Επειτα από την… καθολική νίκη των ελληνικών ομολόγων έναντι των ιταλικών, αφού οι αποδόσεις τους είναι εδώ και καιρό χαμηλότερες σε όλες τις διάρκειες, επόμενος εφικτός στόχος για την Ελλάδα είναι να φτάσει το κόστος δανεισμού της Γαλλίας. Αυτό προβλέπει ο επενδυτικός οίκος Wood, ο οποίος βρέθηκε στην Αθήνα πριν από μερικές ημέρες για συναντήσεις με υπεύθυνους χάραξης πολιτικής.
Αν και η σύγκριση της Ελλάδας με άλλες χώρες της περιφέρειας, πέραν της Ιταλίας, τείνει να είναι αυτή που επικρατεί στις αναλύσεις ξένων οίκων, το γεγονός ότι η ισχυρή δημοσιονομική επίδοση της χώρας μας εκτιμάται πως θα την ωθήσει να δανείζεται με ίδιους όρους με την Γαλλία, αν μη τι άλλο είναι εντυπωσιακό.
Επειτα και από το χθεσινό ράλι στην αγορά ομολόγων, η απόδοση των 10ετών ελληνικών διαμορφώθηκε στο 3,61% –και στα χαμηλότερα επίπεδα από τα μέσα Ιουνίου–, ενώ η απόδοση των 10ετών γαλλικών τίτλων κινήθηκε 60 μονάδες βάσης χαμηλότερα και στο 3,01%.
Αυτό το χάσμα αναμένεται –κατά τη Wood– να κλείσει το 2024, αφού εκτιμά πως το spread των ελληνικών ομολόγων θα συρρικνωθεί περαιτέρω το επόμενο έτος κατά 50-70 μονάδες βάσης. Σημειώνεται πως το spread της Ελλάδας έναντι της Γερμανίας είναι στις 117 μονάδες βάσης, ενώ της Γαλλίας έναντι της Γερμανίας στις 57.
Η Πορτογαλία, η οποία έχει καταγράψει επίσης εντυπωσιακή πορεία φέτος στην αγορά ομολόγων λόγω των αναβαθμίσεων που έχει δεχθεί από τους οίκους αξιολόγησης, με αποτέλεσμα πριν από μερικές ημέρες η Moody’s να την αναβαθμίσει στο «Α3» για πρώτη φορά από το 2011, έχει ήδη «ισοφαρίσει» τη Γαλλία. Κι αυτό παρά την πολιτική κρίση που προκάλεσε η παραίτηση του πρωθυπουργού της χώρας Αντόνιο Κόστα και την προκήρυξη πρόωρων εκλογών τον Μάρτιο του 2024.
Η απόδοση του 10ετούς πορτογαλικού ομολόγου διαμορφώθηκε χθες στο 3,09%. H Citigroup, πάντως, έχει υπογραμμίσει την ελκυστικότητα των ελληνικών 10ετών ομολόγων έναντι των αντίστοιχων πορτογαλικών, λόγω του ότι κλείνει το χάσμα της αξιολόγησής τους, μετά την αλλαγή πίστας που πραγματοποιεί η Ελλάδα έπειτα από 13 χρόνια.
Τα ισπανικά 10ετή ομόλογα, τα οποία και η Ελλάδα πλησιάζει όλο και περισσότερο, κινούνται με απόδοση 3,45%, δηλαδή μόλις 16 μονάδες βάσης χαμηλότερα από τα ελληνικά. Μάλιστα χθες η απόδοση του ελληνικού 5ετούς ισοφάρισε αυτήν του αντίστοιχου ισπανικού, στο 3,04%.
Πρόσφατα η Barclays τόνισε την ελκυστικότητα της ελληνικής αγοράς ομολόγων έναντι της ισπανικής, λόγω του μικρού της μεγέθους (free float), το οποίο δίνει στους ελληνικούς τίτλους το πλεονέκτημα της «σπανιότητας» (λίγοι και περιζήτητοι).
Τα παραπάνω υπογραμμίζουν και την αλλαγή ιεραρχίας που έχει συμβεί στις χώρες της Ευρωζώνης και στην αντίληψη της αγοράς, λόγω και των τεράστιων δημοσιονομικών επιπτώσεων από την πανδημία. Η Γαλλία, με την οποία και συγκρίνεται η Ελλάδα πλέον από τη Wood, δέχεται αυστηρές συστάσεις από τους θεσμούς, καθώς κινδυνεύει να εκτροχιαστεί σε σχέση με τις ευρωπαϊκές οδηγίες για τα δημοσιονομικά. Αντίθετα, η Ελλάδα δέχεται εύσημα.
Οπως τονίζει και η Wood, «η Ελλάδα παρουσιάζει ισχυρές προοπτικές στο μέτωπο του πρωτογενούς πλεονάσματος και ταχεία πτώση του δείκτη δημοσίου χρέους, το οποίο από το 2025 θα διαμορφώνεται χαμηλότερα από της Ιταλίας.
Το σταθερό πολιτικό τοπίο και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων διευκολύνουν τη σταδιακή βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, η οποία, σε συνδυασμό με τις χαμηλές ανάγκες χρηματοδότησης του Δημοσίου –χάρη και στην ευνοϊκή δομή του χρέους– θα επιτρέψει στις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων να μειωθούν περαιτέρω κατά 50-70 μονάδες βάσης και να πλησιάσουν το 2024 αυτές της Γαλλίας, η οποία έχει πιστοληπτική ικανότητα “AA”», επισημαίνει η Wood.
Στο 3,84% τα έντοκα 6 μηνών
Στο 3,84% διαμορφώθηκε η απόδοση στα έντοκα γραμμάτια έξι μηνών κατά τη δημοπρασία που διενεργήθηκε χθες Τετάρτη. Αν και είναι ελαφρώς χαμηλότερη από το 3,92% που ήταν η απόδοση σε αντίστοιχη δημοπρασία τον προηγούμενο μήνα, παραμένει ωστόσο σημαντικά υψηλότερη από το 1,73% που προσφέρουν οι προθεσμιακές καταθέσεις για ένα έτος. Οι συνολικές προσφορές έφτασαν τα 955 εκατ. ευρώ, υπερκαλύπτοντας κατά 1,53 φορές το ζητούμενο ποσό των 625 εκατ. ευρώ, με το ελληνικό Δημόσιο να αντλεί 812,5 εκατ. ευρώ, καθώς έγιναν δεκτές μη ανταγωνιστικές προσφορές ύψους 187,5 εκατ.
Σήμερα μπορούν να υποβληθούν επιπλέον μη ανταγωνιστικές προσφορές ύψους επίσης 187,5 εκατ. Επίσης, έως σήμερα Πέμπτη μπορούν και όσοι ιδιώτες επιθυμούν να προμηθευτούν τα εν λόγω έντοκα μέσω δημόσιας εγγραφής σε οποιαδήποτε τράπεζα ή χρηματιστηριακή εταιρεία, με ανώτατο ποσό τα 15.000 ευρώ.