Ολο και λιγότερο ελκυστική σε ξένες επενδύσεις η Γερμανία

Ολο και λιγότερο ελκυστική σε ξένες επενδύσεις η Γερμανία

Μόλις 10,5 δισ. ευρώ οι εισροές κεφαλαίων το 2022, 135 δισ. οι εκροές

3' 31" χρόνος ανάγνωσης

Αν και παραδοσιακά προσελκύει τη μερίδα του λέοντος από τις ξένες επενδύσεις στην Ευρώπη, η Γερμανία φαίνεται να μην αποτελεί πλέον ελκυστικό προορισμό για το ξένο κεφάλαιο. Τα αίτια είναι πολλά και ποικίλα, όπως η υψηλή φορολογία των επιχειρήσεων, η υπερβολική γραφειοκρατία και οι απαρχαιωμένες υποδομές της χώρας. Σε αυτά έχουν, όμως, προστεθεί τελευταία νέοι επιβαρυντικοί παράγοντες, όπως το δυσθεώρητο κόστος της ενέργειας και η διογκούμενη έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού.

Η εικόνα προκύπτει ανησυχητική από σχετική έκθεση του Οικονομικού Ινστιτούτου της Κολωνίας (GEI), σύμφωνα με την οποία στη διάρκεια του περασμένου έτους οι εκροές κεφαλαίων από τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία έφθασαν στα 135 δισ. ευρώ, ενώ στο ίδιο χρονικό διάστημα οι εισροές δεν υπερέβησαν τα 10,5 δισ. ευρώ. Επικαλούμενο μάλιστα τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το εν λόγω ινστιτούτο επισημαίνει πως το περασμένο έτος το χάσμα ανάμεσα στα κεφάλαια που επένδυσαν γερμανικές εταιρείες σε άλλες χώρες και τα κεφάλαια που επένδυσαν ξένες επιχειρήσεις στη Γερμανία ήταν το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί ποτέ. Οπως επισημαίνει ο Κρίστιαν Ρούσχε, οικονομολόγος του GEI, «προσφάτως οι επενδυτικές συνθήκες στη Γερμανία επιδεινώθηκαν περαιτέρω εξαιτίας των υψηλών τιμών της ενέργειας και της διογκούμενης έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού». Στη σχετική έκθεσή του το GEI υπογραμμίζει πως το 70% των επενδύσεων γερμανικών επιχειρήσεων προοριζόταν για άλλες ευρωπαϊκές χώρες και χαρακτηρίζει «ιδιαιτέρως ανησυχητικό το γεγονός ότι έχουν καταρρεύσει οι επενδύσεις από τις γειτονικές ευρωπαϊκές χώρες».

Οι επενδυτικές συνθήκες επιδεινώθηκαν περαιτέρω εξαιτίας των υψηλών τιμών ενέργειας και της διογκούμενης έλλειψης εξειδικευμένου προσωπικού.

Δεν παραλείπει να επισημάνει, πάντως, ότι σε μεγάλο βαθμό η Γερμανία είναι υπεύθυνη για τα προβλήματά της, τα οποία και χαρακτηρίζει «γερμανικής παραγωγής» αναφερόμενο στην υψηλή εταιρική φορολογία, την υπερβολική γραφειοκρατία και τις προβληματικές υποδομές της. Καλεί, ως εκ τούτου, την κυβέρνηση να λάβει μέτρα για να καταστήσει τη χώρα ξανά ελκυστική ως επενδυτικό προορισμό. Η ανησυχητική εικόνα δημοσιεύεται σε μια συγκυρία που έχει ήδη θορυβήσει τόσο τη Γερμανία όσο και γενικότερα την Ε.Ε. σε σχέση με τον κίνδυνο να εγκαταλειφθεί από επιχειρήσεις και επενδυτές. Ο λόγος είναι το λεγόμενο πακέτο Μπάιντεν των επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών που προσφέρει η Ουάσιγκτον σε πράσινα σχέδια υπό τον όρο ότι αυτά παράγονται εντός των ΗΠΑ. Ανάμεσά τους τα ηλεκτροκίνητα οχήματα, οι μονάδες μπαταριών αυτοκινήτων και οι επενδύσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Και στο μεταξύ η Γερμανία εισπράττει πολύ λίγο από το Ταμείο Ανάκαμψης των 750 δισ. ευρώ που θεσπίστηκε ως άμυνα στην πανδημία και για να χρηματοδοτήσει επενδύσεις σε τομείς όπως η πράσινη ενέργεια και η ψηφιοποίηση, και στοχεύει κυρίως σε όσες οικονομίες επλήγησαν ιδιαιτέρως, όπως η Ιταλία.

Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, το πακέτο Μπάιντεν έχει ήδη αρχίσει να προσελκύει στις ΗΠΑ εμβληματικές βιομηχανίες της Γερμανίας, όπως η Volkswagen. Στις αρχές Ιουνίου, άλλωστε, η πολιτεία της Νότιας Καρολίνας ανακοίνωσε ότι θα χορηγήσει στην εμβληματική αυτοκινητοβιομηχανία επιδότηση ύψους 2 δισ. δολ. για τη νέα μονάδα, στην οποία εκτιμάται ότι θα απασχολούνται 4.000 εργαζόμενοι. Υπάρχουν, ωστόσο, και κάποιες φωτεινές εξαιρέσεις όπως η αμερικανική βιομηχανία μικροεπεξεργαστών Intel που πέρυσι ανακοίνωσε το σχέδιό της για την ανέγερση μονάδας παραγωγής στο Μαγδεμβούργο. Είχε μάλιστα επικαλεστεί «το σπάνιο ταλέντο και την εξαιρετική υποδομή» της χώρας. Τα σχέδιά της καθυστέρησαν όμως καθώς προσέκρουσαν στις σκληρές διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην αμερικανική εταιρεία και τη γερμανική κυβέρνηση.

Το διακύβευμα ήταν η πρόσθετη επιδότηση ύψους 6 δισ. ευρώ που ζητούσε η Intel από το Βερολίνο επικαλούμενη το υψηλό κόστος ενέργειας και τον πληθωρισμό. Τελικά το Βερολίνο υπέκυψε και υποσχέθηκε επιδοτήσεις ύψους 10 δισ. ευρώ, αντίστοιχες περίπου με το 1/3 όσων έχει δεσμευθεί να επενδύσει η Intel στην επίμαχη μονάδα της. Η βρετανική εφημερίδα σχολιάζει μάλιστα πως αυτή η σκληρή διαπραγμάτευση ανάμεσα στο Βερολίνο και την αμερικανική βιομηχανία, όπως και η έκβασή της σκιαγραφούν τις πιέσεις που υφίστανται οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, με αποτέλεσμα να καταφεύγουν όλο και περισσότερο στα χρήματα των φορολογουμένων για να προσελκύσουν επενδύσεις. Σημειωτέον ότι στα ίδια δυσοίωνα συμπεράσματα σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις κατέληξε προσφάτως και η Bundesbank, η οποία υπογράμμισε πως οι εκροές άμεσων επενδύσεων από τη Γερμανία εκτοξεύθηκαν σε πρωτοφανή ύψη το περασμένο έτος. Σε ό,τι αφορά τις νέες επενδύσεις στη Γερμανία, τον Μάιο η συμβουλευτική ΕΥ δημοσίευσε μελέτη της σύμφωνα με την οποία τα νέα πράσινα σχέδια στη χώρα πέρυσι ήταν 832, και πάλι μειωμένα σε σύγκριση με τα 841 του αμέσως προηγούμενου έτους και τα 930 του 2020.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT