Χαρακτήρα πανδημίας τείνουν να λάβουν οι καταστροφές από φυσικά φαινόμενα, που λόγω της κλιματικής κρίσης αποτελούν πλέον νομοτέλεια και απειλούν να εξαφανίσουν ολόκληρους οικισμούς και περιοχές. Η συχνότητα και η σφοδρότητα των καιρικών φαινομένων που εκτινάσσει το κόστος αποκατάστασης των ζημιών ολοένα και υψηλότερα, επαναφέρει τη συζήτηση για τη θωράκιση των υποδομών, αλλά και την ανάγκη να υπάρξει ένα καθολικό σύστημα ασφάλισης κατοικιών και επιχειρήσεων απέναντι στη μανία της φύσης, ικανό να επιμερίσει το δυσβάσταχτο κόστος που συνεπάγονται οι φυσικές καταστροφές. Η ανάγκη αυτή καθίσταται επιτακτική με δεδομένο το χαμηλό ποσοστό ασφάλισης στη χώρα μας, που δεν ξεπερνάει το 20% για τις κατοικίες και το 25%-30% περίπου για τις επιχειρήσεις, αποκαλύπτοντας το τεράστιο κενό που υπάρχει σε αντίθεση με άλλες αγορές όπως η Γαλλία, όπου η υποχρεωτικότητα της ασφάλισης αποτελεί μια πραγματικότητα εδώ και περίπου 50 χρόνια, αλλά και η Ισπανία που από το 1998 έχει εντάξει τις φυσικές καταστροφές στους καλυπτόμενους κινδύνους, του δημόσιου φορέα που έχει συστήσει και ο οποίος λειτουργεί με τη συνδρομή των ιδιωτικών εταιρειών.
Απογοητευτικά τα στοιχεία
Παρά τη χαμηλή συμμετοχή της ιδιωτικής ασφάλισης στην κάλυψη αποζημιώσεων από φυσικές καταστροφές, η αύξηση της συχνότητας των φυσικών καταστροφών αποτυπώνεται στα στοιχεία της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος (ΕΑΕΕ), με βάση τα οποία οι αποζημιώσεις που κατέβαλε την τελευταία διετία (2020-2022) ανέρχονται σε 138 εκατ. ευρώ και προσεγγίζουν ήδη αυτές που καταβλήθηκαν όλη την προηγούμενη δεκαετία, που ανήλθαν σε 165,5 εκατ. ευρώ. Το πλήθος των αποζημιώσεων που πληρώθηκαν την τελευταία διετία μετά την καταγραφή 14 περιστατικών εκδήλωσης φυσικών καταστροφών (σεισμοί, βροχοπτώσεις, δασικές πυρκαγιές κ.ά.), με σφοδρότερο το φαινόμενο του «Ιανού» τον Σεπτέμβριο του 2020, ανήλθε συνολικά σε 12.500, ενώ από το 1993 έως και το 2022 έχουν προκύψει 46 περιστατικά. Για το διάστημα αυτό έχουν δηλωθεί πάνω από 41.000 ζημιές στις ασφαλιστικές επιχειρήσεις με συνολικό ποσό απαίτησης που φθάνει τα 530 εκατ. ευρώ. Με βάση τα στοιχεία, η πιο «ακριβή» ζημιά είναι μέχρι σήμερα η πυρκαγιά, ανεβάζοντας το μέσο κόστος αποζημίωσης στις 40.000 ευρώ. Το μέσο κόστος αποζημίωσης για την πλημμύρα διαμορφώνεται στις 7.000 ευρώ περίπου, αλλά σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, τα μεγέθη αυτά ωχριούν μπροστά στο μέγεθος της καταστροφής που δημιούργησε η κακοκαιρία «Daniel», η οποία επέφερε καθολική καταστροφή σε μεγάλο αριθμό κατοικιών και επιχειρήσεων.
Σε κάθε περίπτωση το κόστος των 530 εκατ. ευρώ που έχει πληρώσει η ασφαλιστική αγορά την τελευταία 30ετία είναι κηλίδα στον ωκεανό μπροστά στο βάρος που αναλαμβάνει το κράτος επί σειράν ετών για την αποκατάσταση και είναι χαρακτηριστικό ότι αντιπροσωπεύει την κρατική δαπάνη για την κάλυψη του κόστους των αποζημιώσεων για δύο και μόνο καταστροφικά φαινόμενα, δηλαδή τον σεισμό στην Κρήτη το 2020 και τις πυρκαγιές στην Εύβοια το 2021.
Στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι το κόστος για την ασφάλιση κατοικίας (περιλαμβάνει κάλυψη σεισμού, κινδύνους από φωτιά, πλημμύρα και φυσικές καταστροφές) είναι προσιτό, καθώς για ένα ακίνητο π.χ. 120 τ.μ. με αξία ανακατασκευής 1.400 ευρώ το τ.μ. διαμορφώνεται στα 250 ευρώ τον χρόνο αν είναι κατασκευής του 2000 ή 300 ευρώ αν είναι του 1975. Αντίστοιχα, κοντά στα 600 ευρώ τον χρόνο διαμορφώνεται το κόστος για την ασφάλιση μιας μικρής επιχείρησης με ασφαλισμένο κεφάλαιο 150.000 ευρώ, όπως είναι οι δεκάδες ανασφάλιστες επιχειρήσεις που επλήγησαν από τις πλημμύρες. Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, η γεωγραφική διασπορά κινδύνου που θα μπορούσε να υπάρξει μέσα από ένα καθολικό σύστημα ασφάλισης θα λειτουργούσε υπέρ της συγκράτησης των τιμών στα ασφάλιστρα. Η εκδήλωση ακραίων καιρικών φαινομένων δεν αποκλείει την αύξηση των τιμών, αλλά σύμφωνα με εκτιμήσεις των ασφαλιστικών εταιρειών και δεδομένου του χαμηλού ποσοστού ασφάλισης, η ελληνική αγορά δεν βρίσκεται σε αυτό το σημείο. Σε κάθε περίπτωση ένα πιο γενικευμένο σύστημα ασφάλισης θα οδηγούσε σε πιο λεπτομερή αξιολόγηση του κινδύνου με περισσότερη τεχνική δουλειά από την πλευρά των εταιρειών (underwriting) και έλεγχο των ακινήτων για τη στατικότητά τους, δυνατότητες όμως που δίνονται μέσα από την τεχνολογία και τη χρήση εργαλείων για τον έλεγχο της επικινδυνότητας.
Αντίστοιχα η δυνατότητα (capacity) της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς να «σηκώσει» το βάρος μιας καθολικής ασφάλισης των κατοικιών προϋποθέτει την αντασφάλιση του κινδύνου, δηλαδή μέσω της μεταφοράς του κινδύνου σε μεγάλους αντασφαλιστικούς οργανισμούς, μια πρακτική που ισχύει σε όλες τις αγορές του κόσμου.
Με βάση την παγκόσμια εμπειρία, οι περισσότερες χώρες με έκθεση σε φυσικές καταστροφές ρυθμίζουν εκ των προτέρων τη χρηματοδότηση των ζημιών, δηλαδή διαθέτουν ολοκληρωμένο σύστημα αντιμετώπισης και χρηματοδότησης των ζημιών από φυσικές καταστροφές. Αν και λειτουργούν πολλά διαφορετικά σχήματα σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ανά τον κόσμο, όλα αναδεικνύουν τους διακριτούς αλλά συμπληρωματικούς ρόλους κράτους και αγοράς, και ακόμη και στις περιπτώσεις που τα συστήματα ασφάλισης είναι δημόσια, η ασφαλιστική αγορά έχει ενεργό ρόλο.
Τι προτείνεται
Το ποσοστό ασφάλισης έναντι των φυσικών καταστροφών παραμένει πολύ χαμηλό. Μόλις 20% για κατοικίες και 25%-30% για τις επιχειρήσεις.
Αξιολογώντας το χαμηλό επίπεδο ασφάλισης που χαρακτηρίζει τη χώρα μας στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς εκτιμούν ότι η μείωση του ΕΝΦΙΑ για όσα σπίτια είναι ασφαλισμένα, έχει δώσει ένα πρώτο θετικό μήνυμα για τη χρησιμότητα της ασφάλισης, αλλά αυτό πλέον δεν αρκεί. Το μέγεθος της καταστροφής που αποκαλύπτει η κακοκαιρία «Daniel» θα θέσει τη συζήτηση σε νέα βάση, ανοίγοντας τον δρόμο για τη δημιουργία ενός καθολικού Συστήματος Ασφάλισης Κατοικιών για τη χρηματοδότηση των ζημιών από φυσικές καταστροφές. Τα κύρια χαρακτηριστικά ενός τέτοιου συστήματος με βάση την πρόταση που έχει επεξεργαστεί η ΕΑΕΕ είναι:
• Μια απλή στη λειτουργία της γενικευμένη ασφάλιση των κτιρίων, που θα περιλαμβάνει τόσο τα διαμερίσματα όσο και τις ανεξάρτητες κατοικίες.
• Ενας απλός τρόπος υπολογισμού ασφαλισμένου ποσού (π.χ. ασφάλιση με ασφαλισμένη αξία ανακατασκευής μιας κανονικής κατοικίας 1.000 ευρώ ανά τ.μ.).
• Ενα σύστημα προσαρμοσμένο στις ανάγκες της πλειοψηφίας των πολιτών (π.χ. ανώτατο όριο 120 τ.μ. που καλύπτει συνολικά το 87% των κατοικιών).
• Προσδιορισμός τυχόν εξαιρέσεων που χρειάζεται να ρυθμιστούν (π.χ. για εξοχικές ή με κοινωνικά κριτήρια) καθώς και πρόβλεψης για ιδιαίτερα αυξημένους κινδύνους (π.χ. παλιές κατασκευές χωρίς αντισεισμική θωράκιση σε επικίνδυνες γεωγραφικές περιοχές).
• Κοινοί όροι ασφάλισης (ορισμός κάλυψης, εξαιρέσεις, προϋποθέσεις) και ενιαία απαλλαγή για ευκολότερη κατανόηση από τον καταναλωτή.
Για την υλοποίηση της πρότασης, σύμφωνα με την πρόταση της ΕΑΕΕ, μπορεί να διερευνηθεί μια ενδεχόμενη συγχρηματοδότηση σε ένα ποσοστό από έναν φορέα, κρατικό ή μη. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε να μεγιστοποιήσει την πρόσβαση και αξιοποίηση μηχανισμών χρηματοδότησης και πέραν της αντασφάλισης, όπως είναι τα καταστροφικά ομόλογα, που αποτελούν μια διαδεδομένη μορφή χρηματοδότησης των μεγάλων καταστροφικών φαινομένων. Επίσης, ο φορέας μπορεί να προσφέρει λύσεις για την ομαλή λειτουργία του συστήματος όπως:
• Πρόσθετος μηχανισμός σταθεροποίησης ασφαλίστρου σε περίπτωση αύξησης έπειτα από μεγάλο συμβάν.
• Πρόσθετος εγγυητικός μηχανισμός (μέσω δημιουργίας ειδικού κεφαλαίου) σε περίπτωση μεγάλου συμβάντος πέραν των προβλεπόμενων από το πλαίσιο λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας που οδηγεί σε αδυναμία κάλυψης του συνόλου των ζημιών από μια ασφαλιστική εταιρεία (insurer of last resort).