Με «καταιγιστικό» ρυθμό συνεχίστηκαν και κατά το δεύτερο τρίμηνο να αυξάνονται οι τιμές πώλησης κατοικίας, καθώς ο συνδυασμός υψηλής ζήτησης και διαρκώς φθίνουσας προσφοράς λειτουργεί υπέρ των πωλητών, ιδίως αν τα ακίνητα βρίσκονται σε προνομιακές τοποθεσίες και σε καλή κατάσταση. Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΤτΕ, οι τιμές σε πανελλαδικό επίπεδο ενισχύθηκαν με ετήσιο ρυθμό 13,9%, ενώ με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία, το 2022, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης διαμορφώθηκε σε 11,8% και σε 7,6% το 2021.
Συνολικά κατά το πρώτο φετινό εξάμηνο οι τιμές στο σύνολο της χώρας καταγράφουν αύξηση της τάξεως του 14,2%. Πάντως, κατά το δεύτερο τρίμηνο σημειώθηκε μικρή επιβράδυνση του ρυθμού ανόδου, καθώς το πρώτο τρίμηνο οι τιμές είχαν ενισχυθεί κατά 14,5%. Συνολικά, από τις αρχές του 2017 –όταν η αγορά βρέθηκε στο χαμηλότερο σημείο της από πλευράς τιμών– και μέχρι και το τέλος του δεύτερου τριμήνου, η αύξηση αγγίζει το 53,8%, με αποτέλεσμα πλέον οι αξίες να υπολείπονται μόλις κατά 11,3% σε σχέση με το υψηλότερο σημείο στο οποίο είχαν βρεθεί το 2008.
Στην Αττική η κατάσταση είναι ακόμη πιο χαρακτηριστική της ανάκαμψης της κτηματαγοράς. Κατά το δεύτερο τρίμηνο οι τιμές αυξήθηκαν κατά 14,5% ετησίως, έναντι αύξησης κατά 16,6% στο πρώτο τρίμηνο. Η συνολική αύξηση από το 2017 ανέρχεται σε 71%, κάτι που σημαίνει ότι πλέον οι τιμές των κατοικιών υστερούν μόλις κατά 5,3% συγκριτικά με το 2008, όταν είχαν βρεθεί στο υψηλότερο σημείο τους διαχρονικά.
Στη Θεσσαλονίκη η αύξηση κατά το δεύτερο τρίμηνο ανήλθε σε 16,4%, έναντι αύξησης κατά 16,1% το πρώτο τρίμηνο, ενώ από το 2017 η συνολική άνοδος αγγίζει το 56,3%. Στις υπόλοιπες μεγάλες πόλεις η αύξηση του δεύτερου τριμήνου άγγιξε το 14,6% και στις λοιπές περιοχές (κυρίως σε τουριστικούς προορισμούς) το 12,1%.
Ενα ακόμη βασικό συμπέρασμα που προκύπτει από την ανάλυση των στοιχείων είναι η παγίωση της τάσης που θέλει τα παλαιότερα διαμερίσματα να καταγράφουν μεγαλύτερη αύξηση της αξίας τους, συγκριτικά με τα νεόδμητα.
Κατά 53,8% ενισχύθηκαν οι τιμές από τις αρχές του 2017 και μέχρι το τέλος του β΄ τριμήνου. Μεγαλύτερος ο ρυθμός αύξησης στα παλαιότερα διαμερίσματα από τα νεόδμητα.
Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται πλέον επί τρία διαδοχικά τρίμηνα, αποτελώντας σαφές δείγμα της έλλειψης προσφοράς νέων κατοικιών, με αποτέλεσμα να παρατηρείται υπερβάλλουσα ζήτηση συνολικά στην αγορά. Κατά το δεύτερο τρίμηνο τα νεόδμητα διαμερίσματα σημείωσαν αύξηση τιμών κατά 13,8%, ενώ τα παλαιότερα ακίνητα ενισχύθηκαν κατά 14,1%. Κατά το πρώτο τρίμηνο η απόκλιση ήταν ακόμη μεγαλύτερη, καθώς οι τιμές των νέων κατασκευών ήταν ενισχυμένες κατά 12,8%, αλλά των παλαιοτέρων ακινήτων είχαν καταγράψει άνοδο κατά 15,6%.
Το φαινόμενο αυτό κατέγραψε και η ίδια η ΤτΕ στην ανάλυσή της, στο πλαίσιο της έκθεσής της για τη νομισματική πολιτική. Εκεί σημείωσε ότι «κατά τους πρώτους μήνες του 2023 η ελληνική αγορά ακινήτων συνεχίζει να καταγράφει υψηλούς ρυθμούς αύξησης των τιμών, ως αποτέλεσμα της έντονης ζήτησης και της περιορισμένης προσφοράς σύγχρονων ακινήτων. Επιπροσθέτως, η χαμηλή προσφορά σύγχρονων ακινήτων οδηγεί σταδιακά στη διάχυση των αυξήσεων των τιμών προς ακίνητα χαμηλότερων τεχνικών προδιαγραφών».
Σε σχετική ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα σημείωνε πριν από λίγες ημέρες, ότι παρότι σε ετήσια βάση αναμένεται να παραδίδονται πλέον 30.000 κατοικίες (από μόλις 10.000 το διάστημα 2013-2017), αυτές δεν επαρκούν για να καλύψουν τη ζήτηση, που εκτιμάται σε τουλάχιστον 35.000 κατοικίες για τα επόμενα χρόνια. Ο σημερινός αριθμός των οικοδομικών αδειών στην αγορά κατοικίας υπολογίζεται ότι αποτελεί μόλις το 26,7% του αντίστοιχου μεγέθους κατά την περίοδο πριν από την οικονομική κρίση, δείγμα της πτώσης που έχει μεσολαβήσει.
Συνολικά, το απόθεμα των απούλητων κατοικιών σήμερα υπολογίζεται ότι δεν ξεπερνάει τις 100.000 κατοικίες στο σύνολο της χώρας, μέγεθος που είναι το χαμηλότερο από το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και μέχρι σήμερα. Ο λόγος είναι ότι έχει απορροφηθεί το μεγαλύτερο μέρος των ακινήτων που ήταν απούλητο τα προηγούμενα χρόνια. Παράλληλα, ιδιαίτερα χαμηλός είναι και ο ρυθμός αναπλήρωσης του αποθέματος της προσφοράς, καθώς ένα σημαντικό μέγεθος, που η Εθνική το προσδιορίζει σε 250.000 κατοικίες, έχει καταστεί μη εμπορεύσιμο.
Συγκεκριμένα, λόγω της υποεπένδυσης στην αγορά ακινήτων επί τουλάχιστον μία δεκαετία, τα ακίνητα αυτά έχουν υποστεί πλέον σοβαρές φθορές και ζημιές και δεν έχουν αναβαθμιστεί ενεργειακά, αλλά ούτε και λειτουργικά.
Το γεγονός αυτό τα έχει οδηγήσει ουσιαστικά εκτός αγοράς, καθώς δεν μπορούν ούτε να πωληθούν, αλλά ούτε και να ενοικιαστούν, χωρίς να πραγματοποιηθούν σοβαρές επενδύσεις από τους κατόχους τους. Στη συντριπτική πλειονότητά τους οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα για κάτι τέτοιο.