Οι οίκοι αξιολόγησης, αν και αποτιμούν ευρέως ότι η επόμενη κυβέρνηση, η οποία θα προκύψει πιθανότατα από τις δεύτερες κάλπες, είτε αυτή είναι αυτοδύναμη είτε είναι το αποτέλεσμα συνεργασίας κομμάτων, θα ακολουθήσει τον δρόμο των μεταρρυθμίσεων και της πολιτικής υπέρ της ανάπτυξης και της στήριξης της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που είχε χαραχθεί, επισημαίνουν πως οι προκλήσεις που θα έχει μπροστά της είναι σημαντικές και εκτείνονται πέραν του μετώπου της οικονομίας.
Η S&P εστιάζει στις εξωτερικές ανισορροπίες της Ελλάδας, ένα θέμα για το οποίο προειδοποιεί εδώ και πολύ καιρό, τονίζοντας πως έχουν επιδεινωθεί τα τελευταία χρόνια. Οπως εξηγεί στην «Κ» ο αναλυτής του οίκου, Σάμιουελ Τιλερέι, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (χονδρικά οριζόμενο ως το ποσό των εισαγωγών που αγοράστηκαν πέραν των εξαγωγών που πωλήθηκαν) επιδεινώθηκε δραματικά στον απόηχο της ενεργειακής κρίσης του 2022 και ανήλθε στο 9,7% του ΑΕΠ το 2022, από 6,8% το 2021 (και μόλις 1,5% το 2019).
Προς το παρόν αυτό φαίνεται να αντανακλά ως επί το πλείστον τις αυξημένες εισαγωγές κεφαλαίων και ενδιάμεσων αγαθών, οι οποίες αναμένεται να στηρίξουν τη μελλοντική εξαγωγική ικανότητα. Η αποτυχία ωστόσο να κλείσει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα επεκτείνει την υπερβολική εξάρτηση της Ελλάδας από τις ροές ξένων κεφαλαίων και υποδηλώνει ότι η ανταγωνιστικότητα θα συνεχίσει να παραμένει μια τεράστια ανησυχία. Ωστόσο, ο κ. Τιλερέι επισημαίνει πως οι εισπράξεις του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Ελλάδας υπερδιπλασιάστηκαν σε όρους ΑΕΠ από το 2010, σε περισσότερο από 54% του ΑΕΠ πέρυσι.
Παράλληλα υπογραμμίζει ότι μεταρρυθμίσεις οι οποίες για τον οίκο θεωρούνται σημαντικές για την αξιολόγηση της χώρας δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί. Οπως εξηγεί, είναι σημαντικό η νέα κυβέρνηση την επόμενη ημέρα να αποδείξει την πρόθεσή της για μεταρρυθμίσεις που ενισχύουν την ανάπτυξη και διατηρούν ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις. «Οι μεταρρυθμίσεις που θεωρούμε σημαντικές για την τόνωση της δυνητικής ανάπτυξης της Ελλάδας, όπως η ολοκλήρωση των αναθεωρήσεων στο δικαστικό σύστημα και η οριστικοποίηση του εθνικού κτηματολογίου, παραμένουν ημιτελείς», προειδοποιεί ο αναλυτής.
Oι αναλυτές εστιάζουν στο έλλειμμα ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, στις μεταρρυθμίσεις, στις επενδύσεις και στο δημογραφικό.
Και ο οίκος αξιολόγησης Moody’s τονίζει πως αν και τα τελευταία χρόνια, και ειδικά από το 2019 και μετά, η βελτίωση στη μεταρρυθμιστική πορεία της Ελλάδας και στο δημοσιονομικό μέτωπο είναι εμφανής, μένουν πολλά και σημαντικά ακόμη να γίνουν.
Η τρέχουσα κυβέρνηση, όπως σημειώνει, έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει ορισμένες από τις διαρθρωτικές προκλήσεις της ελληνικής οικονομίας, ιδίως εκείνες που συνδέονται με τις χαμηλές επενδύσεις, μειώνοντας τους αυξημένους φορολογικούς συντελεστές στην Ελλάδα, χαλαρώνοντας τους επιχειρηματικούς κανονισμούς, βελτιώνοντας το πλαίσιο αδειοδότησης επενδύσεων και προωθώντας τις ιδιωτικοποιήσεις.
Ωστόσο, απομένουν ακόμη πολλές και σημαντικές προκλήσεις, σημειώνει η Moody’s.
Πρώτον, η Ελλάδα παραμένει ευάλωτη στους εξωτερικούς κινδύνους λόγω του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο έχει επιδεινωθεί από το 2019 και πριν από την πανδημία, όταν είχε διαμορφωθεί στο 1,5% του ΑΕΠ, από περίπου 15% του ΑΕΠ το 2008. Κατά τον οίκο, οι υψηλές τιμές ενέργειας σε συνδυασμό με την ισχυρή κατανάλωση και τις επενδύσεις θα διατηρήσουν το έλλειμμα υψηλό τα επόμενα χρόνια, παρά τη βελτίωση των εξαγωγών αγαθών και υπηρεσιών. Επιπλέον, η καθαρή διεθνής επενδυτική θέση της Ελλάδας συνεχίζει να παρουσιάζει μεγάλη και διευρυνόμενη καθαρή θέση παθητικού άνω του 170% του ΑΕΠ (με βάση τα στοιχεία του 2021).
Δεύτερον, το ποσοστό ανεργίας στην Ελλάδα έχει βελτιωθεί σημαντικά τα τελευταία δέκα χρόνια, αλλά παραμένει ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, ιδίως για τους νέους και τις γυναίκες. Η εισοδηματική ανισότητα είναι πάνω από τον μέσο όρο της Ε.Ε. και παρά τις βελτιώσεις των τελευταίων ετών το ποσοστό των ατόμων που κινδυνεύουν από τη φτώχεια είναι συγκριτικά υψηλό.
Τέλος, η Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης ένα εξαιρετικά δυσμενές δημογραφικό προφίλ, το οποίο επιδεινώθηκε από τη μετανάστευση μεγάλου ποσοστού νέων και καλά μορφωμένων κατά τα χρόνια της κρίσης. Το μερίδιο του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας στο σύνολο του πληθυσμού θα συρρικνωθεί κατά σχεδόν 9% έως το 2050, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Eurostat, και αυτός είναι και ο βασικός λόγος πίσω από τη συγκριτικά αδύναμη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη της Ελλάδας, η οποία εκτιμάται στο 1,2% έως το 2070 σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ανάλογες είναι και οι ανησυχίες της Fitch. Οπως σημειώνει μιλώντας στην «Κ» ο διευθυντής του οίκου, Φεντερίκο Μπαρίγκα, «παρά τις ισχυρές επιδόσεις το τελευταίο διάστημα, η οικονομική δραστηριότητα θα μπορούσε και πάλι να επιβραδυνθεί λόγω διαρθρωτικών περιορισμών, όπως η γήρανση του πληθυσμού ή η αδυναμία θέσπισης μεταρρυθμίσεων».