Αντιμέτωποι με ένα κύμα ακρίβειας σε βασικά αγαθά και υπηρεσίες, που τους αναγκάζει να κόψουν την ψύξη ή τη θέρμανση και να περιορίσουν την κατανάλωση κρέατος, φρούτων και λαχανικών, βρίσκονται οι Ελληνες μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα, την ίδια στιγμή που τα εισοδήματά τους παραμένουν στάσιμα. Ερευνα της Alco, που διενεργήθηκε για λογαριασμό της ΓΣΕΕ, καταδεικνύει τη δίδυμη αυτή απειλή, προς την αγοραστική δύναμη και το βιοτικό επίπεδο πολλών εργαζομένων νοικοκυριών.
Οπως χαρακτηριστικά αποκαλύπτεται από τις απαντήσεις των συμμετεχόντων στην έρευνα, 9 στους 10 εργαζομένους έχουν μειώσει την κατανάλωση βασικών αγαθών διατροφής, το 65% δεν έχει λάβει κάποια αύξηση στον μισθό του, το 25% εργάζεται παραπάνω από το κανονικό ωράριό του και εξ αυτών το 48% δηλώνει ότι δεν αμείβεται γι’ αυτό. Με στόχο την προστασία στον μέγιστο δυνατό βαθμό του βιοτικού επιπέδου των μισθωτών και κυρίως των χαμηλότερα αμειβομένων, η ΓΣΕΕ ζητεί για μια ακόμη φορά την ενίσχυση των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, μέσω του δικαιώματος της ΓΣΕΕ και των εργοδοτικών οργανώσεων να καθορίζουν μεταξύ τους τον κατώτατο μισθό. Κάτι που αφήνει ανοικτό και ο υπουργός Εργασίας Αδωνις Γεωργιάδης, σε συνέντευξή του σε περιοδικό.
Αναλυτικότερα, τα σημαντικότερα ευρήματα της έρευνας δείχνουν:
• Το 90% των εργαζομένων δηλώνει ότι έχει μειώσει την κατανάλωση βασικών αγαθών εξαιτίας της ακρίβειας. Εξ αυτών, το 18% εμφανίζεται να έχει περιορίσει κατά «πολύ» τις αγορές του, «αρκετά» το 51% και «λίγο» το 21%, ενώ υπάρχει κι ένα 16% που δηλώνει «καθόλου». Οσο για την κλιμάκωση των περικοπών, κατά κύριο λόγο είναι η «ψύξη – θέρμανση», τα «ψαρικά», το «κρέας», τα «γαλακτοκομικά», καθώς και τα «φρούτα – λαχανικά».
• Το χαμηλό επίπεδο των διαθέσιμων εισοδημάτων των εργαζομένων αναδεικνύεται από το γεγονός ότι το 30% δηλώνει ότι δεν διαθέτει αποταμιεύσεις και παράλληλα σχεδόν τέσσερις στους δέκα αναγκάζονται να χρησιμοποιήσουν τις αποταμιεύσεις τους για να καλύψουν τις τρέχουσες ανάγκες αγοράς βασικών αγαθών.
Ως προς το αποτελεσματικότερο μέσο για την προστασία του βιοτικού επιπέδου, το 43% δηλώνει ότι αυτό είναι η αύξηση των μισθών, το 33% η μείωση του ΦΠΑ και των φόρων κατανάλωσης και το 24% ο έλεγχος τιμών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η επιλογή «επιδόματα» δεν επιλέχθηκε από κανέναν ερωτώμενο (0%).
Το 64% των εργαζομένων δηλώνει ότι δεν έλαβε καμία αύξηση στον μισθό του το 2023 και το 34% ότι έλαβε κάποια αύξηση. Εκτιμάται ότι η μεγάλη πλειονότητα αυτών που δήλωσαν ότι έλαβαν κάποια αύξηση, είναι αυτοί που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, ο οποίος αυξήθηκε φέτος. Παράλληλα, το 52% θεωρεί ότι δεν θα λάβει κάποια αύξηση στο μισθό του και μετά την απόφαση για το «ξεπάγωμα» των τριετιών, σε αντίθεση με το 26% που θεωρεί ότι θα λάβει, αν και φαίνεται ότι υπάρχει σύγχυση για το θέμα σε ποσοστό 22% (απάντησε «δεν γνωρίζω»).
Το 72% δηλώνει ότι δεν εργάζεται παραπάνω από το κανονικό του ωράριο, ενώ από το 24% που δήλωσε πως εργάζεται παραπάνω, το 48% –κατά δήλωσή του– δεν αμείβεται επιπλέον γι’ αυτό.
Τέλος, η συντριπτική πλειονότητα των εργαζομένων, σε ποσοστό 81%, θεωρεί ότι τα εργασιακά δικαιώματα προστατεύονται καλύτερα με τη σύναψη Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, έναντι του 9% που επιλέγει την ατομική διαπραγμάτευση.
Μάλιστα, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα γίνει κατάχρηση όπως στο παρελθόν, ο υπουργός Εργασίας Αδωνις Γεωργιάδης αφήνει ένα μικρό «παράθυρο» για επαναφορά των ΣΣΕ και του κατώτατου μισθού στους κοινωνικούς εταίρους, σε συνέντευξή του στο μηνιαίο συνδρομητικό περιοδικό Epsilon7 του ομίλου EpsilonNET.