Αν κάποιες από τις απόψεις του Ντόναλντ Τραμπ ήταν πράγματι ανορθόδοξες –γιατί γενικώς ήταν ένας συνήθης Ρεπουμπλικανός οπαδός των μειώσεων φόρων και επιδομάτων–, αυτές ήταν όσες επικεντρώνονταν στην αναθέρμανση του μεταποιητικού τομέα. Αυτό ήταν τουλάχιστον το σκεπτικό του εμπορικού πολέμου που κήρυξε κατά της Κίνας το 2018.
Ο Τραμπ δεν κατάφερε να τονώσει τη μεταποίηση, αλλά το αστείο είναι πως αυτό συνέβη υπό τον διάδοχό του. Ξαφνικά αυξήθηκαν οι επενδύσεις στη μεταποίηση. Οσα δεν επέτυχε η εμπορική πολιτική του Τραμπ, το κατάφερε η βιομηχανική πολιτική του προέδρου Μπάιντεν.
Και δεν υπάρχει τίποτε που να γεννά ερωτήματα για τις αιτίες αυτής της επιτυχίας. Οφείλεται σε δύο νομοθετικές πρωτοβουλίες: το λεγόμενο πακέτο Μπάιντεν, ουσία του οποίου είναι οι επιδοτήσεις στην πράσινη ενέργεια και το νομοσχέδιο για τους μικροεπεξεργαστές που προβλέπει την προώθηση της παραγωγής μικροεπεξεργαστών εντός ΗΠΑ, θεωρητικά για να προστατεύσει την εθνική ασφάλεια.
Ο τελικός αντίκτυπος αυτών των πολιτικών είναι σχεδόν βέβαιο πως θα είναι μεγάλος, καθώς ο σχεδιασμός και η έναρξη των εργασιών στις νέες μονάδες μεταποίησης απαιτεί χρόνο. Αυτό σημαίνει ότι μάλλον θα υπάρξουν πολύ περισσότερες δαπάνες από όσες έχουν καταγραφεί έως τώρα. Επιπλέον, μέχρι στιγμής έχουν καταγραφεί μόνο τα κατασκευαστικά έργα, δηλαδή η ανέγερση εργοστασίων. Ο εξοπλισμός αυτών των κτιρίων, με μηχανολογική υποδομή και με επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη, ώστε να επιτευχθεί η μέγιστη παραγωγική δυνατότητα, μάλλον θα προσθέσει δαπάνες ύψους εκατοντάδων δισεκατομμυρίων.
Και το ερώτημα είναι: Γιατί οι πολιτικές του Μπάιντεν επέτυχαν να αναθερμάνουν τον μεταποιητικό τομέα, ενώ οι πολιτικές του Τραμπ απέτυχαν; Απλούστατα, επειδή η εμπορική πολιτική του Τραμπ ήταν ακατάλληλη, εφόσον αύξησε τους δασμούς σε βιομηχανικές πρώτες ύλες, καθώς και στα καταναλωτικά αγαθά, αύξησε το κόστος και ενδεχομένως να έχει μειώσει και την απασχόληση στον μεταποιητικό τομέα.
Και, επιπλέον, επειδή οι φοροαπαλλαγές του Τραμπ βασίζονταν στην πεποίθηση πως, όταν επιτρέψει το κράτος στις επιχειρήσεις να κρατήσουν μεγάλο μέρος των κερδών τους, αυτές θα επενδύσουν περισσότερα χρήματα αντί να τα κρατούν για την επαναγορά μετοχών. Αυτή η πεποίθηση, όμως, διαψεύστηκε.
Αντιθέτως, η βιομηχανική πολιτική του Μπάιντεν επικεντρώνεται στην ενίσχυση της ζήτησης για προϊόντα αμερικανικής παραγωγής, όπως έγινε, για παράδειγμα, με τις επιδοτήσεις στην αγορά ηλεκτροκίνητων οχημάτων. Και τα κριτήρια με τα οποία αποφασίζουν οι επιχειρήσεις να επενδύσουν δεν είναι τόσο οι φορολογικοί συντελεστές, όπως νομίζουμε, αλλά πολύ περισσότερο η ζήτηση γι’ αυτό στο οποίο θα επενδύσουν.