Τα τελευταία 60 χρόνια ο κόσμος ήταν δομημένος γύρω από τη λεγόμενη «Συναίνεση της Ουάσιγκτον». Στον πυρήνα αυτής της «συναίνεσης» κυριαρχούσε η λογική της ελεύθερης αγοράς (laissez-faire). Μιας οικονομίας, δηλαδή, η οποία προωθούσε αποκλειστικά την ελευθερία κινήσεων, την περικοπή φόρων, την ιδιωτικοποίηση και την απελευθέρωση του εμπορίου.
Οι βασικές αξιώσεις και παραδοχές γύρω από τις οποίες βασίστηκε η Συναίνεση της Ουάσιγκτον ήταν πολλές. Παρόλο που τα οφέλη ήταν αρκετά, είναι προφανές ότι κάποιες από τις αρχικές παραδοχές ήταν λανθασμένες.
Μία από αυτές ήταν ότι η κατανομή κεφαλαίου θα γίνεται πάντα παραγωγικά και αποτελεσματικά από τις αγορές, ανεξάρτητα από το πώς ενεργούν οι ανταγωνιστές. Αντ’ αυτού, στην Ελλάδα είδαμε ολόκληρα δίκτυα διανομής στρατηγικών ειδών, καθώς και τις βιομηχανίες και τις δουλειές που τα δημιούργησαν, να μεταφέρονται στο εξωτερικό. Αυτή η εστίαση στην αποτελεσματικότητα οδήγησε στο να γίνει η διαχείριση αποθέματος «just in time», βασικό χαρακτηριστικό της λειτουργίας μιας επιχείρησης.
Μια άλλη λανθασμένη αξίωση ήταν ότι οποιαδήποτε ανάπτυξη ήταν καλοδεχούμενη. Τυχόν αρνητικές επιδράσεις, όπως η κοινωνική συνοχή, το κλίμα, οι θέσεις εργασίας κ.λπ., ήταν απλώς παράπλευρες απώλειες. Η πρόσβαση σε φθηνά αγαθά και υπηρεσίες και η αγορά του τελευταίου iPhone ήταν πιο σημαντικά από μια ουσιαστική δουλειά.
Η πολιτική παραδοχή στην οποία βασίστηκε όλη αυτή η λογική ήταν ότι η εμπορική ανάπτυξη θα έφερνε συνολική ανάπτυξη και ότι τα κέρδη θα ισομοιράζονταν σε όλους τους πολίτες. Στην πραγματικότητα, όμως, τα κέρδη αυτά δεν έκαναν «trickle-down» και δεν έφτασαν ποτέ στην πλειονότητα των εργαζομένων.
Η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την πανδημία ανέδειξαν με το παραπάνω τις λανθασμένες παραδοχές της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον. Συγχρόνως έγινε ξεκάθαρο ότι η ένταξη χωρών κάτω από μια ομπρέλα, σε μορφή οικονομικής ένωσης, πάνω στην οποία βασίστηκε η διεθνής οικονομική πολιτική τις τελευταίες δεκαετίες, δεν ήταν ιδιαίτερα λειτουργική λύση. Ολα τα παραπάνω μαζί με την ανάδειξη της Κίνας ως ανερχόμενης δύναμης, την απεμπλοκή των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, τις αδυναμίες στις μεταφορές και την εφοδιαστική αλυσίδα που αναδείχθηκαν εν μέσω COVID και το πιθανό τέλος της ρωσικής αυτοκρατορίας κινητοποίησαν τους Αμερικανούς ώστε να βρουν μια λύση.
Την προηγουμένη εβδομάδα, λοιπόν, ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας της Αμερικής, Jake Sullivan, παρουσίασε τη «Νέα Συναίνεση της Ουάσιγκτον», η οποία θα στηριχθεί γύρω από τους εξής πυλώνες:
α) Επικέντρωση στην εσωτερική βιομηχανική πολιτική, καθώς η μέχρι τώρα προτεραιοποίηση στα τραπεζοοικονομικά σε σχέση με την πραγματική οικονομία ήταν λάθος. β) Συμμαχίες με άλλα κράτη είναι ευπρόσδεκτες. γ) Αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, που αναμένεται να δημιουργήσει και νέες θέσεις εργασίας. Την ίδια στιγμή, οι ΗΠΑ πρέπει να διασφαλίσουν την πρόσβαση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να μη γίνουν κι αυτές αντικείμενο διαπληκτισμού, όπως έγινε με το πετρέλαιο τον 20ό αιώνα και το φυσικό αέριο το 2022.
Το βασικό μήνυμα του Sullivan είναι ότι οι Αμερικανοί είναι διατεθειμένοι να δημιουργήσουν μια βιομηχανική αυτοκρατορία, ανεξαρτήτως κόστους, ώστε καμία πανδημία, πλημμύρα ή καταστροφή να μπορεί να επηρεάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες. Συγχρόνως, στα πλαίσιο της λογικής του friendshoring, κάλεσε αναπτυσσόμενες και ανεπτυγμένες χώρες να συνδράμουν στο χτίσιμο αυτής της αυτοκρατορίας. Αυτές οι εξελίξεις αναμένεται να ωφελήσουν την εργατική τάξη και να μειώσουν την ανισότητα.
Η οικονομική κρίση σε συνδυασμό με την πανδημία ανέδειξαν με το παραπάνω τις λανθασμένες παραδοχές της Συναίνεσης της Ουάσιγκτον.
H Κριστίν Λαγκάρντ στην τελευταία ομιλία της υιοθέτησε αυτές τις σκέψεις για την ΕΚΤ. Μεταξύ άλλων ανέφερε ως απειλές τον κατακερματισμό της παγκόσμιας οικονομίας σε ανταγωνιστικά μπλοκ, τους διαπληκτισμούς σχετικά με την ενέργεια και την πιθανή απώλεια αποθεματικού νομίσματος. Για την αντιμετώπιση αυτών δήλωσε ότι «η δημοσιονομική και διαρθρωτική πολιτική θα επικεντρωθεί στην άρση των περιορισμών που δημιουργεί η γεωπολιτική του σήμερα. Θα διασφαλιστούν, για παράδειγμα, ανθεκτικές αλυσίδες εφοδιασμού και θα δημιουργηθούν νέες δομές παραγωγής ενέργειας. Η βιομηχανική πολιτική επιστρέφει και υποστηρίζεται ξεκάθαρα από την Κεντρική Τράπεζα».
Εδώ έρχεται το ερώτημα για το τι πρέπει να κάνει η Ελλάδα σε αυτή τη νέα τάξη πραγμάτων.
Πρώτον, επειδή είναι μάλλον απίθανο να αρχίσουμε να βλέπουμε Ελληνες να μεταφέρουν βαλίτσες με γουάν στο Πεκίνο και ρούβλια στη Μόσχα, από οικονομικής άποψης είναι μάλλον προτιμότερο να παραμείνουμε κοντά, πολύ κοντά στα συμφέροντα των Αμερικανών.
Δεύτερον, όπως έκαναν και οι ΗΠΑ, θα ήταν φρόνιμο να φέρουμε τις αλυσίδες εφοδιασμού όσο πιο κοντά μας γίνεται, αναγνωρίζοντας όμως την ίδια στιγμή ότι ως μια μικρή χώρα με δύσκολη γεωγραφία, υπάρχει ένα όριο στο τι μπορούμε να κάνουμε σε αυτόν τον τομέα.
Τρίτον, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι καθώς η Ε.Ε. εξελίσσεται, δεν μπορούμε να παραμείνουμε πλήρως προσκολλημένοι σε αυτήν. Κυρίως λόγω των εξελίξεων στη Γερμανία, όπου η χώρα γίνεται φτωχότερη λόγω των δημογραφικών της και τις αυξανόμενες τιμές στην ενέργεια.
Αντιθέτως, καθώς ο κόσμος γίνεται όλο και πιο περίπλοκος, θα ήταν χρήσιμο για τη χώρα μας να χτίσει σχέσεις φιλίας και εμπιστοσύνης με όσο το δυνατόν περισσότερες χώρες γίνεται, ώστε να προσελκύσει το μέγιστο δυνατό επενδυτικό ενδιαφέρον ξένων δυνάμεων στην Ελλάδα. Τέτοιου είδους φιλίες-συμμαχίες με χώρες που θα θέλουν να προστατέψουν την επένδυσή τους σε τυχόν δύσκολες εποχές –όπως κάνει αρκετά χρόνια η Γερμανία με την Τουρκία– μπορεί να αποδειχθούν πολύ σημαντικές στο μέλλον.
Ενα σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση έχει ήδη γίνει με το μνημόνιο συνεργασίας που έχουν υπογράψει οι κυβερνήσεις Ελλάδας και ΗΑΕ. Ενα παράδειγμα αυτής της συνεργασίας είναι η δημιουργία της συνεπενδυτικής πλατφόρμας 400 εκατομμυρίων ευρώ που διαχειρίζονται από κοινού η Mubadala Investment Company και η Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΑΤΕ). Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι αυτή η νέα πολιτική, τόσο των ΗΠΑ όσο και της ΕΚΤ, μπορεί αρχικά να οδηγήσει σε αύξηση του πληθωρισμού. Μακροπρόθεσμα, όμως, η αύξηση της παραγωγικότητας και οι αντισταθμιστικές δυνάμεις της τεχνολογίας και των δημογραφικών στοιχείων μπορούν να συνδράμουν στη μείωση των τιμών.
Καθώς η Ελλάδα είναι η χώρα με το υψηλότερο χρέος προς το ΑΕΠ, τα επιτόκια έχουν σημασία. Οπότε το ερώτημα είναι αν η Ελλάδα (θα) είναι έτοιμη γι’ αυτό το νέο πληθωριστικό σοκ. Οπως και να ‘χει, η χώρα πρέπει να προετοιμαστεί γι’ αυτό το νέο κεφάλαιο ενός πολύπλευρου σχεδίου.
Ο κ. Ιάσων Μανωλόπουλος είναι συνιδρυτής της εταιρείας επενδύσεων L-Stone Capital και συγγραφέας του βιβλίου «Το “επαχθές” χρέος της Ελλάδας».