Ομόλογα: Από την «επιλεκτική χρεοκοπία» στην επενδυτική βαθμίδα

Ομόλογα: Από την «επιλεκτική χρεοκοπία» στην επενδυτική βαθμίδα

Λίγο πριν από την πολυαναμενόμενη αξιολόγηση της S&P για την Ελλάδα, ο οίκος αναλύει τις αναδιαρθρώσεις χρέους

3' 10" χρόνος ανάγνωσης

Ενα μήνα περίπου πριν από την πολυαναμενόμενη «ετυμηγορία» του για την Ελλάδα, ο οίκος S&P κάνει μια σύντομη ιστορική αναδρομή της προόδου που έχει σημειώσει η χώρα από τότε που την είχε υποβαθμίσει σε «επιλεκτική χρεοκοπία», και μάλιστα δύο φορές, μέχρι σήμερα που βρίσκεται μία ανάσα πριν από την επενδυτική βαθμίδα.

Η S&P αναλύει τις αναδιαρθρώσεις χρέους που έχουν γίνει διεθνώς τα τελευταία χρόνια, καθώς, όπως επισημαίνει, πλέον επανέρχονται στην «επικαιρότητα» των αγορών. Από το 2019, και ως αποτέλεσμα των παγκόσμιων οικονομικών κλυδωνισμών, τα επίπεδα του δημόσιου χρέους στις 137 χώρες που αξιολογεί η S&P, αυξήθηκαν κατά 8% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο και κατά 13% του ΑΕΠ στα κράτη με βαθμολογία «Β-» ή χαμηλότερη. Ταυτόχρονα, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους συνεχίζει να αυξάνεται κατακόρυφα. Αυτή η δυναμική έχει οδηγήσει σε εκροές κεφαλαίων από τις αγορές και η βιωσιμότητα του χρέους πολλών χωρών έχει επιδεινωθεί, με τις αναδιαρθρώσεις να αυξάνονται και πάλι.

Η Ελλάδα φυσικά έχει… περίοπτη θέση στην ανάλυση της S&P, αφού τα τελευταία 11 χρόνια έχει προχωρήσει σε δύο αναδιαρθρώσεις χρέους.

Οπως τονίζει η S&P, τα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης του δημόσιου χρέους, η Ελλάδα γνώρισε οικονομική άνθηση. Ωστόσο, καθώς τα πάντα άλλαξαν μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, οι διαρθρωτικές ανισορροπίες στην ελληνική οικονομία έγιναν όλο και πιο ανησυχητικές. Μετά μια απότομη αρνητική αναθεώρηση των δημοσιονομικών στατιστικών στοιχείων, η οποία έδειξε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα ήταν 13% του ΑΕΠ αντί για το προηγουμένως αναφερόμενο 5%, η βιωσιμότητα του χρέους της Ελλάδας τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Μέχρι το τέλος του 2011, το χρέος έφτασε στο 175% του ΑΕΠ, η εξυπηρέτηση του χρέους καταλάμβανε το 17,2% των εσόδων της γενικής κυβέρνησης και η κυβέρνηση δεν είχε πλέον πρόσβαση στην αγορά.

Τον Φεβρουάριο του 2012, η κυβέρνηση εισήγαγε μονομερώς και αναδρομικά ρήτρες συλλογικής δράσης (CAC) σε ορισμένες σειρές του δημόσιου χρέους της. Οι CAC δεσμεύουν όλους τους ομολογιούχους με τροποποιημένους όρους πληρωμής ομολόγων σε περίπτωση που οι πιστωτές έχουν συμφωνήσει να το πράξουν. Κατά την άποψη της S&P, η αναδρομική εισαγωγή CAC άλλαξε ουσιαστικά τους αρχικούς όρους του επηρεαζόμενου χρέους και αποτέλεσε την έναρξη μιας προβληματικής αναδιάρθρωσης χρέους. 

Η πεποίθηση του οίκου ήταν τότε ότι εάν ένας επαρκής αριθμός ομολογιούχων δεν αποδεχόταν την προσφορά ανταλλαγής, η Ελλάδα θα αντιμετώπιζε αθέτηση πληρωμών λόγω της έλλειψης πρόσβασης στις αγορές και της πιθανής μη διαθεσιμότητας πρόσθετης επίσημης χρηματοδότησης. Ως εκ τούτου, υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας σε «επιλεκτική χρεοκοπία» και τις αξιολογήσεις της για τις επηρεαζόμενες εκδόσεις χρέους σε «default» εν αναμονή της ολοκλήρωσης της ανταλλαγής. Στη συνέχεια, το καλοκαίρι ο οίκος προχώρησε σε αναβάθμιση της χώρας στο «CCC».

Αργότερα, στις 3 Δεκεμβρίου 2012, η Ελλάδα ξεκίνησε μια σειρά από επιλογές επαναγοράς χρέους. Αν και η πρόσκληση για συμμετοχή στην επαναγορά ήταν εθελοντική, ο οίκος θεώρησε ότι αυτή ήταν μια δεύτερη δυσχερής ανταλλαγή επειδή, μεταξύ άλλων, οι επενδυτές θα λάμβαναν λιγότερο από το αρχικά υποσχεθέν ποσό, καθώς το χρέος εξαγοράστηκε με σημαντική «έκπτωση» και η ανταλλαγή δεν ήταν καθαρά ευκαιριακή. Παρόλο που οι επενδυτές αποδέχθηκαν πρόθυμα την προσφορά, η S&P θεώρησε ότι είχαν κίνητρο να το κάνουν λόγω των ανησυχιών ότι θα τα πήγαιναν ακόμη χειρότερα σε περίπτωση αποτυχίας της επαναγοράς. Ως εκ τούτου, υποβάθμισε για δεύτερη φορά την Ελλάδα σε καθεστώς «επιλεκτικής χρεοκοπίας» στις 5 Δεκεμβρίου του 2012.
Οπως καταλήγει η S&P, και λαμβάνοντας υπόψη όλο αυτό το story, η Ελλάδα έχει καταγράψει σημαντική πρόοδο, έχοντας «ανέβει» 12 σκαλοπάτια στην αξιολόγησή της. Ενώ το επίπεδο του χρέους της παραμένει υψηλό σε ονομαστικούς όρους –εκτιμάται περίπου στο 159% του ΑΕΠ φέτος–, τα πακέτα διάσωσης που έλαβε η χώρα μετά την κρίση επέτρεψαν την αποτελεσματική διαχείρισή του και τη σημαντική μείωση του κόστους των τόκων σε πιο βιώσιμα επίπεδα. Η Ελλάδα πληρώνει σήμερα ένα ποσό που ισοδυναμεί με το 4,9% των εσόδων της γενικής κυβέρνησης και έχει μέση σταθμισμένη διάρκεια χρέους 17,2 ετών, από τις μεγαλύτερες διεθνώς.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT