Οι προκλήσεις μετά την επενδυτική βαθμίδα

Οι προκλήσεις μετά την επενδυτική βαθμίδα

Η χρηματοδότηση της χώρας από τις αγορές απαιτεί διαρκή δημοσιονομική σύνεση – Τι λένε αναλυτές των Nordea και Scope

4' 10" χρόνος ανάγνωσης

Η επιστροφή στην κανονικότητα, την οποία θα επισφραγίσει και επίσημα η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, όσο σημαντικό επίτευγμα και αν είναι –και, φυσικά, οφείλει να αποτελεί εθνικό στόχο–, δεν σημαίνει πως θα βάλει τέλος στις προκλήσεις για την Ελλάδα. Η χώρα ουσιαστικά παύει να αποτελεί εξαίρεση στην Ευρωζώνη, αλλά η επενδυτική βαθμίδα δεν είναι πανάκεια.

Η αξιολόγηση μιας χώρας δεν αποτελεί το βασικό και μοναδικό κριτήριο για τους επενδυτές, καθώς πλέον «ζυγίζουν» τις οικονομικές προοπτικές, επιβραβεύουν τη δημοσιονομική σύνεση και κλείνουν την πόρτα όπου βλέπουν κινδύνους πολιτικής.

Και στο σημερινό περιβάλλον αυξανόμενων επιτοκίων, τα οποία μάλιστα αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, δεν μπορεί καμία οικονομία –ούτε εκείνες που έχουν την απόλυτη βαθμολογία του τριπλού «Α» από τους οίκους– να «μιλάει» για χαμηλό κόστος δανεισμού.

Την περασμένη εβδομάδα, για παράδειγμα, σε ένα sell-off «made in America», οι αποδόσεις των παγκόσμιων κρατικών ομολόγων, σύμφωνα με τον σχετικό δείκτη του Bloomberg, σκαρφάλωσαν στα υψηλότερα επίπεδα από το 2008, με αφορμή τα πρακτικά της συνεδρίασης της Fed, που έδειξαν ότι το ενδεχόμενο νέων αυξήσεων στα επιτόκια παραμένει στο «τραπέζι». Καμία αγορά δεν ξέφυγε από τις πιέσεις, με την απόδοση του ελληνικού 10ετούς να πλησιάζει και πάλι το 4%.

Ο Ντένις Σεν, επικεφαλής αναλυτής για την Ελλάδα του οίκου αξιολόγησης Scope Ratings, που στις αρχές Αυγούστου έδωσε στην Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα, υπογράμμισε ένα πολύ σοβαρό ζήτημα. Μετά την έξοδο της Ελλάδας από τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, τα συναφή δάνεια με ευνοϊκούς όρους και την ελάφρυνση του χρέους, η μετάβαση στη χρηματοδότηση από την αγορά δεν είναι κάτι το απολύτως θετικό – ιδίως υπό τα σημερινά υψηλότερα επιτόκια για νέο δανεισμό, όπως τόνισε.

Αυτή η μετάβαση ενέχει και κινδύνους πολιτικής.

Η σταθμισμένη μέση διάρκεια του νέου δανεισμού της χώρας μειώθηκε στα 5,5 έτη το 2022.

Οπως εξηγεί ο Σεν στην «Κ», καθώς οι όροι δανεισμού διευκολύνονται για την Ελλάδα και τα μεταρρυθμιστικά «κοστούμια» απομακρύνονται, η ανησυχία είναι να υπάρξει μια αργή στροφή προς την ανατροπή των μεταρρυθμίσεων των προηγούμενων ετών και την επιστροφή σε πιο χαλαρή δημοσιονομική πολιτική για την αντιστάθμιση των σοβαρών απωλειών εισοδήματος της προηγούμενης δεκαετίας. Kαθώς η Ελλάδα δανείζεται στις αγορές, αποπληρώνει πρόωρα ορισμένα από τα δάνεια διάσωσης και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιταχύνει την ποσοτική σύσφιγξη, το ελληνικό χρέος που βρίσκεται στην κατοχή του επίσημου τομέα θα περάσει σταδιακά και πάλι σε ιδιωτικά «χέρια» και άρα τα ομόλογα θα είναι πιο ευάλωτα σε μεταβολές. Πέραν των παραπάνω, η μετάβαση από τα προγράμματα διάσωσης πίσω στη «μεταχείριση» των κεφαλαιαγορών επηρεάζει επίσης σταδιακά αρνητικά την ισχυρή δομή του χρέους της Ελλάδας. Για παράδειγμα, όπως εξηγεί ο Σεν, η σταθμισμένη μέση διάρκεια του νέου δανεισμού της χώρας μειώθηκε στα 5,5 έτη το 2022 και εκ νέου στα 4,6 έτη το 2023 έως σήμερα. Η μέση διάρκεια του ανεξόφλητου ελληνικού χρέους είναι 19,6 έτη.

Το υψηλότερο κόστος δανεισμού στις κεφαλαιαγορές αυξάνει σταδιακά και το μέσο κόστος επιτοκίου. H απόδοση των 10ετών ελληνικών κρατικών ομολόγων κινείται επί του παρόντος στο 3,9%, έναντι του 5,1% που είχε βρεθεί τον Οκτώβριο του 2022, αλλά εξακολουθεί να είναι σημαντικά υψηλότερη από τα χαμηλά του Αυγούστου του 2021 και του 0,5%. Αυτό σύμφωνα με τους υπολογισμούς της Scope αύξησε το (χαμηλό) το μέσο επιτόκιο επί του δημόσιου χρέους στο 1,5% το 2023, από 1,2% στα χαμηλά του 2021. Ο οίκος αναμένει ότι θα αυξηθεί περαιτέρω στο 2,0% έως το 2028 – ωστόσο, θα παραμείνει αρκετά κάτω από τα επίπεδα των αρχών της δεκαετίας του 2010.

Η «άμυνα» σε όλα τα παραπάνω δεν είναι άλλη από τη συνέχιση μιας συνετής δημοσιονομικής πολιτικής.

«Φυσικά, η επιστροφή στις αγορές φέρνει προκλήσεις καθώς και ευκαιρίες», σχολιάζει στην «Κ» και ο Γιαν βον Γκέριχ, επικεφαλής αναλυτής της Nordea Research. Είναι πολύ πιο εύκολο να διατηρηθούν σε προσιτά επίπεδα οι αποδόσεις στις εκδόσεις νέων ομολόγων, εάν το μεγαλύτερο μέρος του χρέους αποτελείται από μακροπρόθεσμα δάνεια που λήγουν μετά τη λήξη του κάθε νέου ομολόγου, όπως εξηγεί.

Επίσης, τονίζει, οι τρέχουσες αποδόσεις αναμφίβολα απεικονίζουν σε κάποιο βαθμό τη σύνθεση του ελληνικού χρέους και θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι καθώς αυξάνεται το μερίδιο της χρηματοδότησης από την αγορά, αυτό θα ασκήσει επίσης ανοδική πίεση στα επίπεδα χρηματοδότησης. Και το μεγαλύτερο μερίδιο χρηματοδότησης από την αγορά, φυσικά, αφήνει επίσης τη χώρα πιο ευάλωτη σε πιθανές αντίξοες συνθήκες, ενώ οι κίνδυνοι αναχρηματοδότησης αυξάνονται. «Αλλά αυτό ουσιαστικά σημαίνει κανονικότητα στο σημερινό περιβάλλον. Και εάν η Ελλάδα παραμείνει σε τροχιά μεταρρυθμίσεων και δημοσιονομικής πειθαρχίας, δεν έχει τίποτα να φοβηθεί», καταλήγει ο αναλυτής.

Συνεπώς, η δημοσιονομική σύνεση πρέπει να είναι διαρκής. Ναι, είναι το απαραίτητο εισιτήριο για την επενδυτική βαθμίδα, αλλά είναι ακόμη πιο σημαντικό να διατηρηθεί και μετά από αυτήν, και το παρελθόν έχει δείξει πως οι αγορές δεν διστάζουν να την επιβάλουν.

Πάντως, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έχει φροντίσει να θωρακίσει την οικονομία από τις αυξήσεις των επιτοκίων. Χάρη στην ενεργή στρατηγική διαχείρισης χαρτοφυλακίου που έχει εφαρμόσει τα τελευταία χρόνια, καταφέρνοντας να υπερ-αντισταθμίσει τον επιτοκιακό κίνδυνο (over-hedging), το πραγματικό κόστος για το ελληνικό Δημόσιο από τις νέες εκδόσεις κινείται πολύ κάτω από το επιτόκιο της αγοράς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT