Στο μικροσκόπιο των οίκων οι φυσικές καταστροφές

Στο μικροσκόπιο των οίκων οι φυσικές καταστροφές

Πώς επηρεάζουν πλημμύρες και φωτιές την αξιολόγηση της οικονομίας

5' 4" χρόνος ανάγνωσης

Η επιδείνωση του κλίματος στην αγορά ομολόγων και μετοχών τις τελευταίες ημέρες, και μάλιστα παρά την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας από τον πρώτο οίκο που «αναγνωρίζεται» από την ΕKT, δεν είναι τυχαία. Η χώρα, έπειτα και από τις καταστροφικές πυρκαγιές του καλοκαιριού, χτυπήθηκε από μια τεράστια φυσική καταστροφή, με ανθρώπινες απώλειες και κοινωνικές, οικονομικές αλλά και πολιτικές προεκτάσεις.

Αυτό επανέφερε στο προσκήνιο τους φόβους για τα δημοσιονομικά, με το ακριβές οικονομικό πλήγμα να μην έχει ακόμη υπολογιστεί και με εκτιμήσεις να μιλούν για μεγέθη έως και 5 δισ. Δεν είναι τυχαίο επίσης πως η κυβέρνηση έσπευσε να διαμηνύσει πως ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 0,7% του ΑΕΠ φέτος, δεν κινδυνεύει.

Με την τελική επιβάρυνση του προϋπολογισμού να μένει να φανεί, όχι μόνο φέτος, αλλά κυρίως το 2024 όταν και επιστρέφει ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ, η επενδυτική βαθμίδα από όλους τους «μεγάλους οίκους» δεν μπορεί να θεωρείται ένα σίγουρο εισιτήριο, ενώ η επιστροφή στην «κανονικότητα», δηλαδή την προ κρίσης εποχή, απέχει ακόμη πέντε ολόκληρες βαθμίδες: από το χαμηλό investment grade «ΒΒΒ-» που έχει σήμερα η χώρα –από έναν μόνο οίκο μάλιστα–, έως το «Α+», που είχε σε μέσο όρο πριν από 13-14 χρόνια.

Η κλιματική κρίση αποτελεί μια σημαντική πρόκληση πλέον, η οποία θα πρέπει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά για να διατηρήσει η χώρα την εμπιστοσύνη των επενδυτών. Και όπως έχουμε επισημάνει, οι αγορές δεν διστάζουν να «επιβάλουν» την τάξη: «ζυγίζουν» τις οικονομικές προοπτικές, επιβραβεύουν τη δημοσιονομική σύνεση και κλείνουν την πόρτα όπου βλέπουν κινδύνους πολιτικής. Αν οι οίκοι υιοθετήσουν μια πιο αυστηρή στάση απέναντι στις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, αυτό θα μπορούσε να έχει σαφώς αρνητικές επιπτώσεις στην αξιολόγηση της ελληνικής οικονομίας.

Τα ακραία φαινόμενα πλήττουν τον τουρισμό και τις αναπτυξιακές προοπτικές της Ελλάδας, επισημαίνει η Moody’s.

Η Scope Ratings μάλιστα, δεν διστάζει να χτυπήσει ήδη «περιβαλλοντικό καμπανάκι» στην κυβέρνηση, τονίζοντας ότι η βαθμολογία της Ελλάδας δύσκολα θα αναβαθμιστεί περαιτέρω.

Οπως επισημαίνει στην «Κ» ο Ντένις Σεν, επικεφαλής αναλυτής του οίκου για την Ελλάδα, «οι περιβαλλοντικές προκλήσεις αποτελούν μεγάλο θέμα, καθώς ο κίνδυνος από το κλίμα είναι σε έναν βαθμό υπαρξιακός για την ελληνική οικονομία μακροπρόθεσμα. Οι αξιολογήσεις που δίνουμε αποδίδονται σε πολύ μακροπρόθεσμο ορίζοντα, επομένως οι πολύ σημαντικοί κλιματικοί κίνδυνοι που αντιμετωπίζει η Ελλάδα πρέπει να αναγνωριστούν και πρέπει να λειτουργήσουν ως ουσιαστικός πιστωτικός περιορισμός στις αξιολογήσεις επενδυτικής βαθμίδας, αποτρέποντας περαιτέρω ανοδική πορεία από το BBB- επί του παρόντος».

Ο Σεν επισημαίνει πως η Ελλάδα έχει την τρίτη χειρότερη επίδοση στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μετά την Ιταλία και την Ισπανία, στα μοντέλα της που «μετρούν» τις επιδόσεις στο μέτωπο της κλιματικής αλλαγής. Οι ξηρασίες και οι πυρκαγιές γίνονται πιο συχνές και έντονες, ενώ η προσαρμογή έχει παρεμποδιστεί από τις απαιτούμενες προετοιμασίες στις περιφερειακές διοικήσεις. Ο κίνδυνος του κλίματος περιορίζει τη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, εάν οι καύσωνες και οι πυρκαγιές βλάψουν τους κρίσιμους τομείς του τουρισμού και της γεωργίας, όπως εξηγεί. Μάλιστα επισημαίνει τη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος (από την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής) το 2011, η οποία κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η κλιματική αλλαγή μπορεί να κοστίσει στην ελληνική οικονομία από 577 δισ. έως 701 δισ. ευρώ μέχρι το 2100. «Αυτό είναι τριπλάσιο από το μέγεθος της ελληνικής οικονομίας σήμερα», τονίζει ο Σεν. «Ο κλιματικός κίνδυνος αντιπροσωπεύει σημαντικό κίνδυνο επειδή η Ελλάδα είναι η πιο εκτεθειμένη οικονομία της Ευρωπαϊκής Ενωσης», καταλήγει.

Η Moody’s υπογραμμίζει επίσης ότι η χώρα μας είναι ιδιαίτερα ευάλωτη στην κλιματική αλλαγή, με σημαντικές αρνητικές επιπτώσεις στον τουρισμό και την ανάπτυξη. Οπως σημειώνει στην «Κ» ο επικεφαλής αναλυτής του οίκου, Στέφεν Ντουκ, «όσον αφορά τις καταστροφικές πλημμύρες, είναι ακόμη πολύ νωρίς για να εκτιμηθούν με κάθε ακρίβεια οι ζημιές, αλλά όπως γνωρίζουμε από άλλες φυσικές καταστροφές, συνήθως οι εκτιμήσεις κόστους αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου. Τούτου λεχθέντος, δεδομένων των ισχυρών οικονομικών επιδόσεων κατά τους πρώτους οκτώ μήνες του τρέχοντος έτους, ο αντίκτυπος στην ανάπτυξη πιθανότατα θα είναι σχετικά μικρός». Ωστόσο, όπως επισημαίνει, «η κυβέρνηση έχει περιορισμένο χώρο για να παράσχει στήριξη, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τον στόχο της να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα 2% του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια».

Ο Ντουκ, ωστόσο, προειδοποιεί κι αυτός για πιστωτικούς κινδύνους στην Ελλάδα από την κλιματική αλλαγή. «Παρόλο που η Ελλάδα μπορεί να βασιστεί σε σταθερή οικονομική υποστήριξη από την Ε.Ε. για τον περιορισμό των οικονομικών επιπτώσεων του κλιματικού κινδύνου, η αύξηση της συχνότητας και της σοβαρότητας αυτών των γεγονότων θα μπορούσε να αποδυναμώσει την τουριστική της βιομηχανία, ενώ δημιουργεί μακροπρόθεσμες πιστωτικές προκλήσεις», επισημαίνει.

Οι επιπτώσεις στο ΑΕΠ και η ταχεία ανάκαμψη 

Οικονομολόγοι με τους οποίους μίλησε η «Κ» επισημαίνουν πως οι πλημμύρες θα έχουν σίγουρα αρνητική επίπτωση στο ΑΕΠ και μπορεί να οδηγήσουν σε πτωτικές αναθεωρήσεις στόχων, υπογραμμίζουν ωστόσο ότι, σύμφωνα και με την εμπειρία και σε άλλες χώρες, η ανάκαμψη θα είναι ταχεία λόγω των έργων ανοικοδόμησης, αρκεί βέβαια να εξασφαλιστεί η σχετική χρηματοδότηση.
Τα οικονομικά στοιχεία συχνά δεν αντικατοπτρίζουν το κόστος των φυσικών καταστροφών, εξηγεί στην «Κ» ο Αντριου Κένινγχαμ, επικεφαλής οικονομολόγος της Capital Economics. «Οι οικονομολόγοι τείνουν να εστιάζουν στο ΑΕΠ. Στην πραγματικότητα, οι φυσικές καταστροφές μπορούν συχνά να οδηγήσουν σε αύξηση του μετρούμενου ΑΕΠ στη συνέχεια λόγω της ανάγκης για επενδύσεις για την αποκατάσταση των κατεστραμμένων υποδομών».

Οι πρόσφατες φυσικές καταστροφές στην Ελλάδα είναι πιθανό να επηρεάσουν αρνητικά την αύξηση του ΑΕΠ το τρίτο τρίμηνο, εκτιμά και η Bank of America. «Ωστόσο, αναμένουμε ότι η ανοικοδόμηση που θα ακολουθήσει τα επόμενα τρίμηνα θα υπεραντισταθμίσει αυτή την αρνητική επίπτωση, σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία που δείχνουν μια οικονομική επίδραση σε σχήμα V από τέτοια γεγονότα», επισημαίνει στην «Κ» ο Αθανάσιος Βαμβακίδης, επικεφαλής επενδύσεων στις αγορές συναλλάγματος του G10 στην BofA. 

Το μεγαλύτερο ερώτημα, σύμφωνα με οικονομολόγους, είναι το πόσα θα πρέπει να επενδύσει η Ελλάδα στο μέλλον για να είναι πιο προετοιμασμένη για τέτοιες καταστροφές. «Καθώς η κλιματική αλλαγή εξελίσσεται, τέτοιες καταστροφές μπορεί να γίνουν πιο συχνές στο μέλλον. Αυτό καθιστά ακόμη πιο σημαντικό η Ελλάδα να ενισχύει την οικονομική της δυναμική μέσω περαιτέρω μεταρρυθμίσεων, ώστε με ισχυρή ανάπτυξη και υψηλότερα φορολογικά έσοδα να μπορεί να αντέξει οικονομικά τις πρόσθετες δαπάνες για την πρόληψη και την αντιμετώπιση πιο ακραίων καιρικών φαινομένων», επισημαίνει στην «Κ» ο επικεφαλής οικονομολόγος της Berenberg Bank, Χόλγκερ Σμίντινγκ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT