To χαμηλότερο ποσοστό αποταμίευσης ως προς το ΑΕΠ είχε η Ελλάδα το 2022 μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης, επισημαίνει η Eurobank στο τελευταίο τεύχος της έκδοσής της «7 Ημέρες Οικονομία». H έκδοση της Eurobank Research (επικεφαλής οικονομολόγος Τάσος Αναστασάτος) τονίζει μάλιστα ότι οι χώρες με τα χαμηλότερα ποσοστά εθνικής αποταμίευσης (Ελλάδα, Κύπρος και Σλοβακία) είχαν και τα υψηλότερα ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο. «Η βιωσιμότητα της ανάπτυξης συνδέεται με την ενίσχυση της εθνικής αποταμίευσης», υποστηρίζει.
Αναλυτικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που επικαλείται η μελέτη της τράπεζας (συγγραφέας Στυλιανός Γώγος), η συνολική ακαθάριστη αποταμίευση στην ελληνική οικονομία το 2022 αυξήθηκε στα 21,8 δισ. ευρώ από 16,5 δισ. ευρώ το 2021. Ως ποσοστό του ονομαστικού ΑΕΠ, δηλαδή του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές, ενισχύθηκε στο 10,6% από 9,1% το 2021, ξεπερνώντας οριακά τα προ πανδημίας επίπεδα, παραμένοντας ωστόσο μικρότερη σε σύγκριση με τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Σε σύγκριση με τις χώρες της Ευρωζώνης, η ελληνική οικονομία το 2022 είχε το χαμηλότερο ποσοστό συνολικής αποταμίευσης ως προς το ΑΕΠ. Στην πρώτη θέση ήταν η Ολλανδία με 30,5% και ακολούθησαν (πλην Ιρλανδίας): Γερμανία 29,4%, Αυστρία 27,6%, Μάλτα 26,8%, Εσθονία 26,3%, Βέλγιο 26,1%, Φινλανδία 24,3%, Ευρωζώνη 24,2%, Σλοβενία 23,5%, Κροατία 23,5%, Γαλλία 22,5%, Ισπανία 22,1%, Λιθουανία 21,4%, Ιταλία 21,2%, Λετονία 21,1%, Πορτογαλία 19,3%, Λουξεμβούργο 18,1%, Σλοβακία 15,7%, Κύπρος 13,5% και Ελλάδα 10,6%.
Η αύξηση της αποταμίευσης το 2022 προέρχεται από τις μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις και τη γενική κυβέρνηση, που ξεκίνησε τη δημοσιονομική προσαρμογή, μετά την πανδημία. Αντίθετα, η αποταμίευση των νοικοκυριών σημείωσε μείωση, περνώντας σε αρνητικό έδαφος, στο -2,6% από 1,5%, καθώς χρησιμοποίησαν τις αποταμιεύσεις της πανδημίας προκειμένου να καταναλώσουν αγαθά που είχαν στερηθεί στη διάρκειά της. Πάντως, η ελληνική οικονομία το 2022 ήταν η μοναδική όπου τα νοικοκυριά κατέγραψαν αρνητικό ρυθμό αποταμίευσης το 2022. Επίσης, με εξαίρεση τη διετία της πανδημίας από το 2012 μέχρι το 2022, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα υπολειπόταν συνεχώς της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Καθώς η Ελλάδα είναι μια ανοιχτή οικονομία, σημειώνει η μελέτη, μπορεί να δαπανά περισσότερα απ’ όσα παράγει ή ισοδύναμα να επενδύει περισσότερα απ’ όσα αποταμιεύει, καλύπτοντας το κενό με κεφάλαια από την αλλοδαπή, είτε σε μορφή εξωτερικού δανεισμού είτε σε μορφή ξένων άμεσων επενδύσεων. Ωστόσο, όταν για μεγάλο χρονικό διάστημα η δαπάνη υπερβαίνει κατά πολύ την παραγωγή, ή ισοδύναμα η επένδυση υπερβαίνει κατά πολύ την αποταμίευση (π.χ. λόγω μείωσης της ανταγωνιστικότητας και επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής) ελλοχεύουν κίνδυνοι για τη μεσομακροπρόθεσμη πορεία της οικονομίας, λόγω της αύξησης των εξωτερικών της υποχρεώσεων και λόγω της εξάρτησής της από συνεχείς ροές εξωτερικού δανεισμού. Η κρίση χρέους στην Ελλάδα την περασμένη δεκαετία αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα των συνεπειών αυτού του σεναρίου (προσαρμογή και ύφεση).