Περίπου 7.000-10.000 τόνοι ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας –κυρίως τσιπούρες και λαβράκια– εκτιμάται ότι διακινούνται παράνομα ή κάτω από ένα καθεστώς με πολλές «γκρίζες ζώνες», φαινόμενο που δημιουργεί συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού έναντι των εταιρειών που δρουν νόμιμα, συνεπάγεται απώλεια για τα δημόσια ταμεία και μπορεί να θέτει σε κίνδυνο και τη δημόσια υγεία. Και μπορεί κατά καιρούς να έχουν εντοπιστεί τέτοια παράνομα φορτία, που δεν συνοδεύονται από παραστατικά και να έχουν συλληφθεί οι οδηγοί των φορτηγών που ετοιμάζονται να τα μεταφέρουν με τα πλοία από τα λιμάνια, όμως αυτοί είναι συνήθως ο τελευταίος τροχός της αμάξης.
Στον κλάδο αποτελεί κοινό μυστικό ότι εκτός από τις περιπτώσεις κλοπής ψαριών από κλωβούς εγκαταστάσεων ιχθυοκαλλιεργειών, όπου εμπλέκονται άτομα του κοινού ποινικού δικαίου, υπάρχει ένα πολύ μεγαλύτερο πρόβλημα: η εκτροφή ψαριών σε εγκαταστάσεις των οποίων έχουν λήξει οι άδειες, με την εμπλοκή εταιρειών «ζόμπι» που έχουν πτωχεύσει από την προηγούμενη δεκαετία και συνεχίζουν να συσσωρεύουν χρέη προς τις τράπεζες πολλών δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, εταιρειών ιχθυοτροφών, ακόμη και πρώην τραπεζιτών. Με άλλα λόγια, το… ψάρι βρωμάει από το κεφάλι, κάτι που δυστυχώς στον κλάδο της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας αποδείχθηκε πολλάκις και ποικιλοτρόπως, τουλάχιστον τα δέκα τελευταία χρόνια.
Κεντρικό ρόλο στο φαινόμενο φέρεται να έχουν, όπως αποκαλύπτουν στην «Κ» άτομα με βαθιά γνώση της εν λόγω αγοράς, δύο κυρίως εταιρείες, γνωστές από τα παλιά στον χώρο, οι οποίες πτώχευσαν κατά την προηγούμενη δεκαετία. Πρόκειται για εταιρείες που επί σειρά ετών έχουν ζημιογόνες χρήσεις, με τα αρνητικά ίδια κεφάλαια της μιας να υπερβαίνουν στο τέλος του 2022 τα 100 εκατ. ευρώ και της άλλης τα 13 εκατ. ευρώ, με το σύνολο των βραχυπρόθεσμων υποχρεώσεών τους να ανέρχεται σε περίπου 170 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για εταιρείες που υπό κανονικές συνθήκες δεν θα έπρεπε πλέον να λειτουργούν, αφού στην ουσία μετά την υπαγωγή τους στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα ούτε μεταβιβάστηκαν σε άλλον ιδιοκτήτη ούτε στην πραγματικότητα εξυγιάνθηκαν, αλλά εξακολουθούν να συσσωρεύουν χρέη, κάτι που δυστυχώς συμβαίνει και σε πολλούς ακόμη κλάδους.
Διακινούνται παράνομα 7.000 με 10.000 τόνοι ψαριών – Η συνεργασία με δίκτυα της Νάπολης και οι συναλλαγές με μετρητά.
Πώς καταφέρνουν να συντηρούνται οι εταιρείες αυτές, την ώρα μάλιστα που πιστώτριες τράπεζες εκδίδουν ακόμη διαταγές πληρωμής; Κεντρικό ρόλο φέρεται να έχει συγκεκριμένος πολύ ισχυρός προμηθευτής ιχθυοτροφών, που εφοδιάζει τις εταιρείες ιχθυοτροφές, με αντάλλαγμα τη δέσμευση των ψαριών τους. Εκεί φέρεται να υπάρχει μια από τις πολλές «γκρίζες ζώνες» της υπόθεσης, καθώς, σύμφωνα με όσα αναφέρουν οι πηγές μας, υπάρχει ένα νόμιμο τμήμα ψαριών που δεσμεύεται και ένα τμήμα που δεν αποτυπώνεται σε λογιστικές καταστάσεις. Πρόκειται ακριβώς για το τμήμα αυτό που φέρεται να διοχετεύεται στην αγορά, εντός κι εκτός Ελλάδας, χωρίς παραστατικά, με τους επιτήδειους να αξιοποιούν τα… παλιά καλά δίκτυα των Ιταλών, κυρίως αυτά που βρίσκονται στη Νάπολη και τις συναλλαγές να γίνονται με μετρητά.
Τα προβλήματα της Avramar
Η ένταση του παραπάνω φαινομένου δεν θεωρείται άσχετη με ό,τι συμβαίνει στην κορυφή του κλάδου της ιχθυοκαλλιέργειας, στο γεγονός δηλαδή ότι η Avramar, η μεγαλύτερη εταιρεία που προέκυψε από τη συγχώνευση της «Ανδρομέδας», της «Σελόντα» και της «Νηρεύς», ταλανίζεται από σοβαρότατα προβλήματα και βρίσκεται μπροστά στον κίνδυνο αλλαγής ιδιοκτησιακού καθεστώτος, ακόμη και διά του τεμαχισμού της. «Η έλλειψη ενός ισχυρού παίκτη, όχι μόνον αριθμητικά, αλλά με ισχυρή διοίκηση στον κλάδο, ευνοεί παρασιτικές συμπεριφορές», επισημαίνει χαρακτηριστικά στην «Καθημερινή» παράγοντας της αγοράς, προσθέτοντας ότι «έτσι βρίσκουν χώρο άνθρωποι που έπαιζαν ρόλο και παλαιότερα στον κλάδο και τον οδήγησαν στο χείλος του γκρεμού στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας». Τα φαινόμενα ευνοούνται και από τη δραματική ολιγωρία στην εφαρμογή του ειδικού χωροταξικού πλαισίου για τις ιχθυοκαλλιέργειες και τη μη χωροθέτηση των προβλεπόμενων Περιοχών Ολοκληρωμένης Ανάπτυξης Υδατοκαλλιέργειας (ΠΟΑΥ).
Ετσι, αν και το 2011 στην περίφημη μελέτη της McKinsey για το νέο μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας ο κλάδος της ελληνικής ιχθυοκαλλιέργειας περιλαμβανόταν ως ένας απ’ αυτούς που μπορεί να συμβάλουν στην ανάκαμψη της οικονομίας και αναλυόταν ως «αναδυόμενος αστέρας», τρία χρόνια μετά ο έλεγχος των δύο μεγαλυτέρων εταιρειών, της «Σελόντα» και της «Νηρεύς», πέρασε στα χέρια των πιστωτριών τραπεζών, μέσω της μετοχοποίησης των δανείων που δεν εξυπηρετούνταν. Μες στην ίδια δεκαετία αρκετές ακόμη εταιρείες έφτασαν στην πτώχευση, εξέλιξη που είχε να κάνει σε μεγάλο βαθμό με τους λανθασμένους χειρισμούς των ιδιοκτητών τους. Ας σημειωθεί δε ότι οι περισσότερες από τις μεγάλες και μεσαίες εταιρείες του κλάδου ήταν εισηγμένες στο Χρηματιστήριο. Η εξαγορά της «Σελόντα» και της «Νηρεύς» από την «Ανδρομέδα», με βασικούς μετόχους τις Amerra και Mubadala, δεν είχε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, με συνέπεια ο κλάδος να απειλείται με κατάρρευση, την ώρα μάλιστα που εντείνεται ο ανταγωνισμός από την Τουρκία και την Κροατία.
Ολα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά για την Avramar
Το 2018 σημαίνον στέλεχος της αγοράς με κεντρικό ρόλο στην εξαγορά των εταιρειών «Νηρεύς» και «Σελόντα» από την «Ανδρομέδα», στέλεχος που πλέον δραστηριοποιείται σε εντελώς διαφορετικό κλάδο, σημείωνε χαρακτηριστικά: «Η ιχθυοκαλλιέργεια είναι μια μικρογραφία της χώρας. Ο,τι πήγε στραβά στη χώρα πήγε και στον κλάδο της ιχθυοκαλλιέργειας». Και η χώρα μπορεί να ανέκαμψε, η ελληνική ιχθυοκαλλιέργεια όμως όχι.Πλέον για την Avramar, τον μεγαλύτερο παίκτη της εγχώριας ιχθυοκαλλιέργειας, όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά.
Από την πώλησή της εν συνόλω σε έναν νέο επενδυτή –αν και κάτι τέτοιο φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο– μέχρι την αποχώρηση του ενός εκ των δύο βασικών μετόχων από το επιχειρηματικό σχήμα (σ.σ. οι δύο βασικοί μέτοχοι είναι η Amerra και η Mubadala), με την κατάσταση να εκτιμάται ότι θα ξεκαθαρίσει, τουλάχιστον ως προς την κατεύθυνση που θα ακολουθηθεί, μέχρι το τέλος του χρόνου.
Το μέλλον του μεγαλύτερου παίκτη της εγχώριας αγοράς εμφανίζεται εξαιρετικά αβέβαιο.
Τα πράγματα πάντως για την αναζήτηση ενός νέου επενδυτή που θα αναλάβει εξ ολοκλήρου την Avramar δυσκολεύουν, όχι μόνο λόγω της ιδιομορφίας που παρουσιάζει ο κλάδος, αλλά διότι σε παγκόσμιο επίπεδο παρατηρείται τάση αποεπένδυσης από τις ιχθυοκαλλιέργειες.
Σύντομα, πάντως, θα μάθουμε εάν οι τράπεζες θα χορηγήσουν την ενδιάμεση χρηματοδότηση που έχει ζητήσει η Avramar, δάνειο περί τα 20 εκατ. ευρώ, κάτι που σε μεγάλο βαθμό θα εξαρτηθεί και από το πόρισμα της νορβηγικής εταιρείας INAQ που ανέλαβε την απογραφή του ιχθυοπληθυσμού.
Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι μπορεί να έχουν γίνει διαρροές στον Τύπο περί πολύ μικρών αποκλίσεων, όμως αυτό δεν σημαίνει ότι έχει γίνει σε βάθος ανάλυση των ευρημάτων.