Σε πρώτο πλάνο οι δημοσιονομικές επιδόσεις

Σε πρώτο πλάνο οι δημοσιονομικές επιδόσεις

Βασικό κριτήριο για τους επενδυτές δεν είναι πλέον οι αξιολογήσεις των οίκων, αλλά οι οικονομικές προοπτικές των χωρών

4' 7" χρόνος ανάγνωσης

Η κρίση της COVID-19 και ο πόλεμος στην Ουκρανία έχουν αλλάξει την αντίληψη της αγοράς απέναντι στα κρατικά ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης.

Οι επενδυτές δεν έχουν ως βασικό κριτήριο τις αξιολογήσεις των μεγάλων οίκων, αλλά κοιτούν τις οικονομικές προοπτικές των χωρών και επιβραβεύουν τις ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις και τη δημοσιονομική σύνεση. Αυτό εξηγεί την εντυπωσιακή πορεία που καταγράφουν τα ελληνικά ομόλογα και την υπεραπόδοσή τους έναντι των ιταλικών, τα οποία πάντα είχαν και συνεχίζουν να έχουν την επενδυτική βαθμίδα, καθώς και τις ισχυρές επιδόσεις των πορτογαλικών ομολόγων έναντι των ισπανικών, έστω και αν η Πορτογαλία βαθμολογείται από τους οίκους με «ΒΒΒ+» σε μέσο όρο και στη μέση κατηγορία επενδυτικής βαθμίδας, έναντι του «Α-» που κατέχει η Ισπανία. Αυτό είναι το συμπέρασμα της ανάλυσης της DZ Bank στην αγορά ομολόγων της Ευρωζώνης, όπου τονίζει πως η ιεραρχία των αξιολογήσεων που δίνουν οι οίκοι δεν αποτελεί τον βασικό «οδηγό» των spreads των ομολόγων.

Οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι, τεχνικοί παράγοντες όπως οι αγορές ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι όγκοι χρηματοδότησης αλλά και οι δημοσιονομικές επιδόσεις και προοπτικές έχουν γίνει πιο σημαντικά για τους επενδυτές, μία τάση που κατά τον γερμανικό οίκο θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια.

Οταν έληξε η κρίση δημόσιου χρέους του ευρώ, οι χώρες της Ευρωζώνης εντάχθηκαν σε μια ιεραρχία αξιολόγησης από τους μεγάλους οίκους, η οποία παρέμεινε λίγο πολύ αμετάβλητη για χρόνια. Αυτό σήμαινε ότι το επίπεδο του spread των χωρών ήταν ανάλογο της βαθμολογίας που έδιναν οι S&P, Moody’s, Fitch και DBRS. Ωστόσο, αυτή η τάξη έχει πλέον διαταραχθεί, πρώτα από την κρίση της COVID-19 και στη συνέχεια από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπως εξηγεί ο στρατηγικός αναλυτής ομολόγων της DZ Bank και επικεφαλής του οίκου για την Ελλάδα, Σεμπάστιαν Φελέχνερ.

Για παράδειγμα, όπως αναφέρεται, τα ιρλανδικά και γαλλικά κρατικά 10ετή ομόλογα διαπραγματεύονται σήμερα με μικρότερο spread έναντι των γερμανικών, σε σχέση με τα 10ετή ομόλογα της Φινλανδίας και της Αυστρίας, αν και οι μέσες αξιολογήσεις τους είναι χαμηλότερες.

Η κρίση της πανδημίας και ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας άλλαξαν τον τρόπο που «βλέπει» η αγορά τα κρατικά ομόλογα.

Σε αυτό έπαιξε ρόλο ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλά και το γεγονός ότι καμία από τις δύο χώρες δεν ήταν αρχικά μέλος του ΝΑΤΟ. Σημαντικό ρόλο έπαιξαν και τα μεγάλα σε μήκος σύνορα της Φινλανδίας με τη Ρωσία και η μεγάλη εξάρτηση της Αυστρίας από τη ρωσική ενέργεια. Επίσης, η ισχυρή υπεραπόδοση των ελληνικών ομολόγων σε σύγκριση ιδιαίτερα με τα ιταλικά ομόλογα έχει τραβήξει την προσοχή. Αυτή τη στιγμή, τα ελληνικά 10ετή διαπραγματεύονται με απόδοση 3,8% και περίπου 40 μονάδες βάσης κάτω από τα αντίστοιχα ιταλικά, αν και μέχρι σήμερα η Ελλάδα δεν έχει λάβει αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας από κανέναν από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης. Η κατάταξη σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση του αξιόχρεου των χωρών, δεν φαίνεται πλέον να είναι ο βασικός καθοριστικός παράγοντας της κατάταξης του spread μεταξύ των χωρών τόσο του πυρήνα όσο και της ευρωπεριφέρειας.

Ειδικά στην περιφέρεια, όπως παρατηρεί η DZ Bank, κρίσιμος παράγοντας στη διαμόρφωση των spreads είναι οι προσδοκίες των επενδυτών για τις προοπτικές των μεμονωμένων χωρών. Ουσιαστικά, και κοιτάζοντας τα «ζευγάρια» χωρών όπως η Ισπανία με την Πορτογαλία και η Ελλάδα με την Ιταλία, η αγορά «επιβάλλει» υψηλότερο κόστος αναχρηματοδότησης στους εκδότες που έχουν υψηλότερη βαθμολογία από τους οίκους. Με λίγα λόγια, το spread των ισπανικών ομολόγων είναι μεγαλύτερο από αυτό των πορτογαλικών, όπως και των ιταλικών σε σχέση με αυτό των ελληνικών (έναντι της Γερμανίας).

Αυτό οφείλεται στο γεγονός, όπως τονίζει η DZ Bank, ότι οι επενδυτές τείνουν να αναμένουν πιο ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις από την Πορτογαλία και την Ελλάδα, ενώ η Ισπανία και η Ιταλία έχουν εξαντλήσει τα όρια του δημοσιονομικού τους εύρους τα τελευταία χρόνια. Στην περίπτωση της Ελλάδας ειδικότερα, οι επενδυτές χαιρετίζουν τις σημαντικές θετικές επιπτώσεις που θα φέρει στην οικονομία η επιστροφή στην επενδυτική βαθμίδα. Αλλοι υποστηρικτικοί παράγοντες είναι η πολιτική σταθερότητα που δημιουργήθηκε από τις εκλογές του 2019 καθώς και τις πρόσφατες του Ιουλίου και το πολύ ευνοϊκό προφίλ του ελληνικού χρέους, με μεγάλη διάρκεια ωρίμανσης και χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης. Τόσο στην περίπτωση της Ελλάδας όσο και της Πορτογαλίας, οι επενδυτές επιβραβεύουν την ισχυρή δημοσιονομική πορεία παρά τις πρόσφατες κρίσεις, όπως αυτή της COVID-19 και η ενεργειακή κρίση.

Η πολιτική ατζέντα

Οπως καταλήγει η DZ Bank, υπάρχουν πολλοί λόγοι οι οποίοι εξηγούν τη νέα ιεραρχία που δίνει η αγορά σε ό,τι αφορά τα spreads των χωρών, ειδικά της περιφέρειας, και η οποία δεν ακολουθεί τη σειρά της αξιολόγησης που δίνουν οι οίκοι. Από τη μια πλευρά, οι παράγοντες που επηρεάζουν τα spreads έχουν γίνει πιο πολλοί ως αποτέλεσμα των κρίσεων των τελευταίων ετών και εκτείνονται πέρα από τις τρέχουσες αξιολογήσεις των μεγάλων οίκων. Από την άλλη πλευρά, οι επενδυτές αναγνωρίζουν τις δημοσιονομικές προσπάθειες και τους ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, διευκολύνοντας έτσι την υπεραπόδοση των πορτογαλικών και ελληνικών ομολόγων. Αυτό καταδεικνύει επίσης για άλλη μια φορά πόσο επιτυχώς οι πολιτικές ατζέντες των χωρών μπορούν να επηρεάσουν τα επίπεδα των ασφαλίστρων κινδύνου και την αντίληψη της αγοράς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT