Αρθρο των Α. Πετροπούλου και Β. Παππά στην«Κ»: Ανοδος των επιτοκίων, ανταγωνισμός και ο ρόλος των μικρότερων τραπεζών

Αρθρο των Α. Πετροπούλου και Β. Παππά στην«Κ»: Ανοδος των επιτοκίων, ανταγωνισμός και ο ρόλος των μικρότερων τραπεζών

Ενα από τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τον ελληνικό τραπεζικό τομέα είναι η έλλειψη ανταγωνισμού

4' 14" χρόνος ανάγνωσης

Ενα από τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τον ελληνικό τραπεζικό τομέα είναι η έλλειψη ανταγωνισμού. Το τραπεζικό περιβάλλον στην Ελλάδα λειτουργεί κάτω από μία συγκεντρωτική δομή. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, το 2022 το μερίδιο αγοράς των 5 μεγαλύτερων (με βάση το ενεργητικό τους) πιστωτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα ήταν 95,7%, που συνιστά το υψηλότερο ποσοστό ανάμεσα στα μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Το ίδιο ποσοστό για την Ιρλανδία είναι 65,6%, ενώ για την Πορτογαλία είναι 72,2%. Η συγκέντρωση των τραπεζικών λειτουργιών σε ένα μικρό αριθμό τραπεζών βοήθησε στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στα χρόνια της κρίσης, ωστόσο πλέον αποτελεί τροχοπέδη για την αναπτυσσόμενη ελληνική οικονομία. Η έλλειψη ανταγωνιστικής πίεσης έχει επιτρέψει στις τράπεζες να διατηρήσουν μια μεγαλύτερη διαφορά ανάμεσα στα επιτόκια που χρεώνουν τους δανειολήπτες και στα επιτόκια που πληρώνουν τους καταθέτες, βλέποντας έτσι την κερδοφορία τους να αυξάνεται. Ως αποτέλεσμα, οι πρώτοι αντιμετωπίζουν υψηλότερο κόστος δανεισμού, ενώ οι δεύτεροι λαμβάνουν χαμηλές αποδόσεις από τις αποταμιεύσεις τους. Υψηλότερο κόστος δανεισμού σημαίνει πως ο δανειολήπτης βλέπει το περιθώριο κέρδους του να μειώνεται. Τι κάνει για να το αντισταθμίσει; Αναλαμβάνει μεγαλύτερο ρίσκο με την προσδοκία υψηλότερων αποδόσεων. Ο κίνδυνος πτώχευσης και αποτυχίας αποπληρωμής αυξάνεται και μεταφέρεται στην τράπεζα με συνεπακόλουθο τη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων. Διαιωνίζονται έτσι παθογένειες του τραπεζικού συστήματος όπως χαμηλή αποδοτικότητα και υψηλά κόκκινα δάνεια.

Για να προωθηθεί ο ανταγωνισμός και να δοθεί φρέσκος αέρας στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, είναι σημαντικό να υποστηριχθεί η είσοδος νέων παικτών στην αγορά. Η ίδρυση μικρομεσαίων, περιφερειακών τραπεζών που λειτουργούν με βάση το μοντέλο της διαπροσωπικής τραπεζικής μπορεί να αποδειχθεί κρίσιμη για την αντιμετώπιση των υφιστάμενων προκλήσεων. Οι συνεταιριστικές τράπεζες αποτελούν ένα παράδειγμα του συγκεκριμένου τραπεζικού μοντέλου. Στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή λειτουργούν 6 περιφερειακές, συνεταιριστικές τράπεζες που διαχειρίζονται 1.624.836.000 ευρώ καταθέσεων και 1.245.808.000 ευρώ χορηγήσεων. Συνολικά στην Ευρώπη λειτουργούν 2.647 συνεταιριστικές τράπεζες με πάνω από 39.000 καταστήματα και 718.343 υπαλλήλους. Σε χώρες όπως η Φινλανδία και η Αυστρία διαχειρίζονται πάνω από το 30% των συνολικών καταθέσεων και δανείων του εθνικού τραπεζικού συστήματος.

Το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα των μικρομεσαίων τραπεζών προέρχεται από την πελατοκεντρική τους αντίληψη που στηρίζεται στην αμεσότητα των σχέσεών τους με τους πελάτες και την τοπική τους παρουσία. Οταν η τράπεζα δραστηριοποιείται σε μία σχετικά μικρή, περιφερειακή αγορά αποκτά καλύτερη γνώση της τοπικής κοινωνίας, των οικονομικών συνθηκών και αναγκών της. Οι τράπεζες παρέχουν δάνεια που απαιτούν προσωπικό χειρισμό, ατομική ανάλυση και συνεχή διαχείριση. Δημιουργείται έτσι γνωσιακό πλεονέκτημα έναντι των συστημικών ανταγωνιστών τους. Αυτό το γνωσιακό πλεονέκτημα είναι σημαντικό για την τράπεζα καθώς την καθιστά σε καλύτερη θέση να αξιολογήσει τους δανειολήπτες της, λαμβάνοντας υπ’ όψιν στοιχεία που δύσκολα μπορούν να ποσοτικοποιηθούν και να μπουν σε φόρμουλες, όπως η φήμη ή η επιχειρηματική ικανότητα του πελάτη της. Σε μια εποχή που οι μεγάλες τράπεζες μειώνουν τα υποκαταστήματά τους και τον αριθμό των υπαλλήλων, αυτές οι τράπεζες συνεχίζουν να δίνουν έμφαση στην εξυπηρέτηση από τον γκισέ και την προσωπική επαφή. Ενδεικτικά να αναφέρουμε πως τα υποκαταστήματα της Τράπεζας Πειραιώς μειώθηκαν από 622 το 2017 σε 389 το 2022, ενώ ο αριθμός εργαζομένων στην Εθνική Τράπεζα μειώθηκε από 9.770 το 2017 σε 6.706 το 2022. Πρόκειται για μείωση της τάξης του 37% και 31% αντίστοιχα σε διάρκεια πέντε ετών.

Οι τοπικές τράπεζες έρχονται να διορθώσουν ένα έλλειμμα στην τραπεζική εξυπηρέτηση της περιφέρειας και των επιχειρήσεών της. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις ανέκαθεν αποτελούσαν πυρήνα της ελληνικής οικονομίας και κινητήριο μοχλό ανάπτυξης. Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν το 99,9% του συνολικού αριθμού επιχειρήσεων και απασχολούν το 83% του εργατικού δυναμικού (ΕΥ 2022). Από το σύνολο των ενεργών ελληνικών επιχειρήσεων το 32% έχει μέχρι 4 εργαζομένους, ενώ το 59% έχει μόνο έναν εργαζόμενο (ΕΛΣΤΑΤ 2020). Η περιορισμένη πρόσβαση σε χρηματοδότηση είναι ένα από τα βασικότερα προβλήματα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων καθώς δεν διαθέτουν αναλυτικά και αξιόπιστα λογιστικά στοιχεία, ούτε σημαντικό ενεργητικό προς ενεχυρίαση, γεγονός που αφενός εμποδίζει την πρόσβασή τους σε χρηματοδότηση και αφετέρου ενισχύει το κόστος δανεισμού όταν αυτός είναι δυνατός. Επίσης, τα καταστήματα των συστημικών τραπεζών της περιφέρειας δεν έχουν πολλές φορές εγκριτικές αρμοδιότητες και απευθύνουν τα αιτήματα στα κεντρικά τους, με συνεπακόλουθο όχι μόνο την καθυστέρηση στην εξυπηρέτηση αλλά και τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων που δεν πληρούν τα τυπικά κριτήρια. Η ενδυνάμωση των μικρών περιφερειακών τραπεζών θα βοηθήσει την πρόσβαση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σε κεφάλαια, στην ενίσχυση της τοπικής οικονομίας και στην προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης.

Για να προωθηθεί ο ανταγωνισμός και να δοθεί φρέσκος αέρας στον ελληνικό τραπεζικό τομέα, είναι σημαντικό να υποστηριχθεί η είσοδος νέων παικτών στην αγορά.

Πώς μπορεί να ενισχυθεί ο τραπεζικός ανταγωνισμός;

Εφαρμογή ρυθμιστικών μεταρρυθμίσεων που προάγουν τον ανταγωνισμό και εξισορροπούν το πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των συστημικών και μη τραπεζών θα βοηθούσε στην περαιτέρω ανάπτυξη του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και κατ’ επέκταση της δυνατότητας χρηματοδότησης επιχειρήσεων και ιδιωτών. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τη μείωση των εμποδίων για την είσοδο νέων τραπεζών, την απλοποίηση των απαιτήσεων αδειοδότησης, τη βελτίωση των προτύπων διαφάνειας και την ελάφρυνση της νομοθεσίας για τις τράπεζες μη συστημικού χαρακτήρα.

Η δρ Αθηνά Πετροπούλου είναι Assistant Professor in Finance στο University of Sussex και ο δρ Βασίλειος Παππάς είναι Associate Professor in Finance στο University of Kent.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT