Άρθρο Γιώργου Παπαδημητρίου στην «Κ»: το «εισιτήριο» προς την Ελλάδα του αύριο

Άρθρο Γιώργου Παπαδημητρίου στην «Κ»: το «εισιτήριο» προς την Ελλάδα του αύριο

Η σωρευτική απώλεια παγίου κεφαλαίου στη χώρα μας έφτασε, στα τέλη του 2021, στα 94 δισ. ευρώ

3' 47" χρόνος ανάγνωσης

Οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) αποτελούν το «οξυγόνο» της οικονομίας μας. Επειτα από μία υπερδεκαετή περίοδο, σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η σωρευτική απώλεια παγίου κεφαλαίου στη χώρα μας έφτασε, στα τέλη του 2021, στα 94 δισ. ευρώ, λειτουργώντας ως τροχοπέδη για την ανάπτυξη της οικονομίας. Η αντιστροφή της τάσης αυτής, κατά τα τελευταία χρόνια, αποτελεί την πιο ελπιδοφόρα εξέλιξη για την Ελλάδα. Το 2022, η καθαρή εισροή ΑΞΕ έφτασε στα 7,2 δισ. ευρώ, καταγράφοντας ετήσια αύξηση 35% και ξεπερνώντας κατά 61% τα επίπεδα του 2019 – εξέλιξη που συνέβαλε καθοριστικά στη σημαντική αύξηση του ΑΕΠ, σε μία περίοδο στασιμότητας της ευρωπαϊκής και της παγκόσμιας οικονομίας.

Η αύξηση των ΑΞΕ, όμως, δεν εξασφαλίζει μόνο τα κεφάλαια που χρειάζεται η χώρα για να παραμείνει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης. Οι ΑΞΕ μπορούν να αποτελέσουν την κινητήρια δύναμη για τον μετασχηματισμό της οικονομίας μας και την απαραίτητη αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου. Ενα από τα πιο ενθαρρυντικά ευρήματα της φετινής έκδοσης της ετήσιας έρευνας της ΕΥ για την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, Attractiveness Survey Ελλάδα 2023, είναι η εντυπωσιακή βελτίωση της ποιοτικής σύνθεσης των ξένων επενδύσεων. Σημαντικό ποσοστό των επενδύσεων αυτών κατευθύνεται πλέον σε δραστηριότητες και σε κλάδους έντασης γνώσης με υψηλή προστιθέμενη αξία, όπως του λογισμικού και των υπηρεσιών πληροφορικής, που απορρόφησαν 40% των επενδύσεων το 2022, έναντι 10% κατά την προηγούμενη εικοσαετία, και 20% στην υπόλοιπη Ευρώπη.

Πώς μπορούμε να εξασφαλίσουμε ότι η θετική αυτή δυναμική θα διατηρηθεί και θα ενισχυθεί τα επόμενα χρόνια; Για να το πετύχουμε, πρέπει να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε τα κριτήρια με τα οποία λαμβάνονται σήμερα οι επενδυτικές αποφάσεις από τις επιχειρήσεις και, με βάση αυτά, να επικεντρωθούμε στις αλλαγές και στις μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν την Ελλάδα ακόμη πιο ελκυστική.

Σήμερα, σε ολόκληρο τον κόσμο και σε όλους τους τομείς της οικονομίας, οι επιχειρήσεις αγωνίζονται να ενισχύσουν τα στρατηγικά και λειτουργικά τους πλεονεκτήματα. Επανασχεδιάζουν και θωρακίζουν τις εφοδιαστικές τους αλυσίδες, επιταχύνουν την ευθυγράμμισή τους με τα ζητήματα ESG και τις προσδοκίες της κοινωνίας και των πελατών, μειώνουν το ανθρακικό τους αποτύπωμα, επενδύουν στις νέες ψηφιακές τεχνολογίες, στην έρευνα και ανάπτυξη και στην καινοτομία, και αναζητούν το ανθρώπινο δυναμικό με τις δεξιότητες που απαιτούνται για την επίτευξη των στρατηγικών τους στόχων.

Στο περιβάλλον αυτό, η μάχη για την προσέλκυση των επενδύσεων δεν μπορεί πια να κερδηθεί μέσω μόνο της χαμηλής φορολογίας και του φθηνού εργατικού κόστους. Σήμερα, οι επιχειρήσεις αναζητούν, κυρίως, επενδυτικούς προορισμούς που εξασφαλίζουν ανθρώπινο δυναμικό με σύγχρονες δεξιότητες, που στηρίζουν την καινοτομία και ενσωματώνουν νέες τεχνολογίες, και εφαρμόζουν πολιτικές που υποστηρίζουν τη βιώσιμη ανάπτυξη.

Την ίδια ώρα, οι συνεχιζόμενες διαταραχές στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες που πυροδότησε η πανδημία –και ενισχύουν οι γεωπολιτικές εντάσεις και η επιδίωξη της στρατηγικής αυτάρκειας από τις μεγάλες οικονομίες του πλανήτη– ωθούν τις επιχειρήσεις να μεταφέρουν δραστηριότητες σε ασφαλείς προορισμούς, πλησιέστερα στην έδρα τους και στις μεγάλες αγορές. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί σημαντικές ευκαιρίες για χώρες στην περιφέρεια της Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.

Με τα δεδομένα αυτά, στην EY Ελλάδος, εκτιμάμε ότι η χώρα μας έχει τη δυνατότητα να αναδειχθεί σε βασικό επενδυτικό προορισμό για τις επιχειρήσεις της επόμενης γενιάς. Για να γίνει αυτό, οφείλουμε να ενισχύσουμε το ανθρώπινο κεφάλαιο και να εξασφαλίσουμε την ευθυγράμμιση των δεξιοτήτων του με τις ανάγκες της αγοράς, επενδύοντας στην εκπαίδευση, στην κατάρτιση και στην επανειδίκευση (re-skilling), εστιάζοντας, παράλληλα, στον τομέα της έρευνας και ανάπτυξης που εξελίσσεται σε κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας οικονομίας. Πρέπει, επίσης, να εστιάσουμε στη βιώσιμη ανάπτυξη και να κεφαλαιοποιήσουμε τo συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

Η οικοδόμηση εμπιστοσύνης, μέσω ενός σύγχρονου φορολογικού και ρυθμιστικού πλαισίου, αποτελεί επίσης βασική προϋπόθεση, όπως και η ενίσχυση των υποδομών – ιδιαίτερα των ψηφιακών, αλλά και της συνδεσιμότητας. Τέλος, όπως μας δίδαξε η εμπειρία του φετινού καλοκαιριού, η θωράκιση της χώρας απέναντι στην κλιματική αλλαγή αποτελεί επιτακτική ανάγκη, όχι μόνο για να προστατεύσουμε ανθρώπινες ζωές, περιουσίες και το φυσικό περιβάλλον, αλλά και για να ενισχύσουμε την εμπιστοσύνη της επενδυτικής κοινότητας στη χώρα.

Δύο στις τρεις επιχειρήσεις που συμμετείχαν στην έρευνά μας φέτος (67%) εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της χώρας θα βελτιωθεί περαιτέρω κατά την επόμενη τριετία – ένα από τα υψηλότερα ποσοστά μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών όπου πραγματοποιήθηκε η έρευνα. Υπό το πρίσμα και της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας και για να δικαιωθεί αυτή η εμπιστοσύνη των επιχειρήσεων και των θεσμών της διεθνούς οικονομίας, θα πρέπει να μελετήσουμε και να κατανοήσουμε το παγκόσμιο περιβάλλον, να αντλήσουμε τα απαραίτητα συμπεράσματα και να συνεχίσουμε με αποφασιστικότητα στον δρόμο των μεταρρυθμίσεων που μπορούν να αλλάξουν τη χώρα.

*Ο κ. Γιώργος Παπαδημητρίου είναι διευθύνων σύμβουλος EY Ελλάδος.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT