Σύμφωνα με πρόσφατες δημογραφικές εκτιμήσεις, μέχρι το 2030 η Ελλάδα θα έχει πληθυσμό 8,8 εκατ. κατοίκων. Αντίστοιχα με την κλιματική αλλαγή ακούγεται σαν κάτι μακρινό, αλλά δεν είναι κάτι που έχουμε περιθώριο να αγνοήσουμε πια.
Ακόμα και πριν από την COVID-19 ο κόσμος είχε μπει σε μια περίεργη φάση, όπου η δημογραφική πυραμίδα μετά από πολλές γενιές αντιστρεφόταν, καθώς ο κόσμος γίνεται γηραιότερος. Οι επιπτώσεις αυτής της γήρανσης φάνηκαν αρχικά στην Ιαπωνία (την πρώτη μετα-αναπτυξιακή οικονομία) και στη συνέχεια στην Ε.Ε. και την Κίνα, που είναι εξαγωγικές οικονομίες. Το εργατικό δυναμικό της Ε.Ε. είναι εξειδικευμένο και έχει μέσο όρο ηλικίας τα 47 έτη, που σημαίνει ότι οι καταναλωτικές ανάγκες του είναι χαμηλές. Γι’ αυτόν τον λόγο οτιδήποτε επιπλέον παράγεται πρέπει να εξάγεται. Οσο πλησιάζουμε στο 2030, τα δημογραφικά στοιχεία θα συνεχίσουν να αντιστρέφονται. Η Ε.Ε. και η Κίνα θα γίνουν και αυτές μετα-αναπτυξιακές οικονομίες. Οι ΗΠΑ και το Μεξικό θα είναι οι μόνες οικονομίες που θα μπορούν να στηριχθούν στους νέους για την αύξηση της κατανάλωσης. Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να αναφέρουμε μια απλή φόρμουλα σχετικά με την οικονομική ανάπτυξη: η αύξηση του ΑΕΠ ισούται με την αύξηση του πληθυσμού και την αύξηση της παραγωγικότητας.
Εδώ και πέντε γενιές η Ελλάδα –όπως και κάποιες από τις πιο ισχυρές οικονομίες της Ε.Ε., με τις οποίες η χώρα μας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη– βιώνει αύξηση της υπογεννητικότητας. Τη δεκαετία του 1970 μάλιστα, με το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων στα ύψη, η μείωση του πληθυσμού έγινε μη αναστρέψιμη. Λιγότερες γεννήσεις παιδιών το ’70 αντιστοιχούν σε μειωμένο εργατικό δυναμικό στις μέρες μας, καθώς επίσης και μειωμένο αριθμό φορολογουμένων στη χώρα μας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αναμένεται σύντομα μαζική συνταξιοδότηση του πιο ηλικιωμένου πληθυσμού, που μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω οικονομική συρρίκνωση της Ε.Ε. Αυτό είναι κάτι που βιώνουν σήμερα οι επιχειρήσεις και δυσκολεύονται να βρουν προσωπικό.
Οπως και στην Ελλάδα, αυτή η δημογραφική κατάρρευση έχει άμεσες επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα ολόκληρης της Ευρώπης. Αν κοιτάξουμε, για παράδειγμα, την πληθυσμιακή δομή της Ε.Ε. σήμερα, θα δούμε ότι αυτή αποτελείται κυρίως από έμπειρους εργαζομένους με μεγάλη προϋπηρεσία, που σύντομα όμως θα είναι συνταξιούχοι. Μπορεί αυτοί να είναι παραγωγικοί, αλλά την ίδια στιγμή δεν υπάρχουν Ευρωπαίοι καταναλωτές να απορροφήσουν την παραγωγή τους. Ετσι, λοιπόν, η Ευρωπαϊκή Ενωση μετατράπηκε σε μια εξαγωγική Ενωση, καθώς η οικονομία της στηρίχθηκε στο να εξάγει το πλεόνασμα της παραγωγής της σε άλλες χώρες.
Τα τελευταία χρόνια, λοιπόν, με την COVID να επηρεάζει τις εξαγωγές και τα δημογραφικά να μην επιτρέπουν την κατανάλωση, η ανάπτυξη της Ε.Ε. έφτασε σε ένα τέλμα. Την ίδια στιγμή ήταν δύσκολο να επιτευχθεί η αύξηση της συνολικής ζήτησης (Aggregate Demand) καθώς, όπως συμβαίνει και με τα αρνητικά επιτόκια, με τη μείωση του πληθυσμού, οι παραδοσιακές οικονομικές θεωρίες είναι δύσκολο να εφαρμοστούν.
Η συνολική ζήτηση ισούται με κατανάλωση + επενδύσεις + κρατικές δαπάνες + (εξαγωγές – εισαγωγές).
Με βάση τα παραπάνω, λοιπόν, το αναπτυξιακό μας μοντέλο είναι προβληματικό, καθώς με τη μείωση των εξαγωγών η συνολική ζήτηση βασίζεται πλέον κυρίως στην κατανάλωση και τις επενδύσεις.
Οι πρώτες χώρες-θύματα αυτής της «αντίστροφης πυραμίδας» κατάφεραν ιστορικά να ξεφύγουν στηριζόμενες στις εξαγωγές, κυρίως στην Ιαπωνία, που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στην Κίνα, τη μεγαλύτερη ιστορία ανάπτυξης του τελευταίου μισού αιώνα, αλλά δεν μπορούν όλες οι χώρες να το κάνουν αυτό συγχρόνως.
Αν και πλέον έχουμε γυρίσει σε θετικά επιτόκια, το πρόβλημα δεν έχει λυθεί. Τα αρνητικά επιτόκια, τα οποία χρησιμοποιήσαμε για κάποιο διάστημα, στοχεύουν να αυξήσουν την κατανάλωση στην οικονομία, αλλά λίγοι είναι αυτοί που το αντέχουν οικονομικά και ακόμη λιγότεροι οι νέοι που κάνουν οικογένεια.
Επιπροσθέτως οδήγησαν σε αύξηση των επενδύσεων σε μη παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία – ακίνητα, όπως για παράδειγμα τα άδεια σπίτια από τον Τάμεση μέχρι τον Νείλο.
Κοιτώντας μπροστά, η λύση δεν μπορεί να είναι να παράγουμε όλο και περισσότερα αυτοκίνητα, σπίτια και τηλεοράσεις και να προσπαθούμε να τονώσουμε τη ζήτηση εκεί όπου δεν υπάρχει. Αντιθέτως θα έπρεπε να επικεντρωθούμε στην παραγωγή καλύτερων αποτελεσμάτων για τους πολίτες και τους καταναλωτές, μέσω της καινοτομίας και της αποτελεσματικότητας. Και για να γίνει αυτό θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας το μέγεθος του εργατικού δυναμικού, το μήκος και την πολυπλοκότητα της εφοδιαστικής αλυσίδας, καθώς και τη δυνατότητα της κυβερνητικής υποστήριξης και τις εργάσιμες ώρες σε μια εβδομάδα. Καινοτόμες και βιώσιμες λύσεις που δημιουργούν ποιότητα ζωής είναι ο μόνος τρόπος για να προχωρήσουμε στην επόμενη φάση.
*Ο κ. Ιάσων Μανωλόπουλος είναι συνιδρυτής της εταιρείας επενδύσεων L-Stone Capital και συγγραφέας του βιβλίου «Το “επαχθές” χρέος της Ελλάδας».