Με αισθητά ταχύτερο ρυθμό έχουν αυξηθεί οι τιμές των ενοικίων σε σχέση με τις αντίστοιχες αυξήσεις των μισθολογικών απολαβών στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Οπως προκύπτει από νέα έρευνα που πραγματοποιήθηκε παγκοσμίως από τη βρετανική εταιρεία Online Mortgage Advisor, ένας μέσος εργαζόμενος στην Αθήνα χρειάζεται σήμερα να δαπανήσει το 55,9% του εισοδήματός του για την πληρωμή του ενοικίου της κατοικίας του. Το αντίστοιχο ποσοστό το 2018 διαμορφωνόταν στο 42,4%.
Η Αθήνα εμφανίζει και τη χειρότερη εικόνα σε σχέση με άλλες πόλεις της χώρας, κάτι που εξηγείται από το γεγονός ότι τα ενοίκια έχουν αυξηθεί περισσότερο. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η δεύτερη χειρότερη επίδοση εντοπίζεται στην Πάτρα, όπου σήμερα απαιτείται το 46,36% του μισθού, όταν το 2018 απαιτούνταν το 38,56% του μηνιαίου εισοδήματος. Στη Θεσσαλονίκη, χρειάζεται κανείς να δαπανήσει το 53,55% του μισθού του. Σε παγκόσμιο επίπεδο, προκύπτει ότι το 45,5% των πόλεων κατέστη λιγότερο προσιτό για διαβίωση (μέσω της ενοικίασης), δείγμα των προκλήσεων που δημιουργούνται σε πολλές χώρες. Ο υπολογισμός έχει γίνει λαμβάνοντας υπόψη το μέσο μηνιαίο εισόδημα, συγκριτικά με το μέσο κόστος ενοικίασης ενός τ.μ. στο κέντρο της πόλης, με βάση στοιχεία από τη Numbeo.
Το συμπέρασμα αυτό αποτυπώνει, με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο, ότι τα εισοδήματα των νοικοκυριών δεν έχουν αυξηθεί με τον απαιτούμενο ρυθμό, ώστε να αντισταθμίσουν και να υπερκαλύψουν τις αντίστοιχες αυξήσεις των ενοικίων. Ετσι, στην πράξη, οι συνθήκες διαβίωσης για πολλά νοικοκυριά έχουν επιδεινωθεί σε σχέση με το 2018, παρότι έχει μεσολαβήσει η έξοδος από το μνημόνιο και την κρίση και η οικονομία της χώρας έχει ανακάμψει σημαντικά.
Με βάση τα στοιχεία του τρίτου τριμήνου του 2023, από το δίκτυο ηλεκτρονικών αγγελιών Spitogatos, προκύπτει ότι στην Αττική η μέση ζητούμενη τιμή ενοικίασης διαμορφώνεται σε 9,25 ευρώ/τ.μ., αυξημένη κατά 8,2% σε ετήσια βάση. Στο κέντρο της Αθήνας, παρατηρείται αύξηση κατά 10,9% στα 10 ευρώ/τ.μ., ενώ στα νότια προάστια, η μέση τιμή αγγίζει τα 12 ευρώ/τ.μ., όντας υψηλότερη κατά 9,1% σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Στα βόρεια προάστια, η αύξηση είναι της τάξεως του 7,7%, στα 10,8 ευρώ/τ.μ.
Από το 2012, ο μέσος μισθός έχει αυξηθεί 1,5%, όταν στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες η αύξηση υπερβαίνει το 17%.
Εν τω μεταξύ, σε έτερη ανάλυση, της εταιρείας Utility Bidder (με βάση στοιχεία του ΟΟΣΑ), προκύπτει ότι κατά τη δεκαετία 2012-2022 η Ελλάδα εμφανίζει τη μικρότερη αύξηση του μέσου ετήσιου μισθού. Συγκεκριμένα, η αύξηση δεν ξεπερνά το 1,5%, από τις 24.339 ευρώ του 2012 στις 24.709 του 2022, που αποτελεί και τη χειρότερη επίδοση μεταξύ των υπολοίπων χωρών.
Στον αντίποδα, σε χώρες όπως η Αυστρία το μέσο ετήσιο εισόδημα έχει αυξηθεί κατά 24,7%, στην Ιρλανδία κατά 23,8%, στο Βέλγιο κατά 22,9%, στην Ιταλία κατά 20,9% και στην Ισπανία κατά 17,9%.
Ανάλογα είναι και τα ευρήματα ανάλυσης της Attica Bank, σε συνεργασία με το ΙΟΒΕ, που δημοσιεύθηκε χθες.
Σε αυτήν τονίζεται ότι τα τελευταία χρόνια παρατηρείται αύξηση του δείκτη Price-To-Income (τιμές προς εισόδημα), που μεταφράζεται σε αυξημένο κόστος στέγασης. «Το ποσοστό επιβάρυνσης του κόστους στέγασης υποδηλώνει πως περίπου το 25% των ελληνικών νοικοκυριών δαπανά πάνω από το 40% του εισοδήματός του για ανάγκες στέγασης, όπως επίσης και το μεγαλύτερο ποσοστό του εισοδήματος τους, ανάμεσα στα υπόλοιπα κράτη-μέλη. Το υψηλό ενεργειακό κόστος οδηγεί μεγάλο ποσοστό των νοικοκυριών σε καθυστερήσεις πληρωμών, αλλά και δημιουργεί καταναλωτικές στρεβλώσεις», τονίζεται στην έκθεση.
Παράλληλα, σύμφωνα με την Attica Bank, σε σχέση με το 2015, ο δείκτης τιμών πώλησης προς ενοίκια (Price-to-Rent), στην Ελλάδα, είναι ο τέταρτος μεγαλύτερος στην Ε.Ε., κάτι που σημαίνει ότι παρατηρούνται έντονα ανοδικές πιέσεις στις τιμές πώλησης. Οπως σημειώνει και η Online Mortgage Advisor, οι εργαζόμενοι στην Αθήνα έχουν καταγράψει και τη μεγαλύτερη μείωση της αγοραστικής τους δύναμης σε ό,τι αφορά την απόκτηση κατοικίας. Το 2018, ο μέσος εργαζόμενος μπορούσε να αγοράζει σχεδόν 6 τ.μ. (με βάση το ετήσιο εισόδημά του), αριθμός που υποχώρησε στα 4,2 τ.μ. το 2022. Η διαφορά αυτή είναι άλλη μία απόδειξη του πόσο γρήγορα αυξήθηκαν οι τιμές πώλησης κατοικιών, σε σχέση με τα εισοδήματα, παράγοντας που δεν αποτελεί θετικό οιωνό για τη διατήρηση της ζήτησης στο ίδιο υψηλό επίπεδο και τα επόμενα χρόνια.
Πανευρωπαϊκό πρόβλημα η στεγαστική κρίση
Σε κοινό πρόβλημα, ανεξαρτήτως της οικονομικής κατάστασης της κάθε χώρας, εξελίσσεται η στεγαστική κρίση. Στην Ευρώπη τα προσιτά διαμερίσματα για ενοικίαση ή αγορά γίνονται είδος υπό εξαφάνιση λόγω της εκτόξευσης των τιμών τα τελευταία χρόνια, ενώ οι αρμόδιες αρχές αδυνατούν να αμβλύνουν τις πιέσεις στον κλάδο.
Στην Πορτογαλία, το ποσοστό της ιδιοκατοίκησης των νέων κάτω των 25 ετών μειώθηκε κατά περίπου 50% σε μία εικοσαετία.
Ειδικότερα, σύμφωνα με στοιχεία της κεντρικής τράπεζας της χώρας, 55% όσων γεννήθηκαν μεταξύ 1977 και 1986 είχαν αγοράσει δικό τους σπίτι μέχρι την ηλικία των 25 ετών, ενώ το ποσοστό αυτό υποχώρησε στο 25% για όσους γεννήθηκαν μετά το 1997. Για τη ραγδαία πτώση ευθύνεται η στεγαστική κρίση, η οποία οδήγησε σε άνοδο των τιμών κατοικιών κατά 8,7% την τελευταία δεκαετία. Ετσι, παρότι η Πορτογαλία συνεχίζει να καταγράφει υψηλότατα ποσοστά ιδιοκατοίκησης –της τάξεως του 70%–, βασίζεται ιδίως στις μεγαλύτερες ηλικίες.
Οι πολίτες ζητούν μέτρα, όπως στήριξη για αγορά πρώτης κατοικίας, την ανέγερση πιο προσιτών κατοικιών και την αναβάθμιση των εγκαταλελειμμένων κτιρίων.
Δυσκολία εύρεσης προσιτής στέγης αντιμετωπίζουν και οι πολίτες του Λουξεμβούργου, οι οποίοι συγκαταλέγονται στους πλουσιότερους της Ευρωπαϊκής Ενωσης. «Η ενοικίαση διαμερίσματος με δύο υπνοδωμάτια κοστίζει τουλάχιστον 2.000 ευρώ», ανέφερε πρόσφατα στο AFP δασκάλα και μητέρα τριών παιδιών, η οποία περίμενε πέντε χρόνια για να μπει στο πρόγραμμα της κοινωνικής στέγασης. «Η προσιτή στέγη σπανίζει, ιδίως για νέους και μονογονεϊκές οικογένειες», τόνισε.
«Ολο και περισσότεροι κάτοικοι του Λουξεμβούργου περνούν τα σύνορα για να μείνουν σε Γερμανία, Βέλγιο ή Γαλλία, ακριβώς επειδή τα ενοίκια και η αγορά κατοικίας είναι χαμηλότερα», επιβεβαίωσε ο Αντουάν Πακού, ερευνητής στο Housing Observatory.
Από την Πορτογαλία μέχρι το Λουξεμβούργο, τα προσιτά διαμερίσματα για ενοικίαση ή αγορά είναι είδος υπό εξαφάνιση.
Ενδεικτικά, η τιμή των καινούργιων διαμερισμάτων στην πρωτεύουσα ανέρχεται σε 13.000 ευρώ το τ.μ., ενώ των παλαιότερων σε 10.700 ευρώ το τ.μ. Η μέση τιμή ενός νέου σπιτιού είναι στο 1,5 εκατ. ευρώ. Επίσης, τα ενοίκια αυξήθηκαν κατά 6,7% μεταξύ του Ιουνίου 2022 και του Ιουνίου 2023, πολύ ταχύτερα από τον πληθωρισμό 3,4% για την ίδια περίοδο. Ως αποτέλεσμα, η στεγαστική κρίση βρέθηκε στο επίκεντρο των τελευταίων εκλογών του Λουξεμβούργου την περασμένη Κυριακή, με αμφότερα τα δύο μεγάλα κόμματα να δεσμεύονται για επίλυση του προβλήματος.
Και βίαια περιστατικά
Η κατάσταση έχει επιδεινωθεί ακόμη και σε χώρες όπως η Τουρκία, όπου καταγράφονται βίαια περιστατικά μεταξύ ιδιοκτητών και ενοικιαστών (τουλάχιστον 11 θάνατοι και 46 τραυματισμοί από τέτοια περιστατικά).
Τα ενοίκια έχουν αυξηθεί κατά μέσον όρο 121% το τελευταίο έτος και στις μεγάλες πόλεις έως και 188%. Η εκτίναξη των τιμών αποδίδεται στο κόστος διαβίωσης, στον δυσθεώρητο πληθωρισμό και στη μαζική μετεγκατάσταση των σεισμοπαθών τον Φεβρουάριο.
Η τουρκική κυβέρνηση έχει βάλει πλαφόν στο 25% για τις αυξήσεις ενοικίων σε ιδιώτες. Ωστόσο, ειδικοί εξηγούν ότι τα μέτρα έχουν εντείνει τις πιέσεις, καθώς οι ιδιοκτήτες καταφεύγουν σε άλλα, ενδεχομένως παράνομα μέσα προκειμένου να αποσπάσουν υψηλότερο ενοίκιο.
Στο εξάμηνο φέτος υπήρχαν περίπου 47.000 υποθέσεις έξωσης και 100.000 υποθέσεις για παράνομη αύξηση ενοικίου. Σύμφωνα με τον τουρκικό Τύπο, πρόκειται για υπερδιπλάσιο αριθμό σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2022.