Το τίμημα του φρένου χρέους για τη Γερμανία

Το τίμημα του φρένου χρέους για τη Γερμανία

Η δημοσιονομική κρίση θα ακρωτηριάσει την οικονομία τα επόμενα χρόνια

2' 40" χρόνος ανάγνωσης

Η γερμανική κυβέρνηση εργάζεται σκληρά για να αποδείξει την ανοησία της σιδερένιας απαγόρευσης της χώρας να γεννηθούν μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. Τώρα διατείνεται πως θα αναστείλει το «φρένο του χρέους», αφού το Συνταγματικό Δικαστήριο την ανάγκασε να ακυρώσει δημοσιονομικές δαπάνες ύψους περίπου 60 δισ. ευρώ, που είχε προβλέψει να καλυφθούν από ένα ταμείο 210 δισ. ευρώ για το κλίμα και τον ενεργειακό μετασχηματισμό.

Ωστόσο, η όποια ευπρόσδεκτη ανακούφιση είναι μόνο προσωρινή, ενώ το κακό ήδη έχει συντελεστεί. Η δημοσιονομική κρίση θα ακρωτηριάσει την οικονομία τα επόμενα χρόνια και, συγκεκριμένα, για τρεις λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με το ότι η διαμάχη εντός της κυβέρνησης και του κοινοβουλίου θα έχει ως αποτέλεσμα να καταρτιστεί ένα πρόγραμμα λιτότητας, τη στιγμή ακριβώς κατά την οποία η γερμανική οικονομία συρρικνούται. Το φρένο χρέους, το οποίο περιορίζει τα διαρθρωτικά δημοσιονομικά ελλείμματα στο 0,35% του ΑΕΠ, έχει ανασταλεί μόνο για τον φετινό προϋπολογισμό.

Σημασία έχει ο προϋπολογισμός του 2024 κι εκεί η συζήτηση έχει καθυστερήσει. Το να καταστεί δυνατόν να αναστείλει η κυβέρνηση το φρένο χρέους, θα πρέπει να επιχειρηματολογήσει υπέρ κάποιας μορφής εκτάκτου ανάγκης. Η πανδημία του κορωνοϊού επείχε τη θέση έκρυθμης καταστάσεως, αλλά η κλιματική αλλαγή μπορεί να μην ταιριάζει απόλυτα με τον επίσημο ορισμό. Η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο υψηλότερων φόρων, όπως είναι η αύξηση στη φορολογία των ρύπων και των κληρονομιών.

Οι δε περικοπές στις επιδοτήσεις, που αποφασίστηκαν για να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις ή τα νοικοκυριά να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση, βρίσκονται, επίσης, στην ημερήσια διάταξη. Συνολικά, η προσπάθεια επαναφοράς του προϋπολογισμού υπό έλεγχο θα επηρεάσει την ανάπτυξη της Γερμανίας το επόμενο έτος, σημείωσε ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ). Ο δεύτερος λόγος έγκειται στο ότι η οικονομία θα αισθανθεί, και αυτή, τον αντίκτυπο της παρατεταμένης αβεβαιότητας, τόσο της νομικής όσο και της οικονομικής. Οι επιχειρήσεις θα δυσκολευτούν να προβλέψουν ποιο είδος δημόσιας βοήθειας θα εμφανιστεί στον δρόμο τους ώστε να μετριάσουν τον αντίκτυπο από την ενεργειακή κρίση και να μπορέσουν να επενδύσουν στην κλιματική μετάβαση. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει κίνδυνος να ελαττωθούν οι επενδύσεις από πλευράς ιδιωτικού τομέα.

Εν τω μεταξύ, τα ενδιαφερόμενα νοικοκυριά θα τείνουν να αποταμιεύουν περισσότερα, σημειώνει ο οικονομολόγος της ING, Κάρστεν Μπροζέσκι. Ο τρίτος και σοβαρότερος λόγος, ο οποίος συνιστά και απειλή για τη μακροπρόθεσμη ευημερία της Γερμανίας, θα ήταν οι χαμηλότερες κρατικές επενδύσεις, σε μια χώρα που έχει διαθέσει σε δημόσια έργα και υποδομές πολύ λιγότερα από την υπόλοιπη Ευρώπη εδώ και δεκαετίες. Είναι μια εποχή που το Βερολίνο οφείλει να αυξήσει τις δημόσιες επενδύσεις του κατά 450 έως 500 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη δεκαετία, σύμφωνα με το Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο. Οι δημόσιες καθαρές επενδύσεις είναι αρνητικές εδώ και 20 χρόνια, τόνισε ο Μάρσελ Φράτζερ, επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών.

Η ειρωνεία έχει να κάνει με το ότι η χαμηλότερη οικονομική ανάπτυξη στο μέλλον θα επέφερε στη συνέχεια υψηλότερη αναλογία χρέους προς ΑΕΠ. Αυτή η μέτρηση ανέρχεται περίπου στο 66% του ΑΕΠ το 2023 και προβλεπόταν να συρρικνωθεί στο 64% το 2024, όταν ο μέσος όρος της Ευρωζώνης φθάνει στο 90%. Η χώρα προφανώς και δεν βρίσκεται στα πρόθυρα μιας κρίσης χρέους. Εντούτοις, έχει φθάσει σε ένα σημείο όπου πρέπει να πληρώσει ένα οικονομικό τίμημα για τη φονταμενταλιστική προσέγγισή της στον δημοσιονομικό περιορισμό.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT