Στο περιθώριο της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ στην Αθήνα, η πρόεδρός της Κριστίν Λαγκάρντ εξέφερε μια σειρά πολύ θετικών κρίσεων για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ανάμεσά τους αξίζει να σημειωθεί η αναφορά της στη μόλις ανακοινωθείσα συμφωνία μεταξύ της UniCredit και του ομίλου της Alpha Bank, που σύμφωνα με την κ. Λαγκάρντ αποτελεί «ξεκάθαρο δείγμα εμπιστοσύνης» για την ελληνική αγορά.
Η κορυφαία ιταλική τράπεζα –μια από τις τριάντα παγκοσμίου συστημικής σημασίας τράπεζες, σύμφωνα με την επίσημη λίστα του Συμβουλίου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB) του G20– προχωράει, όπως ανακοινώθηκε, όχι μόνο σε συγχώνευση της θυγατρικής της στη Ρουμανία με την αντίστοιχη της Alpha Bank, προκειμένου να δημιουργηθεί η τρίτη μεγαλύτερη τράπεζα της χώρας αυτής, αλλά και σε ευρεία εμπορική συνεργασία με τον όμιλο της Alpha Bank στην ελληνική αγορά στα πεδία των υπηρεσιών διαχείρισης χαρτοφυλακίου, ασφάλισης ζωής και συνταξιοδοτικών προϊόντων. Το σημαντικότερο στοιχείο της συμφωνίας, όμως, αποτελεί η πρόθεση της UniCredit να συμμετάσχει με σημαντικό ποσοστό στο μετοχικό κεφάλαιο της ελληνικής τράπεζας, υποβάλλοντας για τον σκοπό αυτό προσφορά προς το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας για την εξαγορά του 9% των μετοχών της Alpha Bank, ποσοστό το οποίο το ΤΧΣ κατέχει σήμερα για λογαριασμό του ελληνικού Δημοσίου ως αποτέλεσμα των ενεργειών ανακεφαλαιοποίησης του ελληνικού τραπεζικού συστήματος κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Ως προς το ότι η κίνηση αυτή αποτελεί πράγματι δείγμα της νεοαποκτηθείσας εμπιστοσύνης των παγκόσμιων αγορών στην ελληνική οικονομία, δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι συνέπεσε χρονικά με την επίτευξη ενός εξαιρετικά υψηλής αξίας οροσήμου, δηλαδή την αναβάθμιση από τη S&P Global της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας μας σε επενδυτική βαθμίδα, που κλείνει ουσιαστικά έναν δεκαπενταετή κύκλο περιορισμένης και υπό δυσμενείς όρους πρόσβασης του ελληνικού Δημοσίου και των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.
Η συμφωνία UniCredit – Alpha Bank απηχεί την ανάταξη και επαναφορά σε τροχιά ανάπτυξης και κερδοφορίας των τραπεζών μας. Αυτή επιτεύχθηκε πρωτίστως με ενέργειες των ηγεσιών και των στελεχών τους. Απαιτήθηκαν όμως και εργώδεις προσπάθειες του υπουργείου Οικονομικών και της Τράπεζας της Ελλάδος, που μη αρκούμενες στην ανακεφαλαιοποίηση των συστημικών τραπεζών, προχώρησαν στα απαιτούμενα θεσμικά και εποπτικά μέτρα για την απαλλαγή των τελευταίων από τον τεράστιο όγκο των μη εξυπηρετούμενων δανείων του παρελθόντος (κυρίως μέσω του προγράμματος «Ηρακλής») και τη δημιουργία των συνθηκών για την επανεκκίνηση της πιστωτικής λειτουργίας. Αλλά και η γενικότερη θεαματική πρόοδος της ελληνικής οικονομίας και των δημοσίων οικονομικών αποτελεί αναγκαία συνθήκη, αφού καμιά μεγάλη ξένη επένδυση στον τραπεζικό τομέα δεν θα γινόταν αν η ευρύτερη οικονομία δεν είχε επιστρέψει στην κανονικότητα, αλλά παρέμενε παγιδευμένη στην κρίση.
Από τη σκοπιά της ΕΚΤ, η συμφωνία των δύο τραπεζών γίνεται δεκτή με μεγάλη ικανοποίηση, διότι είναι πρόδηλο ότι εξυπηρετεί τον στόχο του εξορθολογισμού και της βελτίωσης της αποδοτικότητας του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος. Κυρίως, όμως, λόγω του διασυνοριακού χαρακτήρα της και άρα της συμβολής της στην ενοποίηση και εμβάθυνση της ευρωπαϊκής τραπεζικής αγοράς.
Από την έκρηξη της παγκόσμιας χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008-09 κι έπειτα, η ενοποίηση της τραπεζικής αγοράς, αντί να προχωρήσει, ανεστράφη. Ο ευρωπαϊκός τραπεζικός χάρτης κατακερματίστηκε μέσα από τις εθνικοποιήσεις πολλών τραπεζών, τη διάσπαση προϋφισταμένων πολυεθνικών ομίλων σε χωριστά εθνικά συγκροτήματα, αλλά και την επιβολή ρυθμιστικών εμποδίων από τις εποπτικές αρχές των διαφόρων κρατών-μελών στην απρόσκοπτη διασυνοριακή μεταφορά πόρων μεταξύ των μελών των πολυεθνικών ομίλων, προκειμένου να διασφαλιστεί η διατήρηση της ρευστότητας σε εθνικό επίπεδο. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο κατακερματισμός δεν έπαψε. Αντιθέτως, ενώ ετησίως παρατηρούνται γύρω στις πενήντα εξαγορές και συγχωνεύσεις μεταξύ τραπεζών πανευρωπαϊκώς, σχεδόν όλες αφορούν τη συνένωση δυνάμεων και την αναδιάρθρωση σε εθνικό επίπεδο, απουσιάζουν δε οι διασυνοριακές συμφωνίες.
Για την Ελλάδα το πρόβλημα υπήρξε έως τώρα ακόμη εντονότερο, διότι η βαθύτατη εγχώρια κρίση οδήγησε σε μαζική αποεπένδυση και έξοδο από την ελληνική αγορά σημαντικών ξένων τραπεζών (όπως η Société General, η Credit Agricole κ.ά.) που δραστηριοποιούνταν στη χώρα μας. Με συνέπεια η Ελλάδα να είναι σήμερα τελευταία στον δείκτη ενεργητικού ξένων τραπεζών (υποκαταστημάτων και θυγατρικών) προς το ΑΕΠ σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Η συμφωνία UniCredit – Alpha Bank σηματοδοτεί, συνεπώς, ταυτόχρονα την επανεκκίνηση της πορείας διασυνοριακής ενοποίησης του τραπεζικού συστήματος πανευρωπαϊκώς, αλλά και τη βελτίωση της εικόνας του ελληνικού τραπεζικού χάρτη ειδικότερα.
Το γιατί μια τέτοια εξέλιξη είναι πολύ θετική από εθνικής σκοπιάς καθίσταται εμφανές, εάν αναλογιστούμε, πέρα από την επιχειρησιακή δυναμική και τις θετικές προοπτικές που δημιουργούνται στο επίπεδο των συγκεκριμένων τραπεζών, την ευρύτερη σημασία που έχει η ισορροπημένη κατανομή των επενδύσεων σε επίπεδο Ενωσης για την καλύτερη κατανομή κινδύνων μεταξύ των οικονομιών των κρατών-μελών. Εάν οι τράπεζες και άλλες μεγάλες επιχειρήσεις μιας χώρας χρηματοδοτούνται σχεδόν αποκλειστικά σε εθνική βάση, αυτό σημαίνει ότι είναι η εθνική οικονομία που θα πρέπει να επωμιστεί το σύνολο του κόστους αν, ο μη γένοιτο, τα πράγματα δεν εξελιχθούν θετικά. Αντιθέτως, όταν τα κεφάλαια στα οποία στηρίζεται η εθνική οικονομική δραστηριότητα προέρχονται και από εξωτερικές πηγές (και, αντιστρόφως, οι επενδύσεις των μελών της εθνικής οικονομίας περιλαμβάνουν και ξένα στοιχεία ενεργητικού), η απορρόφηση των όποιων κραδασμών καθίσταται πολύ ευκολότερη, αφού μεγάλο τμήμα των συνεπειών εξωτερικεύεται. Αρα, εκτός από τη βελτίωση της αποδοτικότητας των εμπλεκομένων, η νέα συμφωνία πρέπει να χαιρετιστεί ως ένα πρώτο μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση αυτή, της αμοιβαιοποίησης των κινδύνων (risk sharing) – χωρίς μάλιστα εδώ να τίθεται κανένα θέμα απώλειας του εγχώριου ελέγχου της ελληνικής επιχείρησης, αφού δεν πρόκειται για συγχώνευση ή εξαγορά της από την ιταλική.
Ενα ειδικότερο, αλλά καθόλου μικρής σημασίας από ελληνικής σκοπιάς αποτέλεσμα της συμφωνίας, έχει να κάνει με τη στρατηγική του ελληνικού Δημοσίου για την αποεπένδυση από τα μερίδια που ελέγχει το ΤΧΣ στις τράπεζες. Χαρακτηριστικά, ο οικονομικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Αλέξης Πατέλης τόνισε ακριβώς αυτή την παράμετρο, δηλώνοντας στο Bloomberg ότι η συμφωνία «αποτελεί μια σπουδαία αρχή για τη διαδικασία αποεπένδυσης και αντανακλά την ανακτηθείσα αξιοπιστία της Ελλάδας».
Η συμμετοχή του Δημοσίου στο κεφάλαιο των μεγάλων μας τραπεζών, ακόμη και ως βασικού μετόχου, αλλά χωρίς άμεσο λόγο στη διοίκησή τους, αποτελεί μία από τις στρεβλώσεις που γέννησε η κρίση και στις οποίες δίνεται επιτέλους τέρμα. Δεν είναι ομαλό το κράτος να συμμετέχει ως βασικός επενδυτής σε έναν τομέα της ιδιωτικής οικονομίας και μάλιστα ως μέτοχος όλων των ανταγωνιστικών μεταξύ τους επιχειρήσεων του τομέα. Ούτε είναι αποδεκτό τα περιουσιακά του στοιχεία να βρίσκονται εσαεί σε ειδικό καθεστώς συνδιοίκησης με τους πιστωτές του. Η επιστροφή σε συνθήκες πλήρως λειτουργούσας αγοράς είναι αναγκαία, όπως αναγκαία είναι και η ολοκλήρωση του έργου του ΤΧΣ.
Η αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας του ΤΧΣ με την ψήφιση πέρυσι τον Ιούνιο του νόμου 4941/2022 δρομολόγησε την πορεία σ’ αυτή την κατεύθυνση. Ο νόμος αυτός αναδιοργάνωσε και εξορθολόγησε τη διοίκηση του ΤΧΣ, ενώ κατέστησε ρητό και κατηγορηματικό στόχο την αποτελεσματική διάθεση των συμμετοχών του στις τράπεζες. Για τον σκοπό αυτό περιέλαβε ειδικές διατάξεις, που απαιτούν τη χάραξη σαφούς στρατηγικής για την αποεπένδυση, διασφαλίζουν την αξιοπιστία και διαφάνεια των ανά τράπεζα διαδικασιών και προσδιορίζουν την 31η Δεκεμβρίου 2025 ως χρόνο λήξεως της ζωής του ΤΧΣ, δίνοντας έτσι το μήνυμα ότι το τελευταίο καλείται να έχει επιτελέσει τον νέο σκοπό του έως τότε. Παρότι η πρόταση της UniCredit για την εξαγορά της συμμετοχής του ΤΧΣ στην Alpha Bank δεν υποβλήθηκε στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που ξεκίνησε το ίδιο το ΤΧΣ, είναι φανερό ότι γίνεται ενόψει των διατάξεων του νέου νόμου και της στρατηγικής αποεπένδυσης. Το εάν θα γίνει δεκτή, εναπόκειται στην εξέταση των παραμέτρων της, σύμφωνα με τη διαυγή και αντικειμενική διαδικασία που επιτάσσει ο νόμος. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η πορεία για την απεμπλοκή του Δημοσίου από τις τράπεζες (και αντιστρόφως) και της εξόδου από τις θεσμικές παρεκκλίσεις της εποχής των προγραμμάτων στήριξης είναι δεδομένη και σηματοδοτεί ένα ακόμη βαρύνουσας σημασίας βήμα προς την κανονικότητα και, ακόμη περισσότερο, τη δυναμική αναπτυξιακή πορεία και διεθνή παρουσία της οικονομίας μας.
* Ο κ. Χρήστος Χατζηεμμανουήλ είναι καθηγητής των Νομισματικών και Χρηματοοικονομικών Θεσμών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, επισκέπτης καθηγητής της Νομικής στο London School of Economics και μέλος του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος.