Στα μέσα του 2000, η Ελλάδα είχε μόλις γίνει το 12ο μέλος της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης. Από καιρό, αρκετοί Ευρωπαίοι τραπεζίτες «μετρούσαν» τις ευκαιρίες και τις υπεραξίες που μπορούσαν να κρύβονται στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ενας από αυτούς ήταν ο 43χρονος τότε Αλεσάντρο Προφούμο, που δύο χρόνια νωρίτερα είχε γίνει διευθύνων σύμβουλος της ιταλικής UniCredit. Εχοντας ως βασικό στόχο να μεγεθύνει τον ιταλικό όμιλο, ο Προφούμο προσέγγισε τον Γιάννη Κωστόπουλο με πρόταση εξαγοράς της Alpha Bank. Ο Ελληνας τραπεζίτης ήταν 20 χρόνια μεγαλύτερος και είχε ήδη εμπειρία 27 ετών ως διοικητής πιστωτικού ιδρύματος. Η χημεία μεταξύ τους δεν ήταν ιδιαιτέρως καλή, λένε, αλλά ο λόγος που δεν προχώρησε τότε το ντιλ ήταν πως ο Κωστόπουλος δεν έβλεπε κανένα λόγο να καρπωθεί η UniCredit τις προοπτικές ανάπτυξης της τράπεζας στο νέο περιβάλλον του ευρώ, τόσο στην Ελλάδα όσο και στις γειτονικές χώρες. Ο Προφούμο δοκίμασε στη συνέχεια την τύχη του με τη Eurobank, αλλά και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Για κάποιον που εξαγόρασε σε λιγότερο από μια 5ετία την HypoVereinsbank, την Bank Austria Creditanstalt και την Capitalia, η ελληνική εκστρατεία του ήταν μια αποτυχία.
Πέρασαν 23 χρόνια από τότε και η UniCredit, παρά το γεγονός ότι ο Προφούμο είναι πια μακρινή ανάμνηση για τον ιταλικό όμιλο, κάνει μια ακόμη απόπειρα να μπει στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, σε μια στιγμή που το τελευταίο τη θέλει περισσότερο από ποτέ. Ουσιαστικά σηματοδοτεί την πρώτη επένδυση στρατηγικού εταίρου στον τραπεζικό κλάδο, ύστερα από 17 χρόνια και σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο του ομίλου Alpha Bank Βασίλη Ψάλτη, καθιστά την Alpha «τη μόνη τράπεζα στην Ελλάδα με τη συμμετοχή στρατηγικού πρωταρχικού επενδυτή στο κεφάλαιό της».
Η συμφωνία Alpha – UniCredit βασίζεται σε μια διευρυμένη εμπορική συνεργασία στον τομέα διαχείρισης προϊόντων χαρτοφυλακίου και στον κλάδο των συνταξιοδοτικών και αποταμιευτικών προϊόντων μέσω της εξαγοράς του 51% της Alpha Life, καθώς και στην εξαγορά του 90,1% της Alpha Bank Romania και τη συγχώνευση των δύο δραστηριοτήτων στην τοπική αγορά. Η μετοχική συνεργασία προβλέπει την απόκτηση του 9% του μετοχικού κεφαλαίου της Alpha, που ελέγχει το Δημόσιο μέσω του ΤΧΣ. Στο ερώτημα για το κατά πόσο η απόκτηση ενός μειοψηφικού ποσοστού σε πρώτη φάση μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση του πλήρους ελέγχου της Alpha Bank, ορισμένοι έσπευσαν να παραπέμψουν στο παράδειγμα της Credit Agricole, η οποία αγόρασε το 2000 το 6,7% της Εμπορικής Τράπεζας για να εξαγοράσει στη συνέχεια το 95% της τράπεζας. Αν και από τη χαρτογράφηση των θυγατρικών της UniCredit προκύπτει ότι ο ιταλικός όμιλος διατηρεί τον πλήρη έλεγχο των συμμετοχών της με ποσοστά άνω του 90% στις 13 ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες δραστηριοποιείται, ο διευθύνων σύμβουλος της Credit Agricole Αντρέ Ορσέλ έσπευσε στο πλαίσιο της ενημέρωσης των αναλυτών να ξεκαθαρίσει ότι «η συμφωνία είναι η καλύτερη συμμαχία που θα μπορούσαμε να σκεφτούμε», συμπληρώνοντας ότι μέσω αυτής γίνεται «η καλύτερη χρήση του κεφαλαίου χωρίς να διακινδυνεύσουμε να αναλάβουμε περισσότερο ρίσκο από αυτό που επιθυμούμε».
Ο 43χρονος τραπεζίτης Αλεσάντρο Προφούμο είχε προσεγγίσει το 2000 τον Γιάννη Κωστόπουλο με πρόταση εξαγοράς της Alpha Bank.
Το τίμημα
Οπως έχει γράψει η «Κ», η προσφορά για την απόκτηση του 9% από το ΤΧΣ (πρόκειται για 211.338.701 μετοχές) ενσωματώνει premium της τάξης του 5% σε σχέση με το κλείσιμο της τιμής της μετοχής της Alpha την Παρασκευή 20 Οκτωβρίου, στο 1,27 ευρώ, που οδηγεί σε τιμή κοντά στο 1,33 ευρώ ανά μετοχή. Με βάση το προσφερόμενο premium, το ποσό που προτίθεται να επενδύσει η UniCredit διαμορφώνεται κατ’ αρχάς στα 282 εκατ. ευρώ. Η τιμή αυτή ενδέχεται να βελτιωθεί στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων που το ΤΧΣ θα ξεκινήσει άμεσα μετά και την πρόσληψη του χρηματοοικονομικού συμβούλου –επελέγη ήδη η Lazard– και θα αποτελέσει τη βάση για την ανταγωνιστική διαδικασία που θα ακολουθήσει, δηλαδή την πρόσκληση και σε άλλους επενδυτές να αγοράσουν ποσοστό στην Alpha Bank. Με βάση το ΤΧΣ η τιμή που προσφέρει η UniCredit θα ανακοινωθεί πριν από την έναρξη της διαγωνιστικής διαδικασίας. Mε τον ένα ή τον άλλο τρόπο –μέσω πώλησης του 9% από το ΤΧΣ ή του 5% μέσω του Χ.Α.– η Alpha Bank αποκτά έναν ισχυρό μέτοχο στο μετοχικό της κεφάλαιο, τον δεύτερο μετά τη Reggeborgh Invest που ελέγχει ποσοστό κοντά στο 9% της τράπεζας.
Από την πλευρά της η Alpha Bank θα εισπράξει 300 εκατ. ευρώ από την πώληση της θυγατρικής της στη Ρουμανία, διατηρώντας ωστόσο ένα ποσοστό της τάξης του 9,9% στην ενιαία τράπεζα που θα προκύψει από τη συγχώνευση και η οποία θα αποτελέσει την 3η μεγαλύτερη τράπεζα στη Ρουμανία, με συνολικό μερίδιο αγοράς 13%, έναντι 17% της Banca Transilvania που έχει μερίδιο 17% και της BCR που ακολουθεί με 14%. Μέσω της πώλησης της δραστηριότητας στη Ρουμανία, η Alpha θα «ελαφρύνει» τον ισολογισμό της, μειώνοντας τα σταθμισμένα στοιχεία ενεργητικού (risk weighted assets), απελευθερώνοντας έτσι κεφάλαια σε μια περίοδο όπου η περαιτέρω κεφαλαιακή ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών αποτελεί κυρίαρχο στόχο, υποβοηθούμενη και από τα κέρδη που φέρνει η άνοδος των επιτοκίων.
Οπως ανακοινώθηκε, η συναλλαγή διατηρεί αμετάβλητες τις προσδοκίες για τα καθαρά κέρδη της τράπεζας, ενώ ενισχύει τα κεφαλαιακά της αποθέματα άνω των 100 μονάδων βάσης, οδηγώντας την απόδοση ιδίων κεφαλαίων κατά 50 μονάδες βάσης υψηλότερα, με δυνατότητα περαιτέρω ανόδου μέσω της εμπορικής συμφωνίας.
Η ιδιωτικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας
Η «σφήνα» Alpha – UniCredit στη διαδικασία αποεπένδυσης που συντονίζει το ΤΧΣ κάθε άλλο παρά θα αναβάλει την ιδιωτικοποίηση της Εθνικής Τράπεζας, η οποία θα πραγματοποιηθεί στον προγραμματισμένο χρόνο. Σύμφωνα μάλιστα με αρμόδιες πηγές, η συναλλαγή μπορεί να έχει επιπλέον οφέλη, καθώς θα ανοίξει τον δρόμο για την πλήρη ιδιωτικοποίηση και των υπολοίπων ελληνικών συστημικών τραπεζών, προσελκύοντας ενδεχομένως και άλλους στρατηγικούς (industrial) επενδυτές. H αποεπένδυση έχει δρομολογηθεί με τη διάθεση ποσοστού από 15% έως 25% (20%±5%) και η προετοιμασία έχει ήδη ξεκινήσει, με στόχο το βιβλίο προσφορών να ανοίξει αμέσως μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων του γ΄ τριμήνου, που αναμένεται να δημοσιοποιηθούν εντός του πρώτου δεκαημέρου του Νοεμβρίου. Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων θεωρείται κρίσιμη ημερομηνία γιατί το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών δεν μπορεί να ξεκινήσει πριν από τη δημοσιοποίησή τους – πρόκειται για νομική υποχρέωση. Η διαδικασία αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί έως τα τέλη Νοεμβρίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το ΤΧΣ, σε συνεργασία με τον σύμβουλο, εξετάζει τη δυνατότητα η διαδικασία να περιλαμβάνει διεθνή και ελληνική προσφορά, με στόχο ένα ποσοστό να διατεθεί σε ιδιώτες επενδυτές στην Ελλάδα κατά το πρότυπο που ακολούθησε η Τράπεζα Πειραιώς στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου το 2021. Εννοείται ότι η τιμή διάθεσης των μετοχών θα καθοριστεί από τη διεθνή προσφορά.