Τα επιτόκια ανεβαίνουν, αλλά ο πληθωρισμός επιμένει

Τα επιτόκια ανεβαίνουν, αλλά ο πληθωρισμός επιμένει

Γιατί οι κεντρικές τράπεζες εκτιμούν ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται

3' 39" χρόνος ανάγνωσης

Παρότι οι κεντρικές τράπεζες αυξάνουν τα επιτόκια δανεισμού με τον ταχύτερο ρυθμό από τη δεκαετία του 1990, οι πληθωριστικές πιέσεις –οι εντονότερες που έχουν καταγραφεί εδώ και μια γενιά– δεν έχουν υποχωρήσει αρκετά.

Ναι μεν ορισμένοι αξιωματούχοι άργησαν να αντιληφθούν το μέγεθος του προβλήματος, αλλά πλέον οι κεντρικές τράπεζες των 20 μεγαλύτερων οικονομιών διεθνώς έχουν αυξήσει κατά μέσον όρο τα επιτόκια κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες βάσης από την αρχή του κύκλου σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής.

Ωστόσο, η Fed και η ΕΚΤ αναμένουν επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο του 2% μετά το 2025. Ο βασικός δείκτης πληθωρισμού έχει αποκλιμακωθεί, αλλά οι κεντρικές τράπεζες εστιάζουν την προσοχή τους στον δομικό πληθωρισμό (που εξαιρεί το κόστος τροφίμων και ενέργειας), στις «σφιχτές» αγορές εργασίας και στις πιέσεις στον τομέα των υπηρεσιών, που αποτελούν ενδείξεις ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να αυξάνονται για αρκετό καιρό ακόμη.

Συνεπώς, πώς εξηγείται ο επίμονα υψηλός πληθωρισμός παρά τις μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων;

Οπως εξηγούν οι Financial Times, τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής καθυστερούν να φανούν, καθώς εκτιμάται πως απαιτούνται περίπου 18 μήνες για να φανεί ο αντίκτυπος μιας αύξησης επιτοκίων στα αγοραστικά μοτίβα και τις τιμές.

Υπενθυμίζεται ότι η Fed και η Τράπεζα της Αγγλίας ξεκίνησαν να αυξάνουν τα επιτόκια πριν από ενάμιση χρόνο, ενώ η ΕΚΤ λίγο αργότερα. Ωστόσο, μόλις πριν από μερικούς μήνες τα ανέβασαν πάνω από το 0%, βάζοντας ενεργά περιορισμούς στην οικονομία.

Βέβαια, ορισμένοι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι αυτή τη φορά η καθυστέρηση ενδέχεται να είναι ακόμη μεγαλύτερη και ο αντίκτυπος της σύσφιγξης ηπιότερος. Υποστηρίζουν ότι η οικονομική ανάπτυξη είναι εντυπωσιακά ανθεκτική, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, ο οποίος στηρίζει μεγάλο μέρος του ΑΕΠ στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες.

Παράλληλα, η μακροπρόθεσμη μετάβαση από τη μεταποίηση προς τις υπηρεσίες, που απαιτούν λιγότερα κεφάλαια, μπορεί να συμβάλει στον ηπιότερο αντίκτυπο της σύσφιγξης στην οικονομία. Τέλος, οι διαρθρωτικές αλλαγές σε σημαντικούς τομείς, όπως οι αγορές κατοικίας και εργασίας, που έχουν σημειωθεί από τη δεκαετία του 1990, μπορεί να ευθύνονται για τα ηπιότερα αποτελέσματα.

Τα στεγαστικά

Fed και ΕΚΤ αναμένουν επαναφορά του πληθωρισμού στον στόχο του 2% μετά το 2025.

Σύμφωνα με τους Financial Times, οι αλλαγές στην αγορά κατοικίας παίζουν σημαντικό ρόλο στην καθυστέρηση αυτή. Ειδικότερα, το ποσοστό των νοικοκυριών που ήδη έχουν ή ενοικιάζουν σπίτι έχει αυξηθεί σε πολλές χώρες. Από την άλλη πλευρά, όσοι αποπληρώνουν στεγαστικό είναι πλέον συνηθέστερο να έχουν σταθερό επιτόκιο απ’ ό,τι κυμαινόμενο, όπου οι αυξήσεις θα είχαν άμεση επίδραση στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών.

Για παράδειγμα, στην Ελλάδα, το 2010 το 13,98% είχε στεγαστικό δάνειο, ενώ σήμερα το ποσοστό αυτό έχει μειωθεί στο 9,19%. Τρανταχτό παράδειγμα είναι η Βρετανία, όπου τη δεκαετία του 1990 το 40% των νοικοκυριών είχε στεγαστικό δάνειο, ενώ πλέον έχει λιγότερο από το 30%. Επίσης, το 70% είχε κυμαινόμενο επιτόκιο το 2011, ενώ πλέον έχει λιγότερο από το 10%.

Η αγορά εργασίας

Η πανδημία εξακολουθεί να καθορίζει τις τάσεις που επικρατούν στην αγορά εργασίας, σύμφωνα με τους Financial Times. Μεταξύ άλλων, οι ελλείψεις συνεχίζονται, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών, δίνοντας ώθηση στην αύξηση των μισθών και του πληθωρισμού.

Την περασμένη εβδομάδα η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, δήλωσε ότι οι επιχειρήσεις στον τομέα των υπηρεσιών ενδέχεται να προσλαμβάνουν περισσότερο κόσμο απ’ ό,τι χρειάζονται, φοβούμενες ότι θα αδυνατούν να βρουν κόσμο όταν υπάρξει μεγαλύτερη ανάπτυξη. Ο κλάδος αυτός μπορεί να είναι «περισσότερο θωρακισμένος από τα αποτελέσματα της σύσφιγξης σε σχέση με το παρελθόν».

Ο κίνδυνος

Η αρχική εκτίμηση των αξιωματούχων ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει άμεσα καθυστέρησε τη λήψη αποφάσεων, καθιστώντας δυσκολότερη τη «μάχη» εναντίον των τιμών, οι οποίες στο μεταξύ επηρέασαν σχεδόν κάθε προϊόν και υπηρεσία.

Η τράπεζα διεθνών διακανονισμών προειδοποίησε πέρυσι ότι εάν τα επιτόκια αυξηθούν λιγότερο απ’ όσο πρέπει ή εάν τα αποτελέσματα καθυστερήσουν πολύ, τότε ο υψηλός πληθωρισμός ενδέχεται να γίνει η νέα «κανονικότητα» για πολλές χώρες.

Ο κίνδυνος είναι ότι η επαναφορά στον στόχο του 2% ίσως απαιτεί την αύξηση του κόστους δανεισμού σε τόσο υψηλό σημείο, ώστε τελικά να διακυβεύεται η υγεία ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ενδεικτικά, η κατάρρευση μιας σειράς αμερικανικών τραπεζών μεσαίου μεγέθους και τα ξαφνικά προβλήματα της Credit Suisse πριν από μερικούς μήνες αποδίδονται εν μέρει στα υψηλότερα κόστη δανεισμού.

Εάν η ανάπτυξη επιβραδυνθεί, τότε οι οικονομολόγοι αναμένουν ότι θα ασκηθεί ακόμη περισσότερη πίεση στις κεντρικές τράπεζες, οι οποίες ήδη «παλεύουν» με τον πληθωρισμό. Σύμφωνα με την Τζένιφερ ΜακΚίον, επικεφαλής οικονομολόγο της Capital Economics, τα υψηλά επιτόκια αναμένεται να σπρώξουν τις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες σε ύφεση τους επόμενους μήνες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT