Η επενδυτική βαθμίδα δεν είναι εξασφαλισμένη

Η επενδυτική βαθμίδα δεν είναι εξασφαλισμένη

H αξιοπιστία χάνεται σε μία μέρα, αλλά χρειάζεται χρόνια για να ανακτηθεί

8' 27" χρόνος ανάγνωσης

Η απώλεια της αξιοπιστίας μπορεί να γίνει σε μία μέρα, ωστόσο χρειάζονται πολλά χρόνια για να ανακτηθεί. Αυτό έχει δείξει και η Ιστορία –όχι μόνο της Ελλάδας–, με τους οίκους αξιολόγησης να μη διστάζουν να υποβαθμίσουν με ταχύτητα μια χώρα όταν βλέπουν «σήματα» αδυναμίας στο μέτωπο των δημοσιονομικών (το είδαμε πριν από μερικές μέρες με την περίπτωση της Γαλλίας) και να παίρνουν τον χρόνο τους προτού προχωρήσουν σε αναβαθμίσεις.

Η Ελλάδα «κυνηγάει» την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μετά τις εκλογές, όντας η μόνη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ενωση που βαθμολογείται χαμηλότερα από αυτήν, αφού την έχασε πριν από περίπου 13 χρόνια, στα τέλη του 2010. Και έχει όλα τα «φόντα» να το καταφέρει. Σε περίπτωση που δεν καταφέρει να την ανακτήσει έως το 2024, χάνει μεταξύ άλλων και το waiver που είχε δώσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ώστε να γίνονται αποδεκτά τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση για τις πράξεις χρηματοδότησης του ευρωσυστήματος, ένας παράγοντας που έχει προσφέρει ασφάλεια στους κατόχους ελληνικών ομολόγων και έχει φυσικά στηρίξει τις ελληνικές τράπεζες.

Για πολλά χρόνια, για περίπου μία δεκαετία, και έως το 2009, η βαθμολογία της Ελλάδας βρισκόταν στην υψηλή κατηγορία αξιολόγησης, το «Α», προτού ξεκινήσει ο κατακερματισμός της αξιοπιστίας της, που την έφερε έως και την κατώτερη κατηγορία, αυτή των «σκουπιδιών», αλλά και την «επιλεκτική χρεοκοπία» το 2012. Ωστόσο, δεν κατάφερε να ξεφύγει από το junk και το επίπεδο του «C» πριν από τα τέλη του 2017, όπου και ξεκίνησαν οι πολύ αργές αναβαθμίσεις, οι οποίες επιταχύνθηκαν από το 2019 φτάνοντας στο σήμερα, στο ΒΒ+ και ένα σκαλοπάτι κάτω από το investment grade. Πάντως, ακόμη και μια αναβάθμιση στο «τριπλό Β», που είναι και ο στόχος για φέτος, απέχει πολύ από την ελίτ του «Α» που βρισκόταν η χώρα πριν ξεκινήσει η κρίση ελλειμμάτων και χρέους.

Τυχόν επιστροφή σε ένα πιο ταραχώδες παρελθόν θα θέσει σε κίνδυνο την πρόοδο που έχει επιτευχθεί, λένε αναλυτές.

Η αναβάθμιση, έστω και στο χαμηλό investment grade, δεν είναι ωστόσο «εξασφαλισμένη». Και οι εκλογές, κατά τους οίκους, παίζουν κρίσιμο ρόλο σ’ αυτό.

Οπως σημειώνει στην «Κ» ο Φεντερίκο Μπαρίγκα, διευθυντής της Fitch Ratings, τα τελευταία 13 χρόνια έγιναν σημαντικές διαρθρωτικές και θεσμικές αλλαγές στην Ελλάδα και το ευρύτερο επίπεδο της Ε.Ε., που βελτίωσαν την εξωτερική και αναπτυξιακή ανθεκτικότητα της Ελλάδας και περιόρισαν τους χρηματοδοτικούς κινδύνους, ενώ η χώρα έχει εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις, μειώνοντας τους κινδύνους απότομων αλλαγών πολιτικής στο εγγύς μέλλον. Παρά τις αλλαγές αυτές, οι κίνδυνοι παραμένουν σε πολλαπλά μέτωπα, όπως προειδοποιεί ο αναλυτής. «Η οικονομική δραστηριότητα θα μπορούσε και πάλι να επιβραδυνθεί λόγω διαρθρωτικών περιορισμών, όπως η γήρανση του πληθυσμού ή η αδυναμία θέσπισης μεταρρυθμίσεων. Οι επερχόμενες εκλογές θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε αλλαγές στη στάση της πολιτικής, που θα μπορούσαν να περιπλέξουν τη δημοσιονομική επανεξισορρόπηση ή να δοκιμάσουν τις σχέσεις με την Ευρώπη. Υπάρχουν επίσης ερωτήματα σχετικά με την ικανότητα των Αρχών να διατηρήσουν αυστηρές δημοσιονομικές πολιτικές μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα για να μειώσουν τις ευπάθειες του χρέους, καθώς οι δημοσιονομικές απαιτήσεις ενδέχεται να ενταθούν», όπως σημειώνει.

«Υπάρχουν κίνδυνοι στην τροχιά θετικής αξιολόγησης και μια τέτοια αβεβαιότητα παραμένει στο πολιτικό σκέλος και τι μπορεί να συμβεί μετά τις εκλογές του 2023», όπως επισημαίνει στην «Κ» ο Ντένις Σεν, επικεφαλής αναλυτής της Scope Ratings. «Η μεταρρυθμιστική δυναμική και η ενίσχυση της σχέσης της Ελλάδας με τους θεσμούς της Ε.Ε. έχουν υποστηριχθεί υπό συνθήκες συγκριτικής πολιτικής σταθερότητας από το 2019. Ομως, οποιαδήποτε επιστροφή σε ένα πιο ταραχώδες παρελθόν της ελληνικής πολιτικής, μη τήρηση των ευρωπαϊκών δημοσιονομικών κανόνων και συνακόλουθη οπισθοδρόμηση των μεταρρυθμίσεων έπειτα από τις επερχόμενες εκλογές, θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την πρόσφατη πρόοδο», όπως προειδοποιεί.

Χρειάζεται συνετή δημοσιονομική πολιτική

Αυτό το σύντομο ιστορικό «αποδεικνύει» πόσο γρήγορα μπορεί να χαθεί η αξιοπιστία και πόσα χρόνια και πόσος κόπος χρειάζονται για να ανακτηθεί. Αυτό είναι ένα «μάθημα» που πρέπει να το γνωρίζουν όλοι όσοι βρεθούν στο τιμόνι της χώρας όλα τα επόμενα χρόνια.

Οπως άλλωστε επισημαίνει και η Moody’s, η ιστορία έχει δείξει ότι ο χρόνος που χρειάζεται για να επιστρέψει μια χώρα στην επενδυτική βαθμίδα από τη στιγμή που θα τη χάσει, κυμαίνεται από τα τρία έως και τα 14 χρόνια. Η Ελλάδα πλησιάζει συνεπώς το ανώτατο αυτό «όριο». Οι χώρες που επέστρεψαν στην επενδυτική βαθμίδα έχουν επιδείξει σημαντικούς μετασχηματισμούς, συμπεριλαμβανομένων θεσμικών βελτιώσεων, ενίσχυσαν τα δημόσια οικονομικά τους, καθώς και τις προοπτικές για υψηλότερη βιώσιμη ανάπτυξη. Η βελτίωση των δημοσιονομικών προοπτικών και της ανάπτυξης και φυσικά η συνετή πολιτική, είναι συνεπώς μονόδρομος κατά τη Moody’s.

Πολλά πράγματα έχουν αλλάξει στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια, αλλά ταυτόχρονα πολλά πράγματα πρέπει να γίνουν, όπως σημειώνει στην «Κ» η συν-επικεφαλής του οίκου αξιολόγησης DBRS, Νίκολα Τζέιμς. «Η Ελλάδα έχει διορθώσει τις μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες (δίδυμα ελλείμματα) που οδήγησαν στην προηγούμενη κρίση. Πέρασε από μια μεγάλη δημοσιονομική εξυγίανση, μερικές φορές επώδυνη, αλλά κατάφερε να σταθεροποιήσει τα δημοσιονομικά της και επίσης να εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που βελτίωσαν την ανταγωνιστικότητα. Ωστόσο, όπως έγινε φανερό από την κρίση της COVID-19, η ύπαρξη μιας διαφοροποιημένης και παραγωγικής οικονομίας τη θωρακίζει από εξωτερικούς κραδασμούς. Επίσης, η ύπαρξη μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής διασφαλίζει ότι η κυβέρνηση μπορεί να παράσχει βοήθεια για τη στήριξη της οικονομίας όταν χρειάζεται, όπως είδαμε με τα πακέτα βοήθειας που σχετίζονται με την COVID-19 και τα μέτρα ενεργειακής στήριξης».

Σχολιάζοντας στην «Κ» την πορεία της Ελλάδας αυτά τα 13 χρόνια, ο αναλυτής της S&P, Σάμιουελ Τιλερέι, τονίζει πως η κρίση δημοσίου χρέους της Ελλάδας προκάλεσε μια μακρά περίοδο οικονομικής συρρίκνωσης και θεσμικής αστάθειας και οξείας υποεπένδυσης, καθώς οι διαδοχικές κυβερνήσεις μείωσαν τις δαπάνες για την υγεία, την εκπαίδευση και τις υποδομές. Το 2019 αυτή η περίοδος φάνηκε να τελειώνει, καθώς ανέκαμψαν οι άμεσες ξένες επενδύσεις, ενώ η επιχειρηματική εμπιστοσύνη βελτιώθηκε γρήγορα, σε συνδυασμό με την πρόοδο στη δημοσιονομική εξυγίανση και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις.

Αντανακλώντας αυτές τις προσπάθειες και τα σχετικά θετικά αποτελέσματα, η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας έχει βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια. Ο αναλυτής της S&P υπογράμμιζε σε αυτό το πλαίσιο, πως παρόλο που η Ελλάδα ήταν σταθερά το πιο υπερχρεωμένο μέλος του ΟΟΣΑ μέχρι το 2021 (μια θέση από τότε που πήρε η Ιαπωνία), η κυβέρνηση φαίνεται να είναι σε καλό δρόμο να μειώσει τον δείκτη χρέους κάτω από αυτόν της Ιταλίας μέχρι το τέλος του 2025. Πέρυσι, η Ελλάδα κατέγραψε μια από τις μεγαλύτερες μειώσεις χρέους προς το ΑΕΠ από όλα τα κράτη διεθνώς, ενώ το πρωτογενές έλλειμμα της κυβέρνησης μειώθηκε κατά 4,8% του ΑΕΠ, πέρα από σχεδόν όλες τις προσδοκίες των παρατηρητών, συμπεριλαμβανομένης της S&P.
Ομως οι προκλήσεις είναι σημαντικές. «Οι εκλογές και η πιθανή αλλαγή στη σύνθεση της κυβέρνησης θα αποτελέσουν μια σημαντική δοκιμασία για το πόσο ριζωμένη παραμένει η όρεξη της Ελλάδας για μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη και διατηρούν ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στο πλαίσιο των πιέσεων ως προς το κόστος διαβίωσης και του κινδύνου κόπωσης των μεταρρυθμίσεων. Οι μεταρρυθμίσεις που θεωρούμε σημαντικές για την τόνωση της δυνητικής ανάπτυξης της Ελλάδας –όπως η ολοκλήρωση των αναθεωρήσεων στο δικαστικό σύστημα και η οριστικοποίηση του εθνικού κτηματολογίου– παραμένουν ημιτελείς», προειδοποιεί ο αναλυτής.

Ωστόσο, όπως καταλήγει ο κ. Τιλερέι, εάν η επόμενη κυβέρνηση διατηρήσει τη δημοσιονομική πειθαρχία, επιμένοντας και στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που σχετίζονται με το NGEU, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας παραμένει σταθερά στο τραπέζι.

Η επενδυτική βαθμίδα δεν είναι εξασφαλισμένη-1
«Οι εκλογές θα αποτελέσουν μια σημαντική δοκιμασία για το πόσο ριζωμένη παραμένει η όρεξη της Ελλάδας για μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη και διατηρούν ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις», λέει ο αναλυτής της S&P, Σάμιουελ Τιλερέι.

Το χρονικό των αξιολογήσεων από τους οίκους

Σε μια σύντομη αναδρομή, η πρώτη υποβάθμιση ήρθε τον Ιανουάριο του 2009 από την S&P (από Α σε Α-), πριν ακολουθήσει σειρά αλλεπάλληλων υποβαθμίσεων από όλους τους οίκους – 10 συνολικά το 2009 και άλλες 9 το 2010, όπου η Ελλάδα έχασε εντελώς την επενδυτική βαθμίδα τον Δεκέμβριο του 2010, την οποία ακόμη παλεύει να ανακτήσει.

Το 2009 το δημοσιονομικό έλλειμμα (τελικά) ξεπέρασε τα 36 δισ. ευρώ και έφθασε το 15,7% του ΑΕΠ έναντι του 3% που ήταν και είναι το όριο στην Ε.Ε. Η S&P προειδοποιούσε στις αρχές του έτους ότι «τα δημόσια οικονομικά της Ελλάδας εισέρχονται σε φάση οικονομικής ύφεσης με υψηλά ελλείμματα». Υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης, ο πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής εξήγγειλε πρόωρες εκλογές για τον Οκτώβριο του 2009, με το ΠΑΣΟΚ να έρχεται στην εξουσία και να ανακοινώνει στο Ecofin ότι το έλλειμμα δεν θα κινηθεί στο 6% που υπολόγιζε η προηγούμενη κυβέρνηση, αλλά στο 12,5%. Αυτό πυροδότησε ένα μπαράζ υποβαθμίσεων από τους οίκους και εκτόξευση των ελληνικών spreads, με τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου να ανακοινώνει στις 23 Απριλίου του 2010 την προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης.

Οι οίκοι αξιολόγησης συνεχίζουν τις υποβαθμίσεις μέχρι την κατηγορία της «επιλεκτικής χρεοκοπίας», όπου βρέθηκε η Ελλάδα στις αρχές του 2012, μια κατηγορία στην οποία… «έμπαινε» και «έβγαινε» ανάλογα και με τις οικονομικές εξελίξεις, έως τα τέλη του 2012. Σημειώνεται πως το 2011 οι συνολικές υποβαθμίσεις από όλους τους οίκους έφτασαν τις 11, ενώ τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, έπειτα και από την απόφαση του Γ. Παπανδρέου για διεξαγωγή δημοψηφίσματος για τα νέα μέτρα που ζητούσαν οι δανειστές, η Ελλάδα οδηγήθηκε σε κυβέρνηση συνεργασίας υπό τον Λουκά Παπαδήμο. Στη συνέχεια ακολούθησε η ψήφιση του νέου (δεύτερου) μνημονίου τον Φεβρουάριο του 2012, η ολοκλήρωση του PSI με κούρεμα του ελληνικού χρέους τον Μάρτιο του 2012 και οι νέες εκλογές τον Ιούνιο, με τον Αντώνη Σαμαρά να ορκίζεται πρωθυπουργός. 

Οι εξελίξεις οδήγησαν σε μικρή αναβάθμιση της Ελλάδας έως και ένα σκαλοπάτι πάνω από την κατηγορία του C (και στο Β σε μέσο όρο) παραμένοντας πάντως στο junk.

Η αξιολόγηση διατηρείται στο χαμηλό επίπεδο του Β έως τις αρχές του 2015, πριν ξεκινήσουν εκ νέου οι υποβαθμίσεις, συνολικά 17 εκείνη τη χρονιά, φθάνοντας και πάλι μια ανάσα πριν από την επιλεκτική χρεοκοπία. Από το φθινόπωρο του 2014 η τρόικα ζητούσε πρόσθετα μέτρα, γεγονός που οδήγησε σε νέες εκλογές τον Ιανουάριο του 2015, όπου πρώτο κόμμα αναδείχθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ηταν η «εφιαλτική» χρονιά όπου η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος του Grexit, με κλειστές τράπεζες, κλειστές αγορές και capital controls και τελικά κατέληξε στο τρίτο μνημόνιο. 

Το 2016 οι οίκοι τήρησαν στάση αναμονής πριν προχωρήσουν σε περιορισμένες και μικρές αναβαθμίσεις το 2017, έως το επίπεδο του «Β». Η έξοδος από το μνημόνιο τον Αύγουστο του 2018 οδήγησε σε νέα αναβάθμιση της Ελλάδας στην κατηγορία του «διπλού Β», στην οποία και παραμένει έως και σήμερα.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT