Φόβοι για πλήγμα στη ρευστότητα των τραπεζών

Φόβοι για πλήγμα στη ρευστότητα των τραπεζών

Αύξηση των ελάχιστων αποθεματικών τους στις κεντρικές τράπεζες των χωρών-μελών της Ευρωζώνης εξετάζει η ΕΚΤ

3' 52" χρόνος ανάγνωσης

Αρνητικές επιπτώσεις για τη ρευστότητα, τα έσοδα από τόκους και την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, και κατ’ επέκταση στην ελληνική οικονομία, θα έχει η ενδεχόμενη αύξηση των υποχρεωτικών ελάχιστων αποθεματικών που θα πρέπει να «παρκάρουν» στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Το ζήτημα αυτό, που αφορά όλες τις τράπεζες της Ευρωζώνης, έχει τεθεί μήνες πριν, ωστόσο αναμένεται να συζητηθεί κατά τη συνεδρίαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις 26 Οκτωβρίου στην Αθήνα ή σε επόμενη συνάντηση και πριν από το τέλος του έτους. Το Reuters ανέφερε πως αρκετά μέλη του διοικητικού συμβουλίου είναι υπέρ της αύξησης των ελάχιστων αποθεματικών στο 3%-4% των καταθέσεων των τραπεζών, από το 1% που είναι σήμερα, ωστόσο, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», οι μεγαλύτερες χώρες θέλουν το ποσοστό αυτό να κινηθεί στο 7%-8%.

Με τα επιτόκια να έχουν πιθανότατα κορυφωθεί στον τρέχοντα κύκλο σύσφιγξης, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αρχίζουν να στρέφονται στην υπερβάλλουσα ρευστότητα που έχει συσσωρευτεί στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης έπειτα από πολλά έτη όπου «έτρεχαν» προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης.

Η ρευστότητα αυτή, η οποία μειώνει τον ανταγωνισμό στις καταθέσεις και κοστίζει στις εθνικές κεντρικές τράπεζες καθώς καταβάλλουν τόκους προς τις εμπορικές τράπεζες, αγγίζει τα 3,66 τρισ. ευρώ, και ένας τρόπος να μειωθεί είναι να αυξηθούν τα ελάχιστα αποθεματικά που πρέπει να διατηρούν οι τράπεζες στην κεντρική τράπεζα. Αλλος τρόπος είναι η λήξη των επανεπενδύσεων που γίνονται στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος που εφαρμόστηκε λόγω της πανδημίας, το PEPP, πολύ πριν από τα τέλη του 2024 που έχει προγραμματιστεί.

Οι τράπεζες της Ζώνης του Ευρώ είναι υποχρεωμένες να έχουν συγκεκριμένη ποσότητα κεφαλαίων στους τρεχούμενους λογαριασμούς τους στην αντίστοιχη εθνική κεντρική τράπεζα. Αυτά τα κεφάλαια ονομάζονται υποχρεωτικά ελάχιστα αποθεματικά τα οποία καθορίζονται συνήθως για περίοδο έξι έως επτά εβδομάδων. Οι τράπεζες πρέπει να τηρούν στην αντίστοιχη εθνική κεντρική τράπεζα τουλάχιστον το 1% των καταθέσεων, το οποίο διαμορφώνεται σήμερα στα 165,296 δισ. ευρώ.

Σήμερα τα ελάχιστα αποθεματικά των ελληνικών τραπεζών στην ΤτΕ διαμορφώνονται σε 1,8 δισ. ευρώ.

Σε ό,τι αφορά τις ελληνικές τράπεζες, τα ελάχιστα αποθεματικά διαμορφώνονται στο 1,8 δισ. ευρώ, καθώς το επίπεδο των καταθέσεων κινείται στα 180 δισ. ευρώ. Εάν η υποχρέωση του 1% κινηθεί στο 3%-4%, τότε τα ελάχιστα αποθεματικά θα διαμορφωθούν στα 6-8 δισ. ευρώ, ενώ εάν «περάσει» η άποψη του 7%-8%, τότε το ποσό για τις ελληνικές τράπεζες «ανεβαίνει» στα 13-14 δισ. ευρώ. Αξίζει να σημειώσουμε πως, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», πλειοψηφική άποψη στο Δ.Σ. της ΕΚΤ δεν στηρίζει τη σημαντική αύξηση της ελάχιστης αυτής απαίτησης για τα αποθεματικά.

Οι ελληνικές τράπεζες, όπως και όλες οι τράπεζες της Ευρωζώνης, από τον περασμένο Ιούλιο δεν κερδίζουν πλέον τόκους από τα ελάχιστα αποθεματικά που έχουν καταθέσει, καθώς το επιτόκιο μηδενίστηκε, ωστόσο συνεχίζουν να «κερδίζουν» τόκους, ίσους με το επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ που είναι στο 4%, από την υπερβάλλουσα ρευστότητα την οποία έχουν καταθέσει στην ΤτΕ.

Εάν αυξηθεί το επίπεδο των ελαχίστων αποθεματικών, αυτομάτως θα μειωθεί και η υπερβάλλουσα ρευστότητα των ελληνικών τραπεζών, η οποία σήμερα διαμορφώνεται στα 30 δισ. ευρώ, και άρα θα μειωθούν και τα επιτοκιακά έσοδα. Αυτό θα επηρεάσει την κερδοφορία τους, με αναλυτές να εκτιμούν πως τα κέρδη ανά μετοχή για τις τέσσερις συστημικές θα μειωθούν κατά 4% με 6% το 2024 και κατά 3% έως 5% το 2025, εάν αυξηθεί η απαίτηση για τα ελάχιστα αποθεματικά στο 4% των καταθέσεων, κάτι που θεωρούν διαχειρίσιμο, αν και μόλις πρόσφατα οι ελληνικές τράπεζες επέστρεψαν σε κερδοφορία και στόχος είναι να αποδειχθεί ότι είναι διατηρήσιμη.

Εκτός από τις επιπτώσεις στην κερδοφορία, μια τέτοια εξέλιξη θα έχει αντίκτυπο και στην οικονομία. Οι δείκτες ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών κινούνται σε πολύ υψηλά επίπεδα και άνω του 200% (σύμφωνα με το ρυθμιστικό πλαίσιο, το ελάχιστο όριο του δείκτη κάλυψης ρευστότητας LCR είναι το 100%) οπότε δεν τίθεται ζήτημα θέσεων ρευστότητας. Ωστόσο λιγότερη υπερβάλλουσα ρευστότητα για τις ελληνικές τράπεζες σημαίνει και μικρότερη δυνατότητα στήριξης της οικονομίας, τη στιγμή που ο ταχύτερος κύκλος νομισματικής σύσφιγξης στην ιστορία της Ευρωζώνης έχει ήδη μεταδοθεί στους όρους δανεισμού των τραπεζών και έχει οδηγήσει σε επιδείνωση των πιστωτικών συνθηκών, με τη χορήγηση νέων δανείων να έχει πατήσει «φρένο».

Σε επίπεδο κεντρικών τραπεζών, οι οποίες είναι αντιμέτωπες με σημαντικές ζημίες πλέον στους ισολογισμούς τους (με την ΤτΕ να αποτελεί εξαίρεση), μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί ανακούφιση. Τα έξοδα των εθνικών κεντρικών τραπεζών έχουν εκτιναχθεί λόγω της ταχείας αύξησης των τόκων που καταβάλλουν στις εμπορικές τράπεζες για τις καταθέσεις τους καθώς και για τις καταθέσεις του Δημοσίου, και στο 4% (από -0,5% πριν). Ο μηδενισμός των τόκων στα ελάχιστα αποθεματικά σε συνδυασμό με τη μείωση στην υπερβάλλουσα ρευστότητα που θα φέρει η αύξηση του ποσού των ελάχιστων αποθεματικών (για την οποία καταβάλλουν επιτόκιο 4%), θα μειώσει τα έξοδα και άρα θα περιορίσει τις ζημίες στον ισολογισμό τους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT