Ανάκαμψη οικονομίας και αύξηση επιτοκίων ενισχύουν τις τράπεζες   

Ανάκαμψη οικονομίας και αύξηση επιτοκίων ενισχύουν τις τράπεζες   

Νέες θετικές εκθέσεις για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα από DBRS και Jefferies

2' 21" χρόνος ανάγνωσης

Συνεχίζεται το μπαράζ θετικών εκθέσεων για τις ελληνικές τράπεζες έπειτα από τα ισχυρά αποτελέσματα του πρώτου εξαμήνου, με τον οίκο αξιολόγησης DBRS να τονίζει ότι οι βελτιώσεις στη λειτουργική απόδοση και το προφίλ κινδύνου υποστηρίζουν την περαιτέρω ενίσχυση της κεφαλαιοποίησης των τραπεζών, και την Jefferies να επισημαίνει πως τα αυξανόμενα επιτόκια και η ισχυρή οικονομική δραστηριότητα έχουν δώσει σημαντική ώθηση στον κλάδο. Ωστόσο, η προσοχή των επενδυτών στρέφεται πλέον στην ικανότητα των τραπεζών να συγκρατήσουν την αύξηση του κόστους των καταθέσεων.

Ειδικότερα, η DBRS σημειώνει πως τα υψηλότερα βασικά έσοδα, ο έλεγχος του κόστους και το χαμηλότερο πιστωτικό κόστος υποστήριξαν τα αποτελέσματα των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών κατά το πρώτο εξάμηνο, με τα συνολικά καθαρά κέρδη να ανέρχονται στο 1,8 δισ. ευρώ.

Τα καθαρά έσοδα από τόκους κατέγραψαν σημαντική αύξηση, όπως προσθέτει, με τις τράπεζες να επωφελούνται από την ταχεία αύξηση των επιτοκίων παρά τους χαμηλότερους όγκους νέων δανείων, ενώ σημαντική αύξηση σημείωσαν και τα έσοδα από προμήθειες. Ο οίκος αναμένει, ωστόσο, επιβράδυνση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων τα επόμενα τρίμηνα, αντανακλώντας την άποψή του για επιβράδυνση της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, καθώς και για την πιθανή αύξηση του κόστους χρηματοδότησης. 

Το κόστος κινδύνου κινήθηκε σε παρόμοια επίπεδα με αυτά του 2022 και η DBRS εκτιμά ότι πιθανότατα θα αυξηθεί στη συνέχεια, αντανακλώντας τους υψηλότερους κινδύνους ποιότητας του ενεργητικού. Σε κάθε περίπτωση πάντως, όπως επισημαίνει, η ποιότητα του ενεργητικού στο σύνολο του κλάδου συνέχισε να βελτιώνεται το πρώτο εξάμηνο, χάρη στις χαμηλές εισροές νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων και τη συνεχιζόμενη μείωση του κινδύνου στον ισολογισμό (de-risking).

Παράλληλα, ο οίκος αναφέρει πως οι άφθονες και σταθερές καταθετικές βάσεις επέτρεψαν στις ελληνικές τράπεζες να διατηρήσουν άνετη θέση ρευστότητας παρά τις αποπληρωμές των μακροπρόθεσμων δανείων της ΕΚΤ (TLTRO III). Το ποσοστό των προθεσμιακών καταθέσεων έχει αυξηθεί από το τέλος του 2022, ωστόσο εξακολουθούν να παραμένουν χαμηλότερες από τις αρχικές προσδοκίες των τραπεζών, γεγονός το οποίο συνέβαλε στη διατήρηση του κόστους των καταθέσεων σε μέτρια επίπεδα.

Τέλος, όπως τονίζει η DBRS, η διατηρήσιμη παραγωγή οργανικού κεφαλαίου στο πρώτο εξάμηνο ενίσχυσε την κεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, με τον μέσο δείκτη CET1 να διαμορφώνεται στο 14,6% και τον μέσο δείκτη συνολικού κεφαλαίου στο 17,8%. Ωστόσο, ο οίκος τονίζει πως η ποιότητα του κεφαλαίου παραμένει σχετικά αδύναμη, με τις αναβαλλόμενες φορολογικές πιστώσεις να αντιπροσωπεύουν περίπου το 62% του κεφαλαίου CET1.

Από την πλευρά της η Jefferies σημειώνει πως οι θετικοί μακροοικονομικοί άνεμοι των αυξανόμενων επιτοκίων και της ισχυρής οικονομικής δραστηριότητας, χάρη και στις πολύ καλές επιδόσεις του τουρισμού, έχουν προσφέρει σημαντική ώθηση στις τράπεζες. Ωστόσο, όπως εκτιμά, η εστίαση των επενδυτών είναι πλέον πιθανό να στραφεί στην ικανότητα της κάθε τράπεζας να συγκρατήσει τη μεταφορά της αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων και να ομαλοποιήσει τις προβλέψεις της. Αυτά, κατά τον οίκο, θα αποτελέσουν τους βασικούς «μοχλούς» στην πορεία καθαρών εσόδων από τόκους και του κόστους κινδύνου στο μέλλον.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT