Η άνοδος των επιτοκίων βλάπτει σοβαρά τη στεγαστική πίστη, επηρεάζοντας τόσο τη ζήτηση όσο και την προσφορά για στεγαστικά δάνεια. Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της ΤτΕ με βάση τα οποία οι εκταμιεύσεις στεγαστικών δανείων υποχώρησαν το β΄ τρίμηνο του 2023 κατά 10,7%, ενώ το ίδιο διάστημα μεγαλύτερη υποχώρηση της τάξης του 12,4% παρουσίασε και ο αριθμός των δανείων που χορηγήθηκαν. Συγκεκριμένα, οι εκταμιεύσεις δανείων υποχώρησαν από τα 270,3 εκατ. ευρώ στα 241,5 εκατ. ευρώ, ενώ ο αριθμός των δανειακών συμβάσεων που υπεγράφησαν περιορίστηκε από 3.535 σε 3.097.
Η εικόνα σε επίπεδο 6μήνου δεν διαφοροποιείται ιδιαίτερα, καθώς παρά την οριακή άνοδο κατά 1,8% των εκταμιεύσεων, στα 507,8 εκατ. ευρώ από 498,7 εκατ. ευρώ το α΄ εξάμηνο του 2022, ο αριθμός των στεγαστικών συμβάσεων που υπογράφηκαν μειώθηκε οριακά στις 6.578 το α΄ εξάμηνο του 2023 από 6.596 το αντίστοιχο περυσινό διάστημα. Οπως παρατηρεί η ΤτΕ στην έκθεση για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα, οι εκταμιεύσεις παραμένουν χαμηλές τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και σε σύγκριση με το επίπεδο προ της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Η μείωση της ζήτησης είναι αποτέλεσμα της ανησυχίας που δημιουργεί στα νοικοκυριά η άνοδος των επιτοκίων, που αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης των δανειακών τους υποχρεώσεων, αλλά και της ανόδου των τιμών των κατοικιών, που καθιστά σχεδόν απαγορευτική την προσέλκυση αγοραστών μεσαίων εισοδημάτων.
Η πολιτική των τραπεζών δεν συνοδεύθηκε από χαλάρωση των πιστοδοτικών κριτηρίων, γεγονός που επιβεβαιώνεται από το ότι ο σταθμισμένος μέσος όρος του δείκτη δανείου προς την αξία του ακινήτου υποχώρησε το β΄ τρίμηνο του έτους στο 61,4% από 63,1% το αντίστοιχο περυσινό τρίμηνο. Αυτό σημαίνει ότι όσοι κατέφυγαν στον δανεισμό για την αγορά κατοικίας είχαν διαθέσιμα ίδια κεφάλαια το 39,6% της αξίας του ακινήτου που αγόρασαν. Αντίστοιχα, ο σταθμισμένος μέσος όρος του δείκτη δανείου προς εισόδημα, διαμορφώθηκε στο 3,5, υποδεικνύοντας ότι το σύνολο των δανείων που εξασφαλίζονται με οικιστικά ακίνητα είναι σχεδόν 3,5 φορές υψηλότερο από το ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των δανειοληπτών.
Οι εκταμιεύσεις παραμένουν χαμηλές τόσο ως απόλυτο μέγεθος όσο και σε σύγκριση με το επίπεδο προ χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Το πρόγραμμα «Σπίτι μου»
Ενισχυτικά από το γ΄ τρίμηνο του έτους αναμένεται ότι έχει λειτουργήσει στην αγορά στεγαστικής πίστης το πρόγραμμα «Σπίτι μου», το οποίο έχει συγκεντρώσει έντονο ενδιαφέρον, με την κατάθεση περίπου 40.000 αιτήσεων από την έναρξή του στις 3 Απριλίου 2023. Από αυτές, ήδη οι 23.875 έλαβαν προέγκριση και 9.378 προχώρησαν στο στάδιο της έγκρισης, δεσμεύοντας 742 εκατ. ευρώ από τον συνολικό προϋπολογισμό των 750 εκατ. ευρώ της ΔΥΠΑ για το πρόγραμμα. Τα δύο τρίτα των εγκεκριμένων δανείων αφορούν νέα ζευγάρια, ενώ το 88% αφορά δικαιούχους με ετήσιο εισόδημα κάτω από 24.000 ευρώ. Οι εγκρίσεις αφορούν δάνεια συνολικού ύψους 989,5 εκατ. ευρώ και το μέσο ύψος του δανείου ανέρχεται σε 105.510 ευρώ.
Οπως παρατηρεί η ΤτΕ, οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του μέσου ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών παρουσίασαν για τα στεγαστικά δάνεια σημαντική αύξηση το 2023 εξαιτίας της αύξησης των επιτοκίων των υφιστάμενων δανείων. Η άνοδος είναι πιο αισθητή στα μακροπρόθεσμα στεγαστικά δάνεια, όπου το μέσο επιτόκιο στα υφιστάμενα υπόλοιπα με διάρκεια άνω των πέντε ετών αυξήθηκε κατά 226 μονάδες βάσης και διαμορφώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2023 στο 4,4%, έναντι 2,2% τον Ιούλιο του 2022. Σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά δάνεια με διάρκεια από ένα έως πέντε έτη, το μέσο επιτόκιο αυξήθηκε λιγότερο, δηλαδή κατά 127 μονάδες βάσης, αλλά και πάλι διαμορφώθηκε σε υψηλά επίπεδα και συγκεκριμένα στο 5,2% τον Σεπτέμβριο του 2023 έναντι 3,9% τον Ιούλιο του 2022. Αποτέλεσμα είναι οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του μέσου ακαθάριστου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών για τα στεγαστικά δάνεια να παρουσιάσουν το 2023 σημαντική αύξηση εξαιτίας της αύξησης των επιτοκίων των υφιστάμενων δανείων.
Υψηλό κόστος στέγασης
Η χώρα μας κατατάσσεται στη δυσμενέστερη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρώπης σε ό,τι αφορά το κόστος στέγασης, καθώς τα έξοδα για τη συντήρηση του ακινήτου σε συνδυασμό με την πληρωμή υπηρεσιών κοινής ωφελείας, «απομυζά» το 34,2% του διαθέσιμου εισοδήματος των Ελλήνων, έναντι 19,9% κατά μέσον όρο για την Ευρώπη των «27». Αντίστοιχα, την υψηλότερη τιμή μεταξύ των χωρών της Ζώνης του Ευρώ έχει η χώρα μας και σε ό,τι αφορά τον δείκτη υπερβολικής επιβάρυνσης λόγω του κόστους στέγασης, καθώς το έτος 2022 το 27% του πληθυσμού της χώρας επωμίστηκε κόστος στέγασης που αναλογούσε σε ποσοστό άνω του 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του, όταν το αντίστοιχο ποσοστό πληθυσμού στη Ζώνη του Ευρώ διαμορφώθηκε στο 9,4%.
Οπως παρατηρεί η ΤτΕ, η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη επηρεάζεται από το χαμηλό κατά κεφαλήν εισόδημα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2022 η Ελλάδα εμφανίζει την 3η χειρότερη επίδοση μετά τη Βουλγαρία και τη Σλοβακία σε ό,τι αφορά το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ).