Τα υψηλά επιτόκια προκαλούν αναταραχή στην αγορά ομολόγων

Τα υψηλά επιτόκια προκαλούν αναταραχή στην αγορά ομολόγων

Για ποιους λόγους η αύξηση των αποδόσεων δεν ανησυχεί την Αθήνα

4' 18" χρόνος ανάγνωσης

Με ψυχραιμία παρακολουθεί το οικονομικό επιτελείο τους ισχυρούς κραδασμούς που βιώνει το τελευταίο διάστημα η αγορά ομολόγων, διαμηνύοντας παράλληλα σε κάθε ευκαιρία ότι δεν υπάρχει καμία περίπτωση η Ελλάδα να «ξεφύγει» στο δημοσιονομικό μέτωπο, παρά τις δύσκολες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί από τον κύκλο σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής καθώς και τις οικονομικές επιπτώσεις από τις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες και πυρκαγιές. Αλλωστε η κυβέρνηση γνωρίζει πως η επιστροφή στην πραγματική κανονικότητα έχει πολύ δρόμο ακόμη και το πρώτο βήμα είναι να «εξασφαλιστεί» η επενδυτική βαθμίδα από τους μεγάλους οίκους αξιολόγησης, όπως η S&P αυτόν τον μήνα αλλά και η Fitch τον Δεκέμβριο, όπως το έχουν τιμολογήσει οι αγορές.

Επιβεβαιώνοντας για ακόμη μία φορά τη διορατικότητά του και την προορατική (proactive) στρατηγική που έχει υιοθετήσει εδώ και καιρό, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έχει φροντίσει από πολύ νωρίς στο έτος να «κλείσει» το θέμα των δανειακών αναγκών. Ο φετινός στόχος δανειακής στρατηγικής είχε τεθεί στα 7 δισ. ευρώ, και έως σήμερα, με τις νέες εκδόσεις ομολόγων και τις δημοπρασίες επαναγοράς, έχουν αντληθεί συνολικά 10,85 δισ. ευρώ. Μάλιστα αμέσως μετά τον δεύτερο γύρο των εκλογών έσπευσε να εκμεταλλευθεί το θετικό μομέντουμ προχωρώντας σε δύο κινήσεις ματ, με την έκδοση νέου 15ετούς ομολόγου παράλληλα με την ανταλλαγή δύο ομολόγων που έληγαν το 2024 και το 2025 (η οποία μαζί με την πρόωρη αποπληρωμή των δύο δόσεων των διμερών δανείων τον Δεκέμβριο μειώνουν τις μεικτές χρηματοδοτικές ανάγκες της διετίας σε περίπου 11 δισ. ευρώ, από 18 δισ. ευρώ πριν).

Η Ελλάδα έχει καλύψει τις φετινές δανειακές ανάγκες της, ενώ αυτές του 2024 δεν υπερβαίνουν τα 7 δισ. ευρώ.

Με δεδομένα τα παραπάνω, η Ελλάδα είναι προστατευμένη από τη «φουρτούνα» που έχει χτυπήσει τις αγορές χρέους, με την άνοδο του κόστους δανεισμού να μην προκαλεί «συναγερμό». Η καταιγίδα στα ομόλογα διεθνώς οδήγησε την απόδοση του γερμανικού 10ετούς στο 3% και στα υψηλότερα επίπεδα από το 2011, τα 30ετή αμερικανικά ομόλογα άγγιξαν το 5% και τα υψηλότερα επίπεδα από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, ενώ το 5% έφτασαν οι αποδόσεις των ιταλικών 10ετών και στα υψηλά του 2012, με το spread να διαμορφώνεται στις 200 μονάδες βάσης. Η απόδοση στα ελληνικά 10ετή κινήθηκε την περασμένη εβδομάδα έως το 4,5%, στο υψηλότερο επίπεδο από τον φετινό Μάρτιο, με το spread να «συγκρατείται» (στις 143 μ.β.) λόγω του ότι οι ελληνικές αποδόσεις, αν και αυξήθηκαν στο πλαίσιο του γενικότερου sell-off, κινήθηκαν πιο «μαζεμένα» από ό,τι άλλων χωρών.

Πίσω από την αναταραχή αυτή είναι το μήνυμα που έστειλαν οι μεγάλες κεντρικές τράπεζες ότι τα επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, προκαλώντας ανησυχίες για την πορεία της ανάπτυξης. Παράλληλα, και ο παράγων «Ιταλία» έπαιξε ρόλο στο sell-off, με την κυβέρνηση να ανακοινώνει ότι προβλέπει έλλειμμα 5,5% το 2024.

Το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει ανάγκη να βγει ξανά στις αγορές φέτος, ενώ οι χρηματοδοτικές ανάγκες για το 2024 δεν ξεπερνούν τα 6-7 δισ. ευρώ και στην πραγματικότητα –χάρη και στα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα που κινούνται στα 36-38 δισ. ευρώ και θα κλείσουν το έτος λίγο χαμηλότερα από τα 30 δισ. ευρώ– μπορεί, αν θέλει, και να μη βγει καθόλου στις αγορές σε ένα ακραίο σενάριο, δημιουργούν ένα κλίμα «ασφάλειας». Και όλα αυτά τη στιγμή που η Γαλλία ανακοίνωσε ότι θα αντλήσει το ποσό ρεκόρ των 285 δισ. ευρώ από τις αγορές το 2024, η Ιταλία εκτιμάται ότι θα αντλήσει περί τα 320 δισ. ευρώ, η Γερμανία 303 δισ. ευρώ και η Ισπανία 173 δισ. ευρώ.

Το πλεόνασμα στο 1,1% του ΑΕΠ, μήνυμα στις αγορές

Η Ελλάδα είναι ακόμη μακριά από την κανονικότητα, ενώ έρχονται σημαντικές αξιολογήσεις από τους οίκους το επόμενο διάστημα, τη στιγμή που οι επιπτώσεις των καταστροφικών πλημμυρών έχουν ήδη προκαλέσει ένα επίπεδο ανησυχίας στους επενδυτές.

Για αυτόν τον λόγο, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση αναβάθμισε τον στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα φέτος στο 1,1% του ΑΕΠ, από 0,7% –θεωρείται μάλιστα συντηρητικός, καθώς πηγές της αγοράς το τοποθετούν στο 1,3% του ΑΕΠ–, με κάθετο τρόπο διαμηνύει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για περαιτέρω παροχές και πως το… μότο ήταν και παραμένει η δημοσιονομική συγκράτηση. Σε καμία περίπτωση δεν θέλει να στείλει λάθος μήνυμα στις αγορές, καθώς γνωρίζει πολύ καλά πως οι επενδυτές «ζυγίζουν» τις οικονομικές προοπτικές μιας χώρας, επιβραβεύουν τη δημοσιονομική σύνεση και κλείνουν την πόρτα όπου βλέπουν κινδύνους πολιτικής. Οσον αφορά το 2024, ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα έχει τεθεί στο 2,1% και αυτό θα καλύψει πλήρως τις ετήσιες πληρωμές τόκων (περίπου 5 δισ. ευρώ), ενώ από το 2025 και μετά το ετήσιο πλεόνασμα θα είναι υψηλότερο από τις πληρωμές τόκων, με άλλα λόγια η Ελλάδα θα είναι σε συνολικό και απόλυτο πλεόνασμα.

Αυτό είναι σημαντικό ώστε να χτιστεί η επιστροφή στην πλήρη κανονικότητα, δηλαδή εκεί που ήταν η οικονομία πριν από τις κρίσεις και βαθμολογούνταν από τους οίκους με «Α+». Αυτό είναι πέντε σκαλοπάτια πάνω από τη σημερινή βαθμολογία της, κάτι που σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς θα μπορέσει να επιτευχθεί σε 10 χρόνια. Για να το καταφέρει αυτό, η εστίαση πρέπει πρωτίστως να είναι στη μείωση του ύψους του χρέους και σε απόλυτους αριθμούς, το οποίο εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στα 357 δισ. ευρώ ή 159,3% του ΑΕΠ στο τέλος του 2023.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT