Αρθρο του Γ. Στούμπου στην «Κ»: Τρεις κρίσεις και μία ευκαιρία

Αρθρο του Γ. Στούμπου στην «Κ»: Τρεις κρίσεις και μία ευκαιρία

Ισότητα και δικαιοσύνη παντού, αύξηση μισθών και συντάξεων, ευημερία για όλους. Ριζικές βελτιώσεις στα συστήματα υγείας και παιδείας. Δημιουργία μιας σύγχρονης δημόσιας διοίκησης. Προστασία της πρώτης κατοικίας. Υπογραφή συλλογικών συμβάσεων

5' 35" χρόνος ανάγνωσης

Ισότητα και δικαιοσύνη παντού, αύξηση μισθών και συντάξεων, ευημερία για όλους. Ριζικές βελτιώσεις στα συστήματα υγείας και παιδείας. Δημιουργία μιας σύγχρονης δημόσιας διοίκησης. Προστασία της πρώτης κατοικίας. Υπογραφή συλλογικών συμβάσεων. Ενίσχυση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, αγροτών και των μη προνομιούχων. Αυτός είναι ο βασικός άξονας των προτεινόμενων προγραμμάτων, σχεδόν όλων των κομμάτων. Είναι, παραδόξως, ένας μακρύς κατάλογος που αναφέρεται ουσιαστικά στις παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Είναι σαν όλα τα κόμματα να συνομολογούν ότι «κακοήθειες» υπάρχουν παντού και πρέπει να θεραπευτούν. Το ερώτημα είναι πώς; Σίγουρα η ακατάσχετη παροχολογία διαιωνίζει αυτές τις παθογένειες.

Τον Νοέμβριο του 2020 κυκλοφόρησε το «Σχέδιο ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία», γνωστό και ως έκθεση Πισσαρίδη (βραβείο Νομπέλ Οικονομίας το 2010), αν και είναι η συλλογική εργασία πολλών και αξιόλογων καθηγητών και οικονομικών φορέων. Αυτή η μελέτη, όπως και τόσες άλλες που είχαν προηγηθεί, διαπιστώνει ότι η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται, διαχρονικά, τόσο από υστέρηση στην παραγωγικότητα όσο και από χαμηλή συμμετοχή των παραγωγικών συντελεστών, όπως της εργασίας, του κεφαλαίου και της τεχνολογίας. Ως αποτέλεσμα είχαμε την καθήλωση των εισοδημάτων, τη διεύρυνση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και την αύξηση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων λόγω της διαρκούς επιδότησης υπηρεσιών και εισοδημάτων. Ενας φαύλος κύκλος χωρίς αρχή και τέλος που διαιώνιζε ένα παρωχημένο οικονομικό μοντέλο αναδιανομής χωρίς αναπτυξιακή προοπτική και βιωσιμότητα. Πτυχές αυτού του μοντέλου είναι ο υπέρμετρος αριθμός μικρών επιχειρήσεων, αυτοαπασχολουμένων και εργαζομένων με τον κατώτατο μισθό σε τομείς παροχής υπηρεσιών και ανειδίκευτης εργασίας. Ολα αυτά συντηρούν ένα πλέγμα μαύρης εργασίας και φοροδιαφυγής και έναν μεγάλο αριθμό πολιτών με εξάρτηση από προγράμματα επιδοτήσεων. Ζητούμενα, διαχρονικά, η όποια μορφή μεταποίησης, η χρήση νέων τεχνολογιών, η εξωστρέφεια και η παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων. Ακόμη μεγαλύτερο ζητούμενο, η βιομηχανική παραγωγή, η προσέλκυση ξένων άμεσων επενδύσεων σε παραγωγικές δραστηριότητες που διασφαλίζουν οικονομική ανάπτυξη με μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα, υψηλές αποδοχές και συμμετοχή στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και παραγωγής.

Και εντούτοις υπάρχει ελπίδα ο φαύλος κύκλος να κλείσει. Η έκθεση Πισσαρίδη δείχνει προς αυτή την κατεύθυνση. Η ελπίδα αναδύεται μέσα από τις τρεις διαδοχικές κρίσεις που βιώσαμε από το 2010 μέχρι σήμερα: την κρίση δημόσιου χρέους, την πανδημία και την πρόσφατη ενεργειακή κρίση. Τα διαβόητα προγράμματα προσαρμογής, πέρα από τις εισοδηματικές επιπτώσεις σε εργαζομένους και συνταξιούχους, πέρα από την κορύφωση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα (28%), πέρα από τις κοινωνικές αναταραχές και τις πολιτικές ανακατατάξεις, επέφεραν με τον πλέον επώδυνο τρόπο προσαρμογές και ισορροπίες που τόσο πεισματικά κυβερνήσεις αρνήθηκαν να υλοποιήσουν και οργανωμένα συμφέροντα να κατανοήσουν. Ομως, όπως η έκθεση Πισσαρίδη διαπιστώνει, «επήλθε εξισορρόπηση των δίδυμων ελλειμμάτων, δημοσιονομικού ισοζυγίου και ισοζυγίου πληρωμών, ενώ υπήρξε βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω μείωσης του μοναδιαίου κόστους εργασίας». Η πανδημία COVID-19 μας έφερε στο χείλος του γκρεμού, αλλά σταθήκαμε εκεί. Η Ευρωπαϊκή Ενωση με τα γενναιόδωρα προγράμματα στήριξης κράτησε την ελληνική οικονομία όρθια, αποσοβώντας μια εκτεταμένη και βαθύτερη ύφεση και διασφαλίζοντας στοιχειώδη εισοδηματική επάρκεια, ιδιαίτερα για τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Η ενεργειακή κρίση, ως απότοκο του πολέμου στην Ουκρανία, είχε ένα διττό αποτέλεσμα: την εκτόξευση των τιμών ενέργειας και του πληθωρισμού αλλά και, σχετικά πολύ σύντομα, την αποτροπή μιας μη ελεγχόμενης ύφεσης και τη δημιουργία συνθηκών μιας Ευρωπαϊκής Ενωσης με μεγαλύτερη συνοχή, αλληλεγγύη και οικονομική αλληλεξάρτηση. Τρεις κρίσεις, λοιπόν, που με τον πλέον παράδοξο και απροσδόκητο τρόπο γέννησαν την ευκαιρία για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης για τη χώρα μας.

Σχεδιάζοντας το μέλλον, οι ελληνικές κυβερνήσεις οφείλουν να κατανοήσουν πώς θα εκμεταλλευθούν δύο συντελούμενες τεκτονικές αλλαγές. Πρώτον, η παραγωγική διαδικασία έχει υποστεί κατάτμηση. Αυτό καθιστά δυνατή την παραγωγή στην Ελλάδα εξαρτημάτων υψηλής ή μέτριας τεχνολογίας για πολυεθνικές εταιρείες παραγωγής και εμπορίας προϊόντων εντός και εκτός Ελλάδος. H Ελλάδα είναι σχεδόν αδύνατον να προσελκύσει την εγκατάσταση μεγάλων και ολοκληρωμένων μονάδων παραγωγής λόγω έλλειψης «συνύπαρξης» μιας μεγάλης γκάμας συγκριτικών πλανισμάτων που απαιτούνται, κάτι που οι ξένοι επενδυτές βρίσκουν σε χώρες όπως η Κίνα, η Τουρκία, το Μεξικό, ακόμη και η Ισπανία. Δεύτερον, αναλογικά το ίδιο συμβαίνει και με την κατάτμηση της εργασίας. Είναι πλέον απολύτως εφικτό στην εποχή της ψηφιοποίησης της εργασίας εξειδικευμένο προσωπικό να εργάζεται στην Ελλάδα και το προϊόν της εργασίας του να ενσωματώνεται σε κάποιο βιομηχανικό προϊόν ή υπηρεσία εκτός Ελλάδος.

Το νέο παραγωγικό υπόδειγμα, λοιπόν, πρέπει να επικεντρωθεί στη δημιουργία κινήτρων για την εγχώρια ανάπτυξη ή προσέλκυση μετρίου μεγέθους παραγωγικών μονάδων, κατά προτίμηση υψηλής τεχνολογίας, που θα ενσωματώνονται στα ευρωπαϊκά δίκτυα παραγωγής. Προϋπόθεση η δημιουργία σύγχρονων υποδομών, όπως δίκτυα οδικών και σιδηροδρομικών μεταφορών, η προσβασιμότητα σε ψηφιακά δίκτυα επικοινωνίας, η συσχέτιση της πανεπιστημιακής και της τεχνικής κατάρτισης με την αγορά εργασίας. Η εκπαίδευση σε όλες τις βαθμίδες όπως και το σύστημα υγείας πρέπει να αποκτήσουν χαρακτηριστικά σύγχρονου κράτους – δύο μεγάλες κατακτήσεις των ανεπτυγμένων κοινωνιών. Εξίσου απαραίτητος είναι ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής δημόσιας διοίκησης και η απονομή δικαιοσύνης έγκαιρα, με διαφάνεια και αξιοπιστία.

Η ακατάσχετη παροχολογία διαιωνίζει τις παθογένειες που τα κόμματα προεκλογικά υπόσχονται ότι θα θεραπεύσουν.

Για όλα τα παραπάνω, λεφτά υπάρχουν. Oι πόροι από τα ευρωπαϊκά προγράμματα συνοχής και το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, που είναι διαθέσιμοι για την Ελλάδα, δημιουργούν το δημοσιονομικό απόθεμα που αν αξιοποιηθεί αποτελεσματικά θα μπορεί να έχει υψηλό αναπτυξιακό –και παραγωγικό– πολλαπλασιαστή, κάτι που η χώρα μας δεν έχει δει για δεκαετίες. Ενδεικτικά να αναφέρουμε ότι μόνο δύο ευρωπαϊκά προγράμματα, το NextGenerationEU και το ΕΣΠΑ 2021-27, χορηγούν επιδοτήσεις και δάνεια μόνο για την Ελλάδα, συνολικού ύψους 60 δισ. ευρώ.

Πρόσφατα η Ε.Ε. θέσπισε ένα νέο ειδικό ταμείο κρατικών ενισχύσεων για τον επαναπατρισμό (onshoring) βιομηχανιών εντός Ε.Ε., ως αντίδοτο στον εμπορικό ανταγωνισμό της Κίνας και τον προστατευτισμό των ΗΠΑ. Είναι αξιοσημείωτο ότι το πρόγραμμα αυτό προσβλέπει στην αναλογική διανομή πόρων για να διασφαλιστεί η πλέον ισόρροπη δυνατή ανάπτυξη εντός της Ε.Ε. Αυτό ανοίγει προοπτικές και σε κράτη-μέλη που δεν έχουν τα δημοσιονομικά περιθώρια για να χορηγήσουν ενισχύσεις στις βιοτεχνίες και βιομηχανίες τους, όπως η Ελλάδα, και να καλύψουν μέρος του κενού που αφήνει η έλλειψη ιδιωτικών επενδύσεων. Είναι δευτερευούσης σημασίας πλέον για την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων η δημιουργία κινήτρων με φοροαπαλλαγές ή ειδικό καθεστώς για τα δικαιώματα των μετόχων, δεδομένου ότι το ευρωπαϊκό δίκαιο έχει επιβάλει ενιαίες πολιτικές σε αυτά τα θέματα. Αυτά τα χρηματοδοτικά εργαλεία και η ενοποίηση κανόνων που διέπουν τις επενδύσεις στην Ε.Ε. είναι το πλαίσιο της αναδυόμενης «ευκαιρίας» για τη χώρα μας.

Κανείς δεν διαφωνεί με την ύπαρξη ενός συστήματος κοινωνικών παροχών και επιδοματικών πολιτικών. Κάθε σύγχρονη οικονομία οφείλει να έχει, να προστατεύει και να διευρύνει τις παροχές αυτές ανάλογα με τις δυνατότητές της. Η διαχρονική επιδοματική αύξηση εισοδημάτων προς κατανάλωση, όμως, δεν είναι ούτε επιθυμητή ούτε μακροπρόθεσμα βιώσιμη. Πρωταρχικό μέλημα των σύγχρονων οικονομιών είναι η δημιουργία συνθηκών παραγωγής πλούτου μέσω της παραγωγικής διαδικασίας και της δίκαιης και αναλογικής κατανομής του. Για να θυμηθούμε τον Δαρβίνο, δεν επιβιώνουν ούτε οι πιο δυνατοί, ούτε οι πιο έξυπνοι, αλλά αυτοί που προσαρμόζονται καλύτερα στις αλλαγές.

Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT