Είναι βέβαιο ότι από τη σταδιακή ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας θα δρομολογηθούν ευρύτερες προς το ευνοϊκότερο εξελίξεις τόσο για το οικονομικό περιβάλλον όσο και για την κοινωνία. Τα γεγονότα συνοπτικά που άνοιξαν τον δρόμο για την επιστροφή της εμπιστοσύνης στις αγορές και τη θετική κατά συνέπεια αξιολόγηση της πορείας της ελληνικής οικονομίας σχετίζονται: Πρώτον, με την ισχυρή ανάπτυξη 5,9% το 2022 (από 8,4% το 2021 – στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ) αλλά και τις θετικές προβλέψεις για ανάπτυξη 2,2%-2,4% για το 2023-24, υψηλότερη σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Δεύτερον, με τη βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών, με εκτιμήσεις για πρωτογενές πλεόνασμα το 2023 στο 1,1% του ΑΕΠ (μια ανάσα από τα 6 δισ. ευρώ έφθασε το α΄ 9μηνο του τρέχοντος έτους) και με οριακό πρωτογενές πλεόνασμα το 2022 στο 0,1% (από 4,7% έλλειμμα το 2021 – στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ), αλλά και μείωση του δημοσίου χρέους από 171% του ΑΕΠ το 2022 στο 162% το 2023. Τρίτον, με τις σημαντικές εξελίξεις στο ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω τιτλοποιήσεων που κατηύθυναν τον δείκτη ΝPE σε μονοψήφιο ποσοστό. Και τέταρτον, με την πολιτική σταθερότητα μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουνίου και την ανανέωση της εμπιστοσύνης του εκλογικού συστήματος στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, κάτι που εναποθέτει ελπίδες για άμεση ολοκλήρωση των εκκρεμουσών μεταρρυθμίσεων στη δημόσια διοίκηση αλλά και άρση των εμποδίων στην ανάληψη και διεκπεραίωση επενδυτικών σχεδίων, με αιχμή του δόρατος τις μεταρρυθμίσεις στη Δικαιοσύνη.
Στα τέλη λοιπόν της χρονιάς θα βρεθούμε σε ένα αξιοπρεπές επίπεδο αξιολόγησης, ωστόσο η προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων προϋποθέτει και απαιτεί να ανεβούμε αρκετά επίπεδα, καθώς η εμπιστοσύνη, ως γνωστόν, εύκολα είχε χαθεί, δύσκολα όμως θα ανακτηθεί, αφού προαπαιτούνται βαθιές και διαρκείς τομές στο κράτος και στη δημόσια διοίκηση. Η επιστροφή της χώρας λοιπόν στην ομάδα χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης που θεωρούνται επενδύσιμες για προσέλκυση ξένων κεφαλαίων που θα τοποθετούν τα χρήματά τους «στα σίγουρα» θα γίνει πλέον πραγματικότητα, τα δε εγχώρια χρεόγραφα και ομόλογα θα τύχουν αποδοχής από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κοινότητα ως απότοκο εμπιστοσύνης της πορείας της οικονομίας. Η αποκλιμάκωση ως εκ τούτου του κόστους δανεισμού θα είναι δεδομένη και η εισροή κεφαλαίων αναπόφευκτη.
Τι σημαίνει, όμως, με απλά, πρακτικά λόγια η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά;
Σημαίνει ότι η πιστοληπτική αναβάθμιση του ελληνικού Δημοσίου θα επιφέρει σημαντικές μειώσεις του κόστους άντλησης κεφαλαίων από τις τράπεζες, καθώς η εμπιστοσύνη έχει ανακτηθεί και τα επιτόκια θα κυμαίνονται σε λογικά πλαίσια. Η συμμετοχή επίσης της χώρας στα χρηματοδοτικά προγράμματα της ΕΚΤ για διασφάλιση ρευστότητας στην αγορά θα είναι δεδομένη.
Από την άλλη πλευρά, ο φθηνότερος δανεισμός των τραπεζών θα επιφέρει πολλαπλά οφέλη καθώς θα μετακυλισθεί σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, που θα μπορούν πλέον να δανείζονται με δραστικά χαμηλότερο κόστος, η δε μόχλευση χρήματος στην πραγματική οικονομία θα κινητοποιήσει και θα ευεργετήσει αριθμητικά αυξημένες εμπορικές συναλλαγές λόγω ενισχυμένης συμμετοχής του αγοραστικού κοινού που θα νιώθει ανακούφιση από πιθανές επιτοκιακές ελαφρύνσεις.
Η εκτίμηση πάραυτα μιας σοβαρής παραμέτρου που λέγεται εξέλιξη του ρυθμού πληθωρισμού, ειδικά μετά τα τελευταία γεγονότα στη Μέση Ανατολή, είναι αξιοσημείωτη μια και ο πληθωρισμός αδυνατίζει το αγοραστικό διαθέσιμο εισόδημα και υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις κεντρικές τράπεζες σε συσταλτική νομισματική πολιτική.
*Ο κ. Αντώνης Ζαΐρης είναι επίκουρος καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων του Πανεπιστημίου Nεάπολις στην Κύπρο, μέλος της Ενωσης Αμερικανών Οικονομολόγων (ΑΕΑ) και μέλος του Παγκόσμιου Οικονομικού Forum (WEF).