Υπήρξε μία από τις πλουσιότερες χώρες του κόσμου μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, αλλά από τη δεκαετία του 1950 και μετά έχει πτωχεύσει εννέα φορές. Εκτοτε έχει συνάψει τουλάχιστον 20 συμφωνίες δανείων με το ΔΝΤ, καμία από τις οποίες δεν τη βοήθησε να ορθοποδήσει οικονομικά. Του οφείλει 36 δισ. δολ. και είναι ο μεγαλύτερος οφειλέτης του, ενώ παράλληλα το χρέος της σε διεθνείς πιστωτές φτάνει στα 67 δισ. δολ.
Ο πληθωρισμός της «τρέχει» με 143% και πιθανόν να κλείσει το έτος έχοντας φτάσει στο 200%, ενώ είναι η μοναδική χώρα της Λατινικής Αμερικής που δεν έχει κατορθώσει να τιθασεύσει το τέρας των τιμών. Και οι πολίτες της προσπαθώντας να προστατεύσουν τις αποταμιεύσεις τους τις μετατρέπουν σε δολάρια οδηγώντας το νόμισμά τους, το πέσο, σε όλο και βαθύτερη υποχώρηση, με αποτέλεσμα να έχει υποτιμηθεί κατά 92% από τον Μάιο του 2018. Παράλληλα ανοίγουν λογαριασμούς σε τράπεζες του εξωτερικού πολύ συχνότερα από τους λαούς άλλων χωρών. Ο λόγος βέβαια για την Αργεντινή και τον λαό της, ο οποίος έπειτα από αλλεπάλληλες ταλαιπωρίες φαίνεται πρόθυμος να πειραματισθεί με το εξεζητημένο οικονομικό πρόγραμμα του άρτι εκλεγέντος νέου προέδρου της, του άγνωστου έως τώρα Χαβιέ Μιλέι, που κατόρθωσε να γίνει δημοφιλής χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ειδικότερα το YouTube και το TikTok.
Ο αυτοαποκαλούμενος «αναρχοκαπιταλιστής» Χαβιέ Μιλέι έπεισε τους Αργεντινούς να τον ψηφίσουν υποσχόμενος μια δικής του επινόησης θεραπεία-σοκ με εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές δαπανών και προπαντός τη δολαριοποίηση της οικονομίας της χώρας, ταυτόχρονα –μιας πρωτοφανής ιδέα– με την κατάργηση της κεντρικής τράπεζας. Εν ολίγοις, να μετατρέψει όλες τις αξίες στη χώρα σε δολάρια και να υιοθετήσει το δολάριο ως εθνικό νόμισμα, ώστε να αποκτήσει η Αργεντινή μια σταθερή συναλλαγματική ισοτιμία και να αναχαιτισθεί ο πληθωρισμός. Η προοπτική της δολαριοποίησης φαίνεται πράγματι δελεαστική ιδιαιτέρως επειδή άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως ο Ισημερινός, το Ελ Σαλβαδόρ και ο Παναμάς, κατόρθωσαν να θέσουν υπό έλεγχο τις τιμές χρησιμοποιώντας το αμερικανικό δολάριο.
Αναλυτές προειδοποιούν ότι η μετατροπή του εθνικού νομίσματος με λάθος ισοτιμία μπορεί να αποβεί μοιραία.
Ομως η Αργεντινή δεν διαθέτει τα απαιτούμενα συναλλαγματικά διαθέσιμα για να μετατρέψει τα πάντα σε δολάρια. Χρειάζεται δολάρια για να εισάγει πρώτες ύλες και προϊόντα, και έχει αναγκαστεί να μειώσει την παραγωγή της για να χρηματοδοτήσει τις εμπορικές συναλλαγές της. Εχει καταβάλει και εξακολουθεί να καταβάλλει συστηματικές προσπάθειες ώστε με τις εξαγωγές της να συγκεντρώσει σκληρό νόμισμα, αλλά τα αποτελέσματα είναι πενιχρά. Τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα έχουν εξαντληθεί και έχει αναγκαστεί να δανειστεί από την Κίνα σε γουάν προκειμένου να πληρώσει βασικές υπηρεσίες. Θεωρητικά το άθροισμα των συναλλαγματικών διαθεσίμων της Αργεντινής ανέρχεται σε 20 δισ. δολ. Τα 17 δισ. από αυτά, όμως, δεν είναι παρά δάνειο που έχει λάβει από την Κίνα, ενώ οι καταθέσεις σε συνάλλαγμα στις τράπεζες της χώρας ανέρχονται σε 4 δισ. δολ. και οι υποχρεώσεις της σε συνάλλαγμα σε 5 δισ. δολ. Εν ολίγοις, τα συναλλαγματικά της διαθέσιμα στην πράξη βρίσκονται σε αρνητικό έδαφος.
Οικονομικοί αναλυτές σπεύδουν, άλλωστε, να προειδοποιήσουν την Αργεντινή για τους κινδύνους του εγχειρήματος, καθώς η μετατροπή του εθνικού νομίσματος με λάθος ισοτιμία μπορεί να αποβεί μοιραία. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Capital Economics από τον Αύγουστο, τα δολάρια που θα χρειαστούν για να μετατραπούν όσα πέσος υπάρχουν στη χώρα φτάνουν στα 9 δισ. δολ., λαμβανομένης υπόψη της ισοτιμίας του πέσο όπως έχει διαμορφωθεί στη μαύρη αγορά.
Οπως επισημαίνει ο οικονομολόγος Γιον Σίντριου σε σχόλιό του στη Wall Street Journal, η Αργεντινή δεν κατορθώνει ήδη να αποπληρώσει τα κεφάλαια που οφείλει σε σκληρό νόμισμα, γι’ αυτό και θα ήταν από παράτολμο έως παράλογο να τα δανειστεί για να κάνει τη μετατροπή. Εξάλλου, η Αργεντινή έχει αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές πίστωσης. Μιλώντας στους Financial Times ο Αμιλκάρ Κογιάντε, οικονομολόγος του Πανεπιστημίου La Plata National, προεξοφλεί πως «η ιδέα της δολαριοποίησης τουλάχιστον θα αναβληθεί για πολύ και προς το παρόν ο Μιλέι θα αναγκαστεί να στραφεί σε πιο παραδοσιακά προγράμματα σταθεροποίησης της ισοτιμίας».