Αρθρο Μ. Αργυρού στην «Κ»: Η ιστορική ευκαιρία της ελληνικής οικονομίας

Αρθρο Μ. Αργυρού στην «Κ»: Η ιστορική ευκαιρία της ελληνικής οικονομίας

Την περασμένη τετραετία η Ελλάδα αποτέλεσε τη θετική έκπληξη της Ευρώπης

4' 14" χρόνος ανάγνωσης

Την περασμένη τετραετία η Ελλάδα αποτέλεσε τη θετική έκπληξη της Ευρώπης. Παρά τις δύο μεγάλες εξωγενείς κρίσεις, του κορωνοϊού και του ενεργειακού/πληθωριστικού σοκ που προκάλεσε ο πόλεμος στην Ουκρανία, την περίοδο 2019-2022 η ελληνική οικονομία κατέγραψε μέσο ρυθμό ανάπτυξης αισθητά υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, η ανεργία μειώθηκε σημαντικά, ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ μπήκε γρήγορα σε πτωτική τροχιά, και το τραπεζικό σύστημα βελτίωσε σημαντικά τις επιδόσεις του.

Παράλληλα, η υψηλότερη ανάπτυξη χαρακτηρίζεται από ισχυρότερη ανθεκτικότητα, κάτι που αντανακλάται στην αυξημένη συμμετοχή των επενδύσεων και των εξαγωγών στο ελληνικό ΑΕΠ. Αυτές οι θετικές εξελίξεις είναι αποτέλεσμα της εφαρμογής μιας αποτελεσματικής οικονομικής, υπεύθυνης δημοσιονομικής και τολμηρής μεταρρυθμιστικής πολιτικής, η οποία συνεισέφερε σημαντικά στην ανάκτηση της διεθνούς αξιοπιστίας της χώρας. Αυτή καταγράφεται στις διαδοχικές αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας από διεθνείς οίκους αξιολόγησης, τη σημαντική μείωση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων και τα διαδοχικά ρεκόρ ξένων άμεσων επενδύσεων.

Βεβαίως, αν και φθίνουσα, η κληρονομιά της μεγάλης κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας παρατηρείται ακόμη σε βασικές οικονομικές μεταβλητές, και η απόσταση σε όρους κατά κεφαλήν εισοδήματος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αν και μειούμενη, παραμένει σημαντική. Ομως, με εξαίρεση το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, το οποίο πράγματι δεν είναι ευνοϊκό, χάρη στα επιτεύγματα της προηγούμενης τετραετίας οι συνθήκες είναι πρόσφορες ώστε η Ελλάδα να πετύχει τη δεκαετία που διανύουμε ό,τι δεν κατόρθωσε τη δεκαετία του 1990 και του 2000: Δηλαδή, την αλλαγή του αναπτυξιακού της υποδείγματος και την πραγματική σύγκλιση της οικονομίας της με αυτήν της Ευρωζώνης. Και αυτό γιατί ως επενδυτικός προορισμός η Ελλάδα σήμερα παρουσιάζει σειρά σημαντικών πλεονεκτημάτων.

Αρχικά, παρά την αύξηση των επενδύσεων της προηγούμενης τετραετίας, εξαιτίας της αποεπένδυσης της προηγούμενης δεκαετίας το επενδυτικό κενό σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει μεγάλο και το απόθεμα κεφαλαίου ανά εργαζόμενο μικρό. Αυτό συνεπάγεται μεγάλο οριακό προϊόν κεφαλαίου, άρα υψηλή αναμενόμενη κερδοφορία επενδύσεων. Από αυτή τη σκοπιά η Ελλάδα έχει προφίλ αναμενόμενης κερδοφορίας ανάλογο με εκείνο των χωρών υπό μετάβαση της Ανατολικής και της Κεντρικής Ευρώπης στις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ομως, σε αντίθεση με εκείνες τις χώρες τότε, σήμερα η Ελλάδα είναι μέλος και της Ευρωπαϊκής Ενωσης και της Ευρωζώνης, κάτι που συνεπάγεται αυξημένη θεσμική και νομισματική προβλεψιμότητα. Ο παραπάνω ελκυστικός συνδυασμός αφενός υψηλών αναμενόμενων αποδόσεων οικονομίας υπό μετάβαση και αφετέρου χαμηλού επενδυτικού ρίσκου χώρας-μέλους της Ευρωζώνης είναι μοναδικός στην Ευρώπη.

Σε αυτό το πλεονέκτημα προστίθενται άλλα τρία, των οποίων η θετική συνισταμένη, στην παρούσα ευρωπαϊκή οικονομική συγκυρία, είναι επίσης (σχεδόν) αποκλειστικά προνόμιο της Ελλάδας: Πρώτα, μετά τις πρόσφατες εκλογές ο ελληνικός πολιτικός κίνδυνος έχει ελαχιστοποιηθεί. H Ελλάδα είναι σήμερα η πολιτικά σταθερότερη χώρα της Ευρώπης. Εχει μια κυβέρνηση που εφαρμόζει φιλοαναπτυξιακές και κοινωνικά φιλελεύθερες πολιτικές, οι οποίες υποστηρίζονται από μια μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Αυτό δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για πιο πολλές μεταρρυθμίσεις που θα αναβαθμίσουν σημαντικά περισσότερο την πλευρά προσφοράς της ελληνικής οικονομίας.

Στη συνέχεια η κυβέρνηση, μέσα από επιτυχείς διαπραγματεύσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους μας την περασμένη τετραετία, έχει εξασφαλίσει ότι μέχρι το τέλος αυτής της δεκαετίας στη χώρα θα εισρεύσουν ευρωπαϊκοί πόροι οι οποίοι ως ποσοστό επί του ΑΕΠ είναι διπλάσιοι από εκείνους που έλαβε η Ελλάδα στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ. Αυτοί οι πόροι αποτελούν εχέγγυο ισχυρής οικονομικής δραστηριότητας τα επόμενα χρόνια, κάτι που σε συνδυασμό με το κλίμα πολιτικής σταθερότητας ευνοεί την υιοθέτηση μεσοπρόθεσμου ορίζοντα στον σχεδιασμό και στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής αλλά και των επενδυτικών σχεδίων.

Μετά τις πρόσφατες εκλογές, ο ελληνικός πολιτικός κίνδυνος έχει ελαχιστοποιηθεί. H Ελλάδα είναι σήμερα η πολιτικά σταθερότερη χώρα της Ευρώπης.

Τέλος, σε μια περίοδο όπου οι προσδοκίες για την ευρωπαϊκή οικονομία είναι από υποτονικές έως αρνητικές, ο συνδυασμός όλων των παραπάνω καθιστά την Ελλάδα μια θετική εξαίρεση. Οπως φαίνεται στους σχετικούς διεθνείς δείκτες (Economic Sentiment Indicator, Market PMI κ.ά.), οι αγορές αποτιμούν όλο και πιο θετικά τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Αυτές οι ευνοϊκές προσδοκίες διευκολύνουν τη βελτίωση των δημοσιονομικών και μακροοικονομικών επιδόσεων, δημιουργώντας έτσι έναν ενάρετο κύκλο θετικών προσδοκιών και οικονομικών εξελίξεων.

Συνδυαστικά, τα παραπάνω πλεονεκτήματα δημιουργούν μια ιστορική ευκαιρία ώστε η Ελλάδα να αλλάξει επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης: Από μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης με σχετικά χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, μπορεί μέχρι το τέλος της δεκαετίας να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο και από εκεί να ανέβει ακόμη ψηλότερα, με αισθητή άνοδο του βιοτικού επιπέδου και της κοινωνικής συνοχής.

Βεβαίως, η ύπαρξη της ευκαιρίας από μόνη της δεν καθιστά τις θετικές εξελίξεις που περιγράψαμε παραπάνω νομοτελειακές. Προκειμένου να εκμεταλλευτούμε τη σημερινή, σπάνια, θετική συγκυρία χρειάζονται συνέχεια στη δημοσιονομική, μακροοικονομική και τραπεζική σταθερότητα, αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων και περαιτέρω πρόοδος στη διαδικασία αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου. Γι’ αυτό χρειάζεται συνέχεια των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα βελτιώσουν ακόμη περισσότερο το επιχειρηματικό περιβάλλον και θα μεταμορφώσουν το μικροοικονομικό προφίλ της ελληνικής οικονομίας, συνεισφέροντας έτσι σε υψηλότερη, βιώσιμη και συμπεριληπτική ανάπτυξη. Το φιλόδοξο οικονομικό/μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης για τη δεύτερη τετραετία, σε συνδυασμό με την υψηλή υποστήριξή του από την ελληνική κοινωνία, δημιουργεί εύλογη αισιοδοξία ότι η Ελλάδα θα εκμεταλλευτεί την ιστορική ευκαιρία που δημιούργησε η επιτυχημένη πολιτική της προηγούμενης τετραετίας, προς όφελος όλων των Ελληνίδων και Ελλήνων, και των επόμενων γενεών.

Ο κ. Μιχάλης Γ. Αργυρού είναι πρόεδρος Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, καθηγητής Οικονομικών Πανεπιστημίου Πειραιώς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT