Σε μεγάλο «αγκάθι» για την ηγεσία του υπουργείου Εργασίας αλλά και συνολικότερα την κυβέρνηση εξελίσσεται η μεταρρύθμιση στο κανονιστικό πλαίσιο που διέπει την επαγγελματική ασφάλιση στη χώρα μας, μια μεταρρύθμιση που φαίνεται πως άργησε πολλά χρόνια. Οι προωθούμενες αλλαγές φέρουν τη σφραγίδα του υφυπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Πάνου Τσακλόγλου, με την κριτική να έχει εστιαστεί κατά κύριο λόγο στην επιβολή κυμαινόμενου φόρου στις παροχές επαγγελματικής ασφάλισης. Στόχος του μέτρου, όπως επισημαίνουν κυβερνητικά στελέχη, είναι η ανάπτυξη του θεσμού που δεν θα στηρίζεται σε εφήμερα φορολογικά κίνητρα, αλλά σε αρχές, κανόνες, πραγματικές ανάγκες, δεσμούς εμπιστοσύνης και υψηλή ποιότητα υπηρεσιών προς τους ασφαλισμένους. Σύμφωνα με τα ίδια στελέχη, αν και σε όλο τον κόσμο τα επαγγελματικά ταμεία κατά κανόνα προσφέρουν συμπληρωματικό μηνιαίο εισόδημα (σύνταξη), στην Ελλάδα, παρέχουν σχεδόν αποκλειστικά εφάπαξ, γεγονός που προβληματίζει. Και αυτό, γιατί όπως επισημαίνουν, κάποια τέτοια Ταμεία λειτουργούν σαν ένα… κανάλι φοροδιαφυγής και στη σκιά της νομιμότητας. Αυτό που υπονοούν είναι πως δίνεται μέσω των καταστατικών τους (με την υπογραφή υπουργών και υφυπουργών όλων των κυβερνήσεων) η δυνατότητα να καταθέτουν σε Ταμεία Επαγγελματικής Ασφάλισης χρήματα χωρίς ετήσιο όριο, και να τα εισπράττουν ως εφάπαξ έπειτα από πολύ λίγα χρόνια, τελείως αφορολόγητα. Για τον λόγο αυτό, η αρχική εισήγηση ήταν μια ενιαία, οριζόντια φορολόγηση των εφάπαξ κατά 15% και αντίστοιχα μειωμένη κατά 50% φορολόγηση (7,5%) για τις συντάξεις.
Η πρόταση αυτή θεωρήθηκε από την αγορά των ΤΕΑ κάτι σαν αιτία πολέμου, καθώς θα δημιουργούσε στην πράξη τα αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που εκτιμά η κυβέρνηση, οδηγώντας τον θεσμό –που ούτως ή άλλως δεν έχει αναπτυχθεί ιδιαίτερα στη χώρα μας– σε συρρίκνωση. Στο βασικό επιχείρημα δε, ότι τα εφάπαξ που χορηγούν τα ΤΕΑ είναι αφορολόγητα, οι εκπρόσωποι των Ταμείων σημειώνουν ότι οι παροχές εφάπαξ από τα ΤΕΑ δεν φορολογούνται διότι, όπως ακριβώς οι φορείς εφάπαξ κοινωνικής ασφάλισης (ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ), ιδρύονται βάσει νόμου και έχουν μη κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Επίσης, υποστηρίζεται ότι η φορολογική επιβάρυνση των ΤΕΑ σε περίπτωση που κάποιος λάβει την παροχή σε μορφή εφάπαξ δεν είναι μηδέν, αφού η υπεραξία (αποδόσεις επενδύσεων) των ΤΕΑ υπόκειται σε φορολόγηση (11%). Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση των σωματείων Union Eurobank και του συλλόγου προσωπικού Alpha Bank, που κάνουν λόγο για «νομοσχέδιο-νάρκη» και για «δυσμενή εξέλιξη που ευνοεί τις ασφαλιστικές εταιρείες». Επισημαίνουν επιπλέον πως «οι ασφαλισμένοι στα ΤΕΑ κινδυνεύουν να εγκλωβιστούν σε ένα καθεστώς με δυσμενέστερους όρους από το αρχικό που είχαν επιλέξει» και κάνουν λόγο για παραβίαση της συνταγματικής προστατευόμενης ελευθερίας εργοδοτών και εργαζομένων, αφού για τη δημιουργία του Ταμείου τους «προηγήθηκε η κατάρτιση σχετικής επιχειρησιακής συλλογικής σύμβασης εργασίας μεταξύ των εργοδοτριών τραπεζών και των σωματείων των εργαζομένων.
Υστερα από αντιδράσεις και πιέσεις της αγοράς των ΤΕΑ, αλλά και επιχειρήσεων που είναι έτοιμες να δημιουργήσουν δικό τους Ταμείο και διστάζουν λόγω της ασάφειας που κυριαρχεί όσον αφορά το φορολογικό καθεστώς, το σχέδιο νόμου θα προβλέπει (με ανοικτό το ενδεχόμενο να υπάρξουν και νέες αλλαγές) ότι εάν τα χρήματα εισπραχθούν ως εφάπαξ, εντός των πρώτων 5 ετών θα επιβάλλεται φορολογία με συντελεστή 20%, εάν η είσπραξη γίνει μεταξύ 6 και 15 ετών, ο συντελεστής θα είναι 15%, και αντίστοιχα 10% για 16-25 έτη ασφάλισης και 5% για ασφάλιση από 26 και πάνω. Αν, πάλι, εισπράττονται με τη μορφή της σύνταξης θα φορολογούνται με τους συντελεστές μειωμένους στο μισό (10%, 7,5%, 5% και 2,5% αντιστοίχως). Επίσης, τα ίδια ποσοστά φορολόγησης θα ισχύσουν και για τα ομαδικά ασφαλιστήρια, στο πλαίσιο του εξορθολογισμού και της εξίσωσης των διαδικασιών, παρότι σύμφωνα με στελέχη της επαγγελματικής ασφάλισης ανήκουν σε διαφορετικούς πυλώνες.