Το οικονομικό επιτελείο σχεδιάζει να επιβάλει ελάχιστο ύψος ασφαλίστρου προκειμένου να αποτραπούν εικονικά συμβόλαια για πολυτελείς κατοικίες που θέλουν να κερδίσουν την έκπτωση 10% του ΕΝΦΙΑ. Σε κάθε περίπτωση, υπάρχουν πολλά ακίνητα τα οποία οι ασφαλιστικές δεν ασφαλίζουν. Μεταξύ αυτών τα ανεγερθέντα πριν από το 1960, αλλά και όσα κατασκευάστηκαν αυθαίρετα χωρίς οικοδομική άδεια.
Ελάχιστο όριο στα ασφάλιστρα για μείωση κατά 10% του ΕΝΦΙΑ
Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Ελάχιστο ύψος ασφαλίστρου προκειμένου να αποτραπούν εικονικά συμβόλαια για πολυτελείς κατοικίες που θέλουν να κερδίσουν την έκπτωση 10% του ΕΝΦΙΑ σχεδιάζει το οικονομικό επιτελείο. Συγκεκριμένα, εξετάζεται να λαμβάνεται υπόψη για την ασφάλιση της κατοικίας το κόστος ανακατασκευής, το οποίο κυμαίνεται από 1.200-1.800 ευρώ το τετραγωνικό μέτρο για μια μέση κατοικία.
Σήμερα το μέσο κόστος για την ασφάλιση κατοικίας στη χώρα μας, και το ύψος των απαλλαγών που μπορεί να περιέχει κάποιο συμβόλαιο, διαμορφώνεται μεταξύ 1,4-1,80 τοις χιλίοις για κατασκευές μετά το 2000 και αυξάνεται έως 1,65-2,1 τοις χιλίοις για παλαιότερες κατασκευές από το 1970 και μετά. Η τιμή αυτή είναι το ασφάλιστρο που πληρώνει κάποιος για να αγοράσει 1.000 ευρώ ασφαλισμένο κεφάλαιο. Το τελικό κόστος υπολογίζεται με βάση την αξία ανακατασκευής για κάθε 1.000 ευρώ ασφαλισμένης αξίας, που με βάση τις τιμές που διαμορφώνονται στην αγορά κυμαίνεται από 1.100 ευρώ και μπορεί να φτάσει έως και 1.400 ευρώ, ανάλογα με την ποιότητα κατασκευής.
Με βάση τα ανωτέρω, το κόστος για την ασφάλιση ενός ακινήτου επιφανείας π.χ. 80 τ.μ., αν πρόκειται για κατασκευή του 2000, διαμορφώνεται κοντά στα 145 ευρώ τον χρόνο (υπολογισμένο με κόστος ανακατασκευής 1.300 ευρώ το τ.μ.) και στην περίπτωση που επιβαρύνεται με ΕΝΦΙΑ 300 ευρώ τον χρόνο, η έκπτωση του 10% από τον ΕΝΦΙΑ σημαίνει όφελος 30 ευρώ.
Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου που κατατίθεται σήμερα στη Βουλή, ο ΕΝΦΙΑ μειώνεται κατά 10% για κατοικίες φυσικών προσώπων που ασφαλίζονται σε ασφαλιστική επιχείρηση εγγεγραμμένη στο Μητρώο Ασφαλιστικών Επιχειρήσεων, για σεισμό, πυρκαγιά, πλημμύρα και στοιχεία της φύσης, εφόσον η ασφάλιση καλύπτει το 100% της αξίας του ακινήτου.
Θα λαμβάνεται υπόψη το κόστος ανακατασκευής, το οποίο κυμαίνεται από 1.200-1.800 ευρώ το τ.μ. για μια μέση κατοικία.
Ως αξία του ακινήτου λαμβάνεται η αξία του κτίσματος ή των κτισμάτων, μη υπολογιζόμενης της αξίας του οικοπέδου, ενώ προϋπόθεση για τη μείωση του ΕΝΦΙΑ είναι η ασφάλιση να αφορά το προηγούμενο έτος με διάρκεια τουλάχιστον 3 μηνών. Στην περίπτωση που η διάρκεια της ασφάλισης είναι μικρότερη του 1 έτους, η μείωση του ΕΝΦΙΑ προσαρμόζεται αναλογικά. Για παράδειγμα 10% έκπτωση όταν η ασφάλιση είναι για 12 μήνες, 7,5% για ασφάλιση 9 μηνών και 5% για ασφάλιση 6 μηνών.
Σημειώνεται ότι η μείωση 10% του ΕΝΦΙΑ αφορά μόνο το ασφαλισμένο κτίσμα και όχι το σύνολο της ακίνητης περιουσίας. Η έκπτωση αφορά το σύνολο του λογαριασμού του ΕΝΦΙΑ δηλαδή τόσο τον κύριο φόρο όσο και τον προσαυξημένο για ακριβές κατοικίες. Οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να γνωρίζουν ότι για να γίνει αποδεκτό το συμβόλαιο θα πρέπει να αφορά την κάλυψη 100% της αξίας της κατοικίας. Θα λαμβάνονται υπόψη οι φορολογήσιμες επιφάνειες της κατοικίας όπως προσδιορίζονται στο περιουσιολόγιο και στο έντυπο Ε9. Θα χρησιμοποιηθεί δηλαδή ο Αριθμός Ταυτότητας Ακινήτου (ΑΤΑΚ) που θα πρέπει να εναρμονιστεί και με τη δήλωση του Ε9 εάν έχουν γίνει μεταβολές.
Εφόσον κάποιος έχει, για παράδειγμα, τρεις κατοικίες για τις οποίες πληρώνει ΕΝΦΙΑ, για το πρώτο ακίνητο 300 ευρώ, το δεύτερο ακίνητο 200 ευρώ και το τρίτο 150 ευρώ και τα ασφαλίζει και τα τρία θα έχει έκπτωση 65 ευρώ στον τελικό λογαριασμό του. Εφόσον ασφαλίσει για παράδειγμα μόνο τα δύο πρώτα η έκπτωση θα είναι της τάξης των 50 ευρώ.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ότι η μείωση του ΕΝΦΙΑ αφορά 1.074.053 κατοικίες που είναι ασφαλισμένες έναντι φυσικών καταστροφών σε σύνολο 6.371.901 κατοικιών και το δημοσιονομικό κόστος του μέτρου με τα σημερινά δεδομένα εκτιμάται σε 30 εκατ. ευρώ.
Αυθαίρετα και όσα χτίστηκαν πριν από το 1960 δεν μπορούν να ασφαλιστούν
Της Ευγενίας Τζώρτζη
Τα σπίτια που έχουν χτιστεί πριν από το 1960 αλλά και όσα κατασκευάστηκαν αυθαίρετα χωρίς οικοδομική άδεια, ακόμα και αν στη συνέχεια νομιμοποιήθηκαν, είναι οι δύο βασικές εξαιρέσεις που ισχύουν στην ασφαλιστική αγορά και οδηγούν σε άρνηση ασφάλισής τους από τις εταιρείες. Οι περιπτώσεις αυτές δεν είναι η πλειοψηφία, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς αντιπροσωπεύουν το 15% με 20% των κατοικιών της χώρας.
Στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή των κατοικιών προ του 1960, η άρνηση της ασφάλισης έχει να κάνει με το γεγονός ότι τότε δεν υπήρχε αντισεισμικός κανονισμός και άρα δεν πληρούν τις αντισεισμικές προδιαγραφές για να ασφαλιστεί το ακίνητο από σεισμό. Ετσι, ακόμη και εάν το ακίνητο αυτό μπορεί να ασφαλιστεί για φωτιά που αποτελεί τη βάση της ασφαλιστικής κάλυψης, οι ιδιοκτήτες τους δεν μπορούν να πάρουν την έκπτωση του 10% από τον ΕΝΦΙΑ. Αυτό γιατί η διάταξη του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας προβλέπει ρητά ότι η έκπτωση χορηγείται για κατοικίες φυσικών προσώπων που είναι ασφαλισμένες για φωτιά, φυσικά φαινόμενα ή σεισμό.
Η δεύτερη κατηγορία, αυτή των αυθαιρέτων, αγγίζει ένα σημαντικό αριθμό κυρίως εξοχικών κατοικιών που χτίστηκαν στο παρελθόν χωρίς οικοδομική άδεια και άρα τα ακίνητα αυτά επίσης δεν διαθέτουν στατικές μελέτες και δεν ασφαλίζονται για σεισμό.
Η μετέπειτα νομιμοποίησή τους μέσω της ένταξής τους σε έναν από τους δεκάδες νόμους που ψήφισαν όλες οι κυβερνήσεις, δεν μεταβάλλει την εικόνα, αφού η νομιμοποίηση συνιστά μια διοικητική πράξη και δεν προσθέτει κάτι στην κατασκευαστική πιστοποίηση του ακινήτου. Εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση όπου η νομιμοποίηση ή το αίτημα για ασφάλιση συνοδεύεται με στατική μελέτη μηχανικού που να βεβαιώνει ότι «ο φέρων οργανισμός τηρεί τις αντισεισμικές προδιαγραφές», προϋπόθεση που ανοίγει και τον δρόμο για την ασφαλιστική κάλυψη του ακινήτου.
Στην ασφαλιστική πρακτική η ασφάλιση έναντι του σεισμού είναι κάλυψη που δεν πωλείται μόνη της. Ο σεισμός είναι προαιρετική συμπληρωματική κάλυψη την οποία κάποιος αγοράζει αφού έχει πρώτα πάρει την ασφάλιση έναντι της φωτιάς, αλλά δεν είναι προαιρετική για να πάρει την έκπτωση του 10% από τον ΕΝΦΙΑ. Η βάση της ασφάλισης είναι η φωτιά και πάνω σε αυτή χτίζονται όλες οι πρόσθετες καλύψεις, όπως η ασφάλιση έναντι φυσικών καταστροφών και ο σεισμός που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους κινδύνους για τη χώρα μας. Η φωτιά ως βασική κάλυψη μπορεί να έχει προκληθεί και άρα να αποζημιωθεί από οποιαδήποτε αιτία, είτε δηλαδή από εξωτερική, όπως η φωτιά σε δάσος, είτε από άλλη αιτία που έχει να κάνει με την ανθρώπινη δραστηριότητα εντός του σπιτιού, όπως η χρήση του τζακιού. Στις πρόσθετες καλύψεις των φυσικών καταστροφών περιλαμβάνονται ζημιές από πλημμύρα, καταιγίδα, θεομηνία, ανεμοστρόβιλο κ.ά., οι περισσότερες από τις οποίες περιλαμβάνονται στα πλήρη πακέτα που προσφέρουν οι ασφαλιστικές εταιρείες, παρέχοντας συνολική κάλυψη για τους σημαντικότερους κινδύνους.
Οι περιπτώσεις αυτές αντιπροσωπεύουν το 15% με 20% των κατοικιών της χώρας.
Ενα βασικό στοιχείο που πρέπει κάποιος να προσέξει στο ασφαλιστήριο συμβόλαιό του είναι οι απαλλαγές, δηλαδή το όριο της ζημιάς πάνω από το οποίο παρεμβαίνει η ασφαλιστική εταιρεία για να αποζημιώσει. Με βάση τον κανόνα, όσο μεγαλύτερες απαλλαγές προβλέπει το συμβόλαιο τόσο φθηνότερο είναι το ασφάλιστρο, αλλά η πρακτική της αγοράς είναι οι απαλλαγές να είναι μικρές της τάξης των 300-500 ευρώ. Εξαίρεση αποτελεί ο σεισμός που προβλέπει 2% απαλλαγή με ελάχιστο τα 700-1.000 ευρώ, ανάλογα με την εταιρεία.
Το περιεχόμενο
Ενα σωστό ασφαλιστικό πακέτο περιλαμβάνει και την ασφάλιση του περιεχομένου της κατοικίας, δηλαδή όσα βρίσκονται εντός της κατοικίας, όπως τα έπιπλα, οι ηλεκτρικές συσκευές, ο ρουχισμός και πλήθος άλλων αντικειμένων είτε είναι μεγάλης αξίας είτε όχι. Η εμπειρία άλλωστε δείχνει ότι στις περισσότερες ζημιές όπου δεν έχουμε ολική καταστροφή του κτιρίου, οι ζημιές στην οικοσυσκευή είναι περισσότερες από αυτές στο ακίνητο. Οπως στη φωτιά που δεν θα πλήξει μόνο το κτίριο, αλλά και το εσωτερικό του, έτσι και στην πλημμύρα οι ζημιές που μπορεί να προκληθούν στα έπιπλα μπορεί να οδηγούν σε υψηλότερο κόστος αντικατάστασης και για αυτό οι ειδικοί της ασφάλισης προτείνουν ένα πλήρες πακέτο καλύψεων.
Οπως και στην περίπτωση ασφάλισης της κατοικίας, όπου ο ασφαλισμένος πρέπει να δηλώσει την πραγματική αξία του σπιτιού με τις ακριβείς προδιαγραφές του έτσι και στην ασφάλιση της οικοσυσκευής πρέπει να δηλώσει την αντιπροσωπευτική αξία της. Η ασφαλιστική πρακτική αναγνωρίζει ένα ελάχιστο όριο για την ασφάλιση των αντικειμένων στο εσωτερικό ενός ακινήτου που είναι συνήθως τα 300-400 ευρώ το τ.μ. Ετσι, π.χ., σε ένα σπίτι 80 τ.μ. θεωρείται εύλογο ότι η αξία των επίπλων και των υπόλοιπων αντικειμένων είναι 32.000 ευρώ, αλλά αυτό είναι το όριο.
Στην περίπτωση που κάποιος διαθέτει ακριβά έπιπλα, περισσότερες ηλεκτρονικές συσκευές από ένα μέσο νοικοκυριό π.χ. πάνω από έναν ηλεκτρονικούς υπολογιστές, τηλεοράσεις ή ακόμη και ρουχισμό μεγάλης αξίας, το σωστό είναι να το δηλώσει με ακρίβεια για να αποζημιωθεί στη σωστή αξία αντικατάστασής τους, ενώ ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η ύπαρξη αντικειμένων εξαιρετικής αξίας, όπως τα κοσμήματα ή ένας πίνακας, περιπτώσεις που απαιτούν ειδική συνεννόηση με την εταιρεία.