Από την 1η Ιανουαρίου 2024 καθίσταται υποχρεωτική η ιδιωτική ασφάλιση για όλες τις επιχειρήσεις με ετήσιο κύκλο εργασιών άνω των 2 εκατ. ευρώ, οι οποίες από την ίδια ημερομηνία δεν θα αποζημιώνονται από το κράτος για τις απώλειες από φυσικές καταστροφές. Οπως ανακοίνωσε ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, η ασφάλιση θα πρέπει να καλύπτει πλημμύρα, σεισμό και πυρκαγιά, και θα αφορά το κτίριο, τα μηχανήματα, τον εξοπλισμό και τα αποθέματα.
Η υποχρεωτική ασφάλιση των επιχειρήσεων αφορά, σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου, 16.268 μικρές, μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες όμως πραγματοποιούν το 87,5% του τζίρου της αγοράς, σηματοδοτώντας την επέκταση της ασφάλισης σε ένα σημαντικό τμήμα της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η απόφαση για την υποχρεωτική ασφάλιση έρχεται ως συνέπεια των μεγάλων ζημιών που προκάλεσε η πρόσφατη κακοκαιρία «Daniel» στις επιχειρήσεις της Θεσσαλίας, σημαντικός αριθμός των οποίων ήταν ανασφάλιστος, και επιδιώκει να καλύψει το μεγάλο κενό που υπάρχει στην ασφάλιση της επιχειρηματικής δραστηριότητας στη χώρα μας κυρίως στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών Ελλάδος, ο αριθμός των ασφαλισμένων επιχειρήσεων δεν ξεπερνάει το ένα τρίτο των επιχειρήσεων της χώρας, που με τη μορφή νομικών προσώπων –χωρίς δηλαδή τις ατομικές επιχειρήσεις– υπολογίζονται κοντά στις 600.000. Στελέχη της ασφαλιστικής αγοράς κάνουν λόγο για σημαντική εξέλιξη που θα οδηγήσει σε αύξηση των εργασιών του κλάδου, καλύπτοντας τη συντριπτική πλειονότητα των επιχειρήσεων «με υπολογίσιμο» τζίρο και άρα σημαντικές απώλειες σε περίπτωση φυσικών καταστροφών είτε στις κτιριακές εγκαταστάσεις και στον εξοπλισμό είτε σε προϊόντα.
Ερχονται αυξήσεις στα νέα ασφαλιστικά συμβόλαια λόγω κλιματικής αλλαγής.
Ζητούμενο, ωστόσο, είναι η προετοιμασία της ασφαλιστικής αγοράς ώστε να αναλάβει τους αυξημένους κινδύνους που συνεπάγεται η υποχρεωτική ασφάλιση όλων των επιχειρήσεων με τζίρο άνω των 2 εκατ. ευρώ, υποχρέωση που σημαίνει αυστηρή αποτίμηση του ρίσκου και ενδεχομένως πρόσθετα κεφάλαια. Γκρίζα ζώνη αποτελούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες όπως τα εκκοκκιστήρια, η ξυλεία, ο κλάδος των πλαστικών και της ανακύκλωσης, που ανάλογα με την εταιρεία είτε δεν ασφαλίζονται είτε ασφαλίζονται με υψηλό ασφάλιστρο και την απαίτηση για πρόσθετα μέτρα προστασίας.
Να σημειωθεί ότι με βάση τα στοιχεία για το 2022, ο τομέας περιουσίας αριθμεί 204.467 ασφαλιστήρια συμβόλαια (δεν περιλαμβάνονται τα συμβόλαια των κατοικιών) και τα ασφαλισμένα κεφάλαια ανέρχονται σε 198,3 δισ. ευρώ μέσω. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ενωσης Ασφαλιστικών Εταιρειών, τα 204.467 ασφαλιστήρια συμβόλαια κατανέμονται σε μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις (67.280 συμβόλαια), ξενοδοχεία (14.386 συμβόλαια), επιχειρήσεις ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (11.438 συμβόλαια), βιομηχανικές επιχειρήσεις (8.844 συμβόλαια), γραφεία (8.245 συμβόλαια), υπεραγορές τροφίμων (4.989 συμβόλαια) και σε άλλα 88.205 λοιπά ασφαλιστήρια.
Στελέχη της αγοράς εκτιμούν ότι η διεύρυνση των ασφαλιστικών εργασιών θα συγκρατήσει εν μέρει τις αυξήσεις στα ασφάλιστρα που συνεπάγεται η αύξηση των αντασφαλιστικών συμβάσεων, η οποία προβλέπεται λόγω των υψηλών αποζημιώσεων που έχει καταβάλει παγκοσμίως η ασφαλιστική αγορά. Οπως έχει γράψει η «Κ», τα αντασφάλιστρα το 2023 εκτιμάται ότι θα αυξηθούν κατά 20%-30% εξαιτίας των μεγάλων φυσικών καταστροφών που έλαβαν χώρα το 2023 και αυτό το κόστος θα μετακυλιστεί στα τιμολόγια των ασφαλίστρων για το νέο έτος για την κάλυψη από πυρκαγιά ή πλημμύρα, είτε προκαλείται από φυσικά φαινόμενα είτε από άλλη αιτία. Παραδοσιακά αυτές οι διαπραγματεύσεις ξεκινούν το φθινόπωρο και ολοκληρώνονται τον Δεκέμβριο με την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων. Αυτή η τάση αποτυπώθηκε ξεκάθαρα στο αντασφαλιστικό συνέδριο που πραγματοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα στο Μόντε Κάρλο, προμηνύοντας τη σκλήρυνση της στάσης των μεγάλων αντασφαλιστών, όπως οι Munich Re, Swiss Re, Lloyd’s, AXA κ.ά.
Ανοίγει η αγορά των στεγαστικών
Τη διεύρυνση του ανταγωνισμού στις δανειοδοτήσεις φυσικών προσώπων σηματοδοτεί η θεσμοθέτηση της δυνατότητας χορήγησης στεγαστικών δανείων από τις εταιρείες παροχής πιστώσεων, η δραστηριότητα των οποίων επεκτείνεται με νομοσχέδιο του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. Οι εταιρείες παροχής πιστώσεων μέχρι σήμερα μπορούν να χορηγούν δάνεια μόνο για καταναλωτικούς σκοπούς, κάτι που πρόκειται να αλλάξει με νομοθετική ρύθμιση που θα προβλέπει τη διεύρυνση του πεδίου δραστηριότητάς τους, καθιστώντας παράλληλα λιγότερη γραφειοκρατική τη διαδικασία αδειοδότησής τους. Εκτός από την αγορά των νέων στεγαστικών δανείων αλλά και κόκκινων στεγαστικών οφειλών, οι εταιρείες παροχής πιστώσεων θα μπορούν να κάνουν και αναχρηματοδοτήσεις επιχειρήσεων που έχουν κόκκινα δάνεια και οι οποίες είναι σήμερα αποκλεισμένες από το τραπεζικό σύστημα. Το μέτρο προανήγγειλε χθες ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας, σημειώνοντας ότι η διεύρυνση του ανταγωνισμού θα συμβάλει στη μείωση της ψαλίδας μεταξύ των επιτοκίων χορηγήσεων και των επιτοκίων καταθέσεων.