Το τελευταίο… μίλι για την επενδυτική βαθμίδα

Το τελευταίο… μίλι για την επενδυτική βαθμίδα

Συγκρατημένα αισιόδοξοι οι οίκοι μετά τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, αλλά η αναβάθμιση δεν είναι δεδομένη

8' 6" χρόνος ανάγνωσης

Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης κινήθηκαν σύμφωνα με τις προσδοκίες των οίκων αξιολόγησης και δεν θεωρείται ότι θέτουν σε κίνδυνο τη δημοσιονομική πορεία της χώρας και τη συνετή δημοσιονομική πολιτική –με εστίαση στην ανάπτυξη, στις επενδύσεις και στη μείωση του χρέους– που αποτελεί και το μεγάλο «εισιτήριο» για την επενδυτική βαθμίδα, όπως σχολιάζουν στην «Κ» οι αναλυτές των Fitch, Moody’s, S&P και DBRS.

Το βέβαιο είναι πως το επόμενο διάστημα οι οίκοι θα εξετάσουν και θα αναλύσουν λεπτομερώς τα νέα μέτρα και τις προτεραιότητες που θέτει η κυβέρνηση για την επόμενη τετραετία, ώστε να καταλήξουν στις εκτιμήσεις τους για τις βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες προοπτικές της οικονομίας και των δημοσιονομικών.

Συνεπώς, χρειάζονται κάποιο χρόνο για να καταλήξουν στην «ετυμηγορία» τους, κάτι που άλλωστε τους δίνεται, καθώς οι προγραμματισμένες αξιολογήσεις τους αναμένονται από το φθινόπωρο και μετά. Πρέπει άλλωστε να είναι βέβαιοι ότι έχουν λάβει τη σωστή απόφαση. Μπορεί να ήταν σχετικά γρήγοροι με τις αναβαθμίσεις της Ελλάδας τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, όπως έχουμε επισημάνει και στο παρελθόν, το τελευταίο… μίλι δεν θα ήταν εύκολο.

Στο συνέδριο Fin Forum που διοργανώθηκε την περασμένη εβδομάδα στην Αθήνα, τα στελέχη των S&P και Fitch έστειλαν ένα αρκετά προσεκτικό μήνυμα σε ό,τι αφορά τις προοπτικές αναβάθμισης της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα σύντομα, προκαλώντας κάποιους προβληματισμούς. Ειδικά τη στιγμή που η κυβέρνηση αισιοδοξεί ότι θα ανακτηθεί σύντομα και κάνει σημαντικές κινήσεις που ενισχύουν αυτή την προοπτική, όπως η ανακοίνωση για πρόωρη αποπληρωμή δύο δόσεων των διμερών δανείων και η ανταλλαγή ομολόγων που έληγαν το 2024 και 2025.

Οι αξιολογήσεις αναμένονται από το φθινόπωρο. Εως τότε οι οίκοι θα έχουν σταθερά στο ραντάρ τους την ελληνική οικονομία.

Ο επικεφαλής της S&P για την Ελλάδα, Σάμιουελ Τίλερεϊ, διεμήνυσε στο συνέδριο ότι ο οίκος δεν βιάζεται σε ό,τι αφορά την αλλαγή της βαθμολογίας της Ελλάδας. Οπως εξήγησε, σίγουρα οι πιθανότητες για αναβάθμιση έχουν ενισχυθεί μετά το αποτέλεσμα των εκλογών, ενώ ήδη ο οίκος δίνει θετικές προοπτικές στην Ελλάδα από τον περασμένο Απρίλιο (που σημαίνει πιθανότητα αναβάθμισης εντός 12μήνου). Ωστόσο «δεν έχουμε ακόμα φτάσει εκεί», όπως τόνισε χαρακτηριστικά.

Ο κ. Τίλερεϊ μιλώντας στην «Κ» επισημαίνει πως σίγουρα το μήνυμα που έδωσε είναι επιφυλακτικό, αλλά πάντως δεν οφείλεται στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. «Δεν έχουμε δει τίποτα μέχρι στιγμής που θα μπορούσε προφανώς να διαταράξει την ικανότητα της κυβέρνησης να επιτύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους (που με αυτόν τον τρόπο θα βελτιώσει σταθερά τα πρωτογενή δημοσιονομικά πλεονάσματα για τα επόμενα χρόνια) και οι μέχρι στιγμής ανακοινώσεις γύρω από τις μεταρρυθμίσεις φαίνονται συνεπείς με τις προσδοκίες μας», όπως τονίζει. Αντίθετα, «το μήνυμά μας έχει απλώς να κάνει με το ότι δεν έχουμε λάβει ακόμη την απόφαση για το αν θα αναβαθμίσουμε ή όχι την Ελλάδα στην επόμενη αξιολόγησή μας και θα συνεχίσουμε να εξετάζουμε τα δεδομένα και την πρόοδο τους επόμενους μήνες, προκειμένου να διασφαλίσουμε ότι θα λάβουμε τη σωστή απόφαση», εξηγεί στην «Κ» κ. ο Τίλερεϊ.

Από την πλευρά του, ο επικεφαλής αναλυτής της Fitch για την Ελλάδα, Φεντερίκο Μπαρίγκα, τόνισε στο συνέδριο ότι η υπεραπόδοση της ελληνικής οικονομίας τα δύο τελευταία χρόνια, η πολύ καλή δημοσιονομική πορεία και οι βελτιωμένες προοπτικές των ελληνικών τραπεζών αποτελούν παράγοντες που στηρίζουν την αναβάθμιση. Ωστόσο, όπως πρόσθεσε, συνεχίζουν να υπάρχουν ανησυχίες, κυρίως σε δύο μέτωπα: στον εξωτερικό τομέα, και στο ακόμα χαμηλό επίπεδο των επενδύσεων.

Ο κ. Μπαρίγκα εξηγεί στην «Κ» πως ακόμη είναι πολύ νωρίς για οποιαδήποτε απόφαση, και αυτό φυσικά οφείλεται στο ότι η χώρα πήγε σε εκλογές πριν από μερικές εβδομάδες. «Οι προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης αποτελούν μέρος αυτού που πρέπει να εξετάσουμε στην επόμενη αξιολόγηση. Ηταν αναμενόμενο ότι η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε να έρθει με κάποια νέα μέτρα και προτεραιότητες, και η εκτίμησή μας θα εξαρτηθεί τόσο από τα αποτελέσματα που θα έχουν φανεί έως τη στιγμή της προγραμματισμένης μας αξιολόγησης (1 Δεκεμβρίου) όσο και από τις προσδοκίες μας για τη βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική και αναπτυξιακή τροχιά της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων φυσικά των κινδύνων γύρω από αποφάσεις πολιτικής», τονίζει ο αναλυτής της Fitch. «Προς το παρόν είναι πολύ νωρίς για να πούμε ότι οι προγραμματικές δηλώσεις μετατοπίζουν τις κύριες προσδοκίες μας για τις πιστωτικές εξελίξεις», προσθέτει ο κ. Μπαρίγκα.

Τα μέτρα δεν αλλάζουν τους δημοσιονομικούς στόχους

Πριν από τις προγραμματισμένες αξιολογήσεις των S&P και Fitch θα έχουμε τις ετυμηγορίες των DBRS και Moody’s τον Σεπτέμβριο. Η DBRS βαθμολογεί και αυτή την Ελλάδα μία βαθμίδα κάτω από την επενδυτική, ενώ η Moody’s είναι πιο μακριά – τρεις βαθμίδες χαμηλότερα. Και οι δύο οίκοι πάντως εμφανίζονται ικανοποιημένοι από τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης.

«Εάν τα σχέδια εκσυγχρονισμού της Δικαιοσύνης και ψηφιοποίησης του συστήματος δημόσιας Υγείας, μαζί με βελτιώσεις στην εκπαίδευση, ακολουθηθούν και είναι επιτυχημένα, αυτές οι αλλαγές θα στηρίξουν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας και στο πιο μακροπρόθεσμο διάστημα. Μας καθησυχάζει η συνεχής δέσμευση για μια προορατική στρατηγική για το χρέος και για την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος μεσοπρόθεσμα. Ο ευεργετικός δημοσιονομικός και οικονομικός αντίκτυπος της αυξημένης εμπιστοσύνης των επενδυτών, μαζί με τα κεφάλαια της Ε.Ε. αναμένεται να δημιουργήσουν χώρο για μικρό πρωτογενές πλεόνασμα φέτος», επισημαίνει στην «Κ» η Νίκολα Τζέιμς, συνεπικεφαλής κρατικών αξιολογήσεων της DBRS.

Θετική παραμένει η άποψη της Moody’s για την Ελλάδα μετά τις προγραμματικές, καθώς εκτιμά πως δεν τίθενται σε κίνδυνο οι δημοσιονομικοί στόχοι.

«Τα ανακοινωθέντα μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της πρόωρης αποπληρωμής των δανείων GLF, δεν αλλάζουν την άποψή μας μετά τις πρόσφατες εκλογές, δηλαδή ότι η ελληνική κυβέρνηση θα παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική εξυγίανση και την αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων, τα οποία μαζί με την ισχυρή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ θα υποστηρίξουν σημαντική μείωση του δείκτη χρέους», επισημαίνει στην «Κ» ο Στέφεν Ντουκ, επικεφαλής αναλυτής της Moody’s.

Αναλύοντας τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης ο αναλυτής επισημαίνει πως το μεγαλύτερο μέρος του κόστους το 2023 προέρχεται από την παράταση του market pass (251 εκατ. ευρώ) έως τον Οκτώβριο συν την αναδρομική αναπροσαρμογή των αποδοχών για το πανεπιστημιακό προσωπικό. Από το 2024, το κύριο στοιχείο είναι η αύξηση στους μισθούς και στα επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων (περίπου 835 εκατ. ευρώ ετησίως) και οι εκπτώσεις φόρου, που η κυβέρνηση υπολογίζει σε 135 εκατ. ευρώ ετησίως.

«Στις τρέχουσες προβλέψεις μας, είχαμε συνυπολογίσει ελαφρώς χαμηλότερες αυξήσεις στις αποδοχές των εργαζομένων στον δημόσιο τομέα για το 2024 στο σκέλος των κρατικών δαπανών, αλλά η καθαρή επίδραση στο δημοσιονομικό και πρωτογενές ισοζύγιο θα εξαρτηθεί και από την εξέλιξη των εσόδων», σημειώνει ο Ντουκ. Μαζί με την επίδραση της αύξησης της έκπτωσης φόρου για τους φορολογούμενους με παιδιά και την ανακοινωθείσα αύξηση του κατώτατου μισθού, αυτό θα ενισχύσει δυνητικά τα έσοδα της ιδιωτικής κατανάλωσης και των έμμεσων φόρων, όπως ο ΦΠΑ, εξηγεί ο αναλυτής.

«Γενικά, ο εκτιμώμενος ετήσιος δημοσιονομικός αντίκτυπος από το 2024 (1,1 δισ. ευρώ) ισούται με λιγότερο από 1% των ετήσιων εσόδων και δεν θα έθετε σε κίνδυνο τον στόχο της κυβέρνησης να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα περίπου 2% του ΑΕΠ», καταλήγει.

Η απόφαση της ΕΚΤ που μπορεί να ανοίξει σύντομα τον χορό των αναβαθμίσεων

Μέσα στο καλοκαίρι δεν μπορεί να αποκλειστεί και μία πολύ σημαντική θετική έκπληξη για την Ελλάδα. Αυτή έχει να κάνει με μια καθοριστική απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αφορά την ένταξη του οίκου Scope Ratings στο γκρουπ των οίκων που λαμβάνει υπ’ όψιν στις αποφάσεις της.

Η Scope τα τελευταία τρία χρόνια έχει ξεκινήσει τις διαδικασίες για να αποκτήσει το καθεστώς «ECAF» από την ΕΚΤ (Eurosystem Credit Assessment Framework – πλαίσιο αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας του Ευρωσυστήματος) το οποίο ήδη κατέχουν φυσικά οι Fitch, DBRS, Moody’s και S&P.

Οι διαδικασίες από την πλευρά του οίκου έχουν ολοκληρωθεί και μένει το «πράσινο φως» από την ΕΚΤ. Αυτό δεν αποκλείεται να δοθεί πολύ σύντομα, ίσως και τις επόμενες εβδομάδες, γεγονός που κάνει την προγραμματισμένη αξιολόγηση της Scope για την Ελλάδα στις 4 Αυγούστου ιδιαίτερα σημαντική, καθώς βαθμολογεί τη χώρα ένα βήμα πριν από την επενδυτική βαθμίδα, με θετικές προοπτικές. Σε περίπτωση που η Scope γίνει μέλος του γκρουπ των «μεγάλων», των Big 5 πλέον, είναι μια εξέλιξη που δεν «μετράει» σε ό,τι αφορά τις προοπτικές ένταξης της Ελλάδας στους διεθνείς δείκτες ομολόγων, καθώς αυτοί απαιτούν αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας από δύο οίκους τουλάχιστον μεταξύ των S&P, Fitch και Moody’s.

«Μετράει» όμως στα προγράμματα του Ευρωσυστήματος και στις συμβατικές και μη συμβατικές νομισματικές πολιτικές της ΕΚΤ, καθώς τα ελληνικά περιουσιακά στοιχεία θα είναι αυτομάτως επιλέξιμα για όποιο πρόγραμμα τρέχει ή θα τρέξει στο μέλλον (η εξαίρεση που έχει σήμερα η Ελλάδα –waiver– λήγει το 2024). Και αυτό γιατί για την ΕΚΤ αρκεί να υπάρχει μία βαθμολογία επενδυτικής βαθμίδας. Φυσικά, το μεγαλύτερο όφελος για την Ελλάδα θα είναι το σημαντικό «σήμα» που θα δοθεί στις αγορές.

Ολα τα παραπάνω κάνουν την ετυμηγορία της Scope σε τρεις περίπου εβδομάδες εξαιρετικά σημαντική για τη χώρα. Πολύ πρόσφατα ο οίκος είχε δώσει και ένα πολύ σημαντικό «σήμα» για αναβάθμιση της Ελλάδας. «Το αποτέλεσμα των εκλογών είναι πιστωτικά θετικό και στηρίζει την εξέταση της ένταξης της Ελλάδας στην επενδυτική βαθμίδα», όπως είχε επισημαίνει ο Ντένις Σεν, επικεφαλής αναλυτής του οίκου. Εάν η Scope αναβαθμίσει την Ελλάδα, θα ξεκινήσει ουσιαστικά τον «χορό» και για τους υπόλοιπους οίκους. Αλλωστε, έχει παρατηρηθεί πως πολύ συχνά οι μεγάλοι οίκοι ακολουθούν την κίνησή της. Για παράδειγμα, η Scope ήταν ο πρώτος οίκος που «ανέβασε» την Ελλάδα στο ΒΒ+ (τον Νοέμβριο του 2021) και ήταν επίσης ο πρώτος που έδωσε θετικές προοπτικές (τον Δεκέμβριο του 2022), με την S&P να ακολουθεί τα βήματά της.

S&P Οι μέχρι στιγμής ανακοινώσεις της κυβέρνησης γύρω από τις μεταρρυθμίσεις φαίνονται συνεπείς με τις προσδοκίες μας.

Fitch Συνεχίζουν να υπάρχουν ανησυχίες, κυρίως σε δύο μέτωπα: στον εξωτερικό τομέα, δηλαδή στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, και στο ακόμα χαμηλό επίπεδο των επενδύσεων.

DBRS Τα σχέδια εκσυγχρονισμού της Δικαιοσύνης και ψηφιοποίησης του συστήματος δημόσιας Υγείας, μαζί με βελτιώσεις στην εκπαίδευση, θα στηρίξουν την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας.

Moody’s Τα πρόσφατα μέτρα δεν αλλάζουν την άποψή μας ότι η κυβέρνηση θα παραμείνει προσηλωμένη στη δημοσιονομική εξυγίανση και στην αύξηση των πρωτογενών πλεονασμάτων.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT