδα και δεν θα επωφεληθεί ο καταναλωτής και ότι το μέτρο δεν είναι στοχευμένο, αφού επωφελούνται εξίσου πλούσιοι και φτωχοί.
«Kαταλαβαίνω ότι προεκλογικά πολλοί λένε πράγματα τα οποία δεν πρόκειται να εφαρμοστούν, διότι αν κοστολογήσουμε ορθά αυτά τα οποία λέγονται, ξεπερνάμε κατά πολύ τον όποιο δημοσιονομικό χώρο», σχολίασε στη συνέντευξή του στην «Ημερησία» την περασμένη εβδομάδα ο κ. Στουρνάρας, απευθύνοντας μια σαφή προειδοποίηση για τις υπερβολές των παροχών.
Το νέο Σύμφωνο Σταθερότητας εκτιμάται ότι θα απαιτήσει οπωσδήποτε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ, αν όχι υψηλότερα 2,3%-2,4% του ΑΕΠ. Το Πρόγραμμα Σταθερότητας που υπέβαλε η κυβέρνηση, χωρίς νέα μέτρα, πλην των 500 εκατ. ευρώ για το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων και της αύξησης των συντάξεων, που προβλέπεται ούτως ή άλλως από τον νόμο (και το οποίο η Ν.Δ. το περιλαμβάνει στις εξαγγελίες της), οδηγεί σε δημοσιονομικά πλεονάσματα 2%-2,3% του ΑΕΠ. Οριακά «χωράνε» τα μέτρα της Ν.Δ. και σίγουρα όχι του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη κι αν αυτά περιορίζονταν σε 5,6 δισ. ευρώ, θα μας επέστρεφαν σε πρωτογενή ελλείμματα, εντελώς εκτός κάθε προοπτικής βιωσιμότητας του χρέους.