Σε δημοσιονομική παγίδα η Γερμανία

Εγκλωβισμένη στο φρένο χρέους, δυσκολεύεται να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη μετά το δικαστικό μπλόκο σε 60 δισ. ευρώ

8' 0" χρόνος ανάγνωσης

Σε μια συγκυρία αρνητική για τη Γερμανία, καθώς μόνο αυτή από τις χώρες του G7 διολισθαίνει σε ύφεση φέτος, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης και πάλαι ποτέ οικονομικό θαύμα βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια δημοσιονομική παγίδα. Και η κυβέρνησή της αγωνίζεται να βρει κάποια δίοδο προς τον εκσυγχρονισμό της και την ανάπτυξή της σε ένα περιβάλλον ασφυκτικών περιορισμών που της απαγορεύουν το αυτονόητο, την αύξηση του δανεισμού της με σκοπό τον εκσυγχρονισμό της, την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και τελικά την ίδια την ανάπτυξή της.

Εχοντας θεσπίσει ως θέσφατο το λεγόμενο «φρένο χρέους», καθώς η ίδια το ενσωμάτωσε στο σύνταγμά της, η Γερμανία έχει τα χέρια δεμένα και δεν μπορεί να αυξήσει τον δανεισμό της τόσο όσο χρειάζεται προκειμένου να προχωρήσει στις αναγκαίες επενδύσεις για τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια και την πράσινη οικονομία. Για να υλοποιήσει, εν ολίγοις, δεσμεύσεις της για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων αλλά και να δώσει παράλληλα ώθηση στην ασθμαίνουσα οικονομία της.

Αντιμέτωπη με τα δεσμά που επέβαλε η ίδια η Γερμανία στον εαυτό της την έφερε προ ημερών το Συνταγματικό Δικαστήριο, όταν απαγόρευσε την άντληση κονδυλίων από το ταμείο για την αντιμετώπιση της πανδημίας και της συνεπακόλουθης ύφεσης, και τη μεταφορά τους στο ταμείο για τη μετάβαση στην πράσινη ενέργεια μαζί με τα 210 δισ. ευρώ που αυτό διαθέτει. Πρόκειται για 60 δισ. ευρώ από τα κεφάλαια κατά της πανδημίας, καθώς δεν είχαν χρειαστεί για τη στήριξη της οικονομίας έναντι της ύφεσης της πανδημίας για την οποία προορίζονταν αρχικώς.

Ο Γερμανός καγκελάριος σκέφτηκε να τα αξιοποιήσει στο πρόσταγμα της εποχής μας, επενδύοντάς τα σε υποδομές ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, υδρογόνου, στην παραγωγή μπαταριών για την ηλεκτροκίνηση και μικροεπεξεργαστών για όλη την υψηλή τεχνολογία. Στα σχέδια του Γερμανού καγκελαρίου ήταν παράλληλα και ο εκσυγχρονισμός των απαρχαιωμένων υποδομών της Γερμανίας, που τόσο επίμονα του συνιστά εδώ και χρόνια το ΔΝΤ προκειμένου να δώσει ώθηση στην ανάπτυξη. Κρίνοντας αντισυνταγματική τη μεταφορά των κονδυλίων, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας ουσιαστικά δημιούργησε ένα χρηματοδοτικό κενό 60 δισ. ευρώ στον προϋπολογισμό της Γερμανίας για το επόμενο έτος, ενώ αναγκάζει τον κυβερνητικό συνασπισμό, του οποίου ηγούνται οι Σοσιαλδημοκράτες του κ. Σολτς, να εξετάσει ποιες δαπάνες θα περικόψει.

Δεν μπορεί να αυξήσει τον δανεισμό της τόσο όσο χρειάζεται για να προχωρήσει στις αναγκαίες επενδύσεις για την πράσινη μετάβαση.

Αν και το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας έχει κατά καιρούς κρίνει αντισυνταγματικές όλες τις προσπάθειες για την αντιμετώπιση των οικονομικών δυσχερειών τόσο της χώρας όσο και ευρύτερα της Ευρωζώνης, η παρέμβασή του ήταν εν προκειμένω αποτέλεσμα κίνησης της αντιπολίτευσης. Βουλευτές του συντηρητικού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος είχαν προσφύγει στο δικαστήριο φοβούμενοι πως η κυβέρνηση Σολτς σχεδίαζε να αυξήσει τον δανεισμό της χώρας και ότι οι ελιγμοί της με τα 60 δισ. ευρώ σχετίζονταν με αυτό το σχέδιο.

Είχαν, όντως, προηγηθεί εκκλήσεις των σοσιαλδημοκρατών που ζητούσαν να ανασταλεί για ακόμη ένα έτος η ισχύς του φρένου χρέους και να αυξήσει τον δανεισμό της η Γερμανία. Η σχετική συζήτηση αναθερμάνθηκε και επισημοποιήθηκε μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, με τον υπουργό Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ να υπογραμμίζει πως η Γερμανία καλείται να ανταγωνιστεί διεθνώς με τα χέρια δεμένα. Η κυβέρνηση, όμως, δήλωσε πως θα σεβαστεί την απόφαση και ο καγκελάριος ήδη εξετάζει περικοπές.

Σχέδια δεκάδων δισ. στον αέρα

Των Κρίστοφερ Στάιτζ και Τομ Κέκενχοφ / Reuters

Η εντεινόμενη δημοσιονομική κρίση της Γερμανίας πλήττει τη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης εκεί που πονάει περισσότερο: στη φήμη της ως αξιόπιστου εταίρου των βιομηχανιών, ορισμένες εκ των οποίων εκφράζουν φόβους πως το Βερολίνο δεν θα τηρήσει τις υποσχέσεις του για χρηματοδότηση των πράσινων και άλλων επενδύσεών τους. Ανάμεσά τους διακυβεύονται σχέδια της ArcelorMittal, της μεγαλύτερης χαλυβουργίας στον κόσμο, για επένδυση 2,5 δισ. ευρώ στα χαλυβουργεία της εντός Γερμανίας με σκοπό τη λειτουργία τους με μηδενικό αποτύπωμα άνθρακα.

«Είμαστε απογοητευμένοι και προπαντός ανήσυχοι καθώς δεν έχουμε αποφάσεις χρηματοδότησης και προοπτική για τη βιομηχανική μας παραγωγή εντός Γερμανίας», τονίζει ο Ράινερ Μπλάσχεκ, επικεφαλής της γερμανικής μονάδας της ArcelorMittal. Επίσης, η γερμανική ανταγωνίστρια της ArcelorMittal, η SHS Stahl-Holding-Saar, δεν έχει καμία επίσημη δέσμευση του Βερολίνου πως θα στηρίξει την επένδυσή της ύψους 3,5 δισ. ευρώ για τη δραστική μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στους φούρνους της. Ο διευθύνων σύμβουλός της, Στέφαν Ράουμπερ, ζητάει να βρεθεί άμεσα λύση μέσα σε λίγες ημέρες και όχι εβδομάδες και τονίζει πως πρέπει να λάβει αποφάσεις πριν από το τέλος του έτους για να υλοποιήσει το πρόγραμμα.

Σύμφωνα, άλλωστε, με έγγραφο εργασίας του υπουργείου Οικονομίας, το οποίο διέρρευσε στο Reuters, πέραν των επενδύσεων χάλυβα ύψους 6 δισ. ευρώ ενδέχεται να πληγούν και άλλοι τομείς από την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως η επένδυση ύψους 4 δισ. ευρώ στον τομέα των μικροηλεκτρονικών και εκείνη των 20 δισ. ευρώ στην παραγωγή μπαταριών για ηλεκτροκίνητα. Οπως επίσης και οι συμφωνίες για την προστασία του κλίματος που υποτίθεται πως θα βοηθούσαν τη βιομηχανία να προστατευθεί από τις διακυμάνσεις των τιμών της ενέργειας και που υπολογίζονταν στα 68 δισ. ευρώ.

Οι εκδηλώσεις ανησυχίας των βιομηχανιών αντανακλούν την ευρύτερη ανησυχία που επικρατεί πλέον ως προς το τι δυνατότητες έχει η Γερμανία να τηρήσει τις υποσχέσεις της για χρηματοδότηση μεγάλων επεκτατικών σχεδίων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των Intel, TSMC και Infineon. Το χειρότερο είναι πως η δημοσιονομική κρίση προστίθεται στο ήδη σοβαρό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Γερμανία, καθώς ανταγωνίζεται με επενδυτικούς προορισμούς στις ΗΠΑ και στην Ασία για την προσέλκυση επενδύσεων και κινδυνεύει να δει τις μεγάλες βιομηχανίες να μεταναστεύουν στο εξωτερικό. Το πακέτο επιδοτήσεων και φοροαπαλλαγών της κυβέρνησης Μπάιντεν προσφέρει τώρα στις βιομηχανίες ένα σαφές ρυθμιστικό πλαίσιο, πράγμα καθοριστικό για τις προσπάθειες της Γερμανίας να μηδενίσει το αποτύπωμα άνθρακα στις βιομηχανίες της.

Οπως τόνισε ο Μπέρναρ Ομσπουργκ, διευθύνων σύμβουλος της Thyssenkrupp Steel Europe, «αν επικρατήσει η εντύπωση πως δεν είναι ασφαλής ο δρόμος με τις γερμανικές επιχειρήσεις, τότε οι βιομηχανίες θα στραφούν στις ΗΠΑ καθώς εκεί υπάρχει επενδυτική ασφάλεια». Πολλοί παράγοντες της βιομηχανίας εκφράζουν φόβους πως θα ανακληθούν και τα σχέδια για μείωση των τιμών της ενέργειας στις βιομηχανίες, μια πολιτική καθοριστική για την ανταγωνιστικότητα βιομηχανιών όπως οι BASF και Wacker Chemie.

Τρεις μεγάλοι κίνδυνοι απειλούν τη γερμανική οικονομία

Του Πιέρ Μπριάνσον / Reuters

Η γερμανική κυβέρνηση προσπαθεί να αποδείξει τον παραλογισμό της σιδηράς απαγόρευσης που έχει επιβάλει η χώρα στα δημοσιονομικά ελλείμματα. Ακόμη κι αν αναστείλει το φρένο χρέους για μια ακόμη χρονιά, η ελάφρυνση θα είναι προσωρινή και η ζημιά έχει ήδη γίνει. Η δημοσιονομική κρίση θα γονατίσει την οικονομία επί χρόνια για τρεις λόγους:

Πρώτον, επειδή θα εφαρμοσθεί πρόγραμμα λιτότητας σε μια οικονομία που συρρικνώνεται. Το φρένο χρέους είχε ανασταλεί έως τώρα αλλά τώρα το θέμα αφορά τον προϋπολογισμό του 2024 και είναι ήδη αργά. Για να αναστείλει την ισχύ του φρένου χρέους, η κυβέρνηση θα πρέπει να επικαλεστεί κάποια κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Η πανδημία υπήρξε πράγματι αλλά η κλιματική αλλαγή μοιάζει να μην πληροί τον ορισμό της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης. Η κυβέρνηση εξετάζει αυξήσεις φόρων όπως, για παράδειγμα, τους φόρους στην κατανάλωση άνθρακα και τους φόρους κληρονομιάς. Εξετάζει παράλληλα και την περικοπή στις επιδοτήσεις που σχεδίαζε για να στηρίξει επιχειρήσεις και νοικοκυριά έναντι της ενεργειακής κρίσης. Οπως επισήμανε ο ΟΟΣΑ, η επαναφορά του προϋπολογισμού της στα αυστηρά πλαίσια θα πλήξει την ανάπτυξη το επόμενο έτος.

Λιτότητα, παρατεταμένη αβεβαιότητα και μείωση δημόσιων επενδύσεων θα πλήξουν την ανάπτυξη για χρόνια.

Δεύτερον, η οικονομία θα πληγεί από τον αντίκτυπο της παρατεταμένης αβεβαιότητας, τόσο νομικής όσο και οικονομικής. Οι επιχειρήσεις θα προσπαθούν να προβλέψουν τι είδους βοήθεια μπορούν να περιμένουν από το κράτος για να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή κρίση και να επενδύσουν στην πράσινη μετάβαση. Ενδέχεται, έτσι, να μειωθούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και στο μεταξύ τα νοικοκυριά θα αποταμιεύουν περισσότερο όπως επισημαίνει ο Κάρστεν Μπρζέσκι, οικονομολόγος του ING. Και τρίτον και σημαντικότερο, ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη μακροπρόθεσμη ευημερία της Γερμανίας είναι οι μειωμένες δημόσιες επενδύσεις σε μια χώρα που επί δεκαετίες επενδύει πολύ λιγότερα από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Ολα αυτά ενώ το Γερμανικό Οικονομικό Ινστιτούτο συνιστά στο Βερολίνο να προχωρήσει σε δημόσιες επενδύσεις ύψους 450 έως 500 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη δεκαετία. Οπως τονίζει ο Μαρσέλ Φράτσερ, επικεφαλής του Γερμανικού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών, οι καθαρές επενδύσεις της Γερμανίας τα τελευταία 20 χρόνια είναι σε αρνητικό έδαφος. Και η ειρωνεία της τύχης είναι πως οι χαμηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης που εξαιτίας όλων αυτών θα σημειωθούν στο μέλλον, θα αυξήσουν το χρέος ως ποσοστό επί του ΑΕΠ.

Το χρέος της Γερμανίας βρίσκεται στο 66% του ΑΕΠ και αναμένεται να μειωθεί στο 64% το 2024, όταν ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 90%. Η Γερμανία δεν αντιμετωπίζει κρίση χρέους αλλά έχει έρθει η ώρα που θα πρέπει να καταβάλει το τίμημα για τη φονταμενταλιστική της προσέγγιση στη δημοσιονομική πειθαρχία.

Οι στόχοι

Υποσχόμενος πως παρά τη δημοσιονομική κρίση η κυβέρνησή του δεν πρόκειται να εγκαταλείψει τους στόχους της για χρηματοδότηση της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, αλλά και τις κοινωνικές δαπάνες, ο Γερμανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς τόνισε ότι «θα ήταν ασυγχώρητο λάθος να αμελήσουμε τον εκσυγχρονισμό της χώρας».

66% του ΑΕΠ της είναι μόνο το χρέος της Γερμανίας όταν οι άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες έχουν άνω του 100%.

Το εμπόδιο

«Ετσι θα νικήσουμε;», αναρωτήθηκε ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ βλέποντας τα εμπόδια που θέτει στην ανάπτυξη της Γερμανίας το θεσμοθετημένο «φρένο χρέους», και τάχθηκε ανοιχτά εναντίον του επισημαίνοντας: «Δέσαμε μόνοι μας τα χέρια μας πίσω από την πλάτη μας και πάμε να μπούμε στο ρινγκ του μποξ να παλέψουμε».

0,35% του ΑΕΠ είναι το όριο που θέτει στον νέο δανεισμό της Γερμανίας το θεσμοθετημένο «φρένο χρέους».

Η αντιπολίτευση

Εκφράζοντας την επιμονή της αντιπολίτευσης στην τήρηση της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής, ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής της ομάδας, Φρίντριχ Μερτς, επέκρινε τον κ. Σολτς χαρακτηρίζοντάς τον «ξερόλα», που «δεν έχει ιδέα για το πώς πρέπει να αναπτυχθεί η χώρα τα επόμενα χρόνια» και δεσμεύτηκε ότι θα διατηρήσει τα αυστηρά όρια στον δανεισμό της Γερμανίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT