Αρθρο Γεωργίας Καπλάνογλου στην «Κ»: Η φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών

Αρθρο Γεωργίας Καπλάνογλου στην «Κ»: Η φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών

Η τεκμαρτή φορολόγηση επιβάλλεται ακριβώς επειδή το κράτος παραδέχεται ότι δεν μπορεί να μετρήσει τα πραγματικά εισοδήματα

6' 26" χρόνος ανάγνωσης

Είναι αλήθεια πως η αίσθηση της αδικίας στην κατανομή των φόρων βαρύνει τους περισσότερους συμπατριώτες μας. Παράλληλα, η πάταξη της φοροδιαφυγής είναι μόνιμα στην ατζέντα όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων, κυβερνητικών και αντιπολιτευτικών. Ο νέος τρόπος τεκμαρτής φορολόγησης υποστηρίζεται ότι αποτελεί ένα βήμα προς την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής σε συγκεκριμένους επαγγελματικούς κλάδους και προς την ενίσχυση της φορολογικής δικαιοσύνης, ενισχύοντας παράλληλα τα δημόσια ταμεία. Είναι όμως έτσι;

Το Σύνταγμά μας αναφέρει ότι κάθε πολίτης πρέπει να συνεισφέρει στα φορολογικά βάρη ανάλογα με τη φοροδοτική του ικανότητα. Αυτό σημαίνει δύο πράγματα. Πρώτον, αυτοί που έχουν ίδια φοροδοτική ικανότητα πρέπει να πληρώνουν ίσους φόρους. Αυτό δεν συνέβαινε ούτε με το προηγούμενο, αλλά ούτε και με αυτό το φορολογικό καθεστώς. Οι μισθωτοί με χαμηλά εισοδήματα, για παράδειγμα, δικαιούνται μείωση φόρου, κάτι σαν το παλιό αφορολόγητο. Το τεκμαρτό εισόδημα, όμως, φορολογείται από το πρώτο ευρώ, χωρίς δικαίωμα μείωσης φόρου, ούτε καν όταν έχεις παιδιά. Δεύτερον, το φορολογικό σύστημα πρέπει να επιβαρύνει περισσότερο αυτούς που έχουν και μεγαλύτερη φοροδοτική ικανότητα. Η τεκμαρτή φορολόγηση επιβάλλεται ακριβώς επειδή το κράτος παραδέχεται ότι δεν μπορεί να μετρήσει τα πραγματικά εισοδήματα, άρα και τη φοροδοτική ικανότητα του πολίτη. Η πιθανότητα επομένως με αυτό το σύστημα να φορολογηθεί κάποιος όντως με βάση τη φοροδοτική του ικανότητα είναι σχεδόν μηδενική, αφού κάποιοι θα επιβαρύνονται δυσβάσταχτα παραπάνω και άλλοι σκανδαλωδώς λιγότερο. Η λογική τού κάτι πετυχαίνω αν φορολογήσω κάποιους λίγο περισσότερο από όσο πρέπει και κάποιους άλλους λίγο λιγότερο, δεν είναι σωστή.

Κι ας μη βιαστούμε να ισχυριστούμε ότι η δικαιοσύνη αποκαθίσταται αφού το τεκμαρτό εισόδημα είναι μαχητό, γιατί υπάρχουν στοιχεία που δείχνουν ότι οι πολίτες πιστεύουν ότι δεν θα βρουν το δίκιο τους και άρα δεν θα προσφύγουν. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο του 2022, του θεσμού μέσω του οποίου η Ευρωπαϊκή Ενωση καταγράφει τις γνώμες των πολιτών της, το 67% των Ελλήνων πιστεύει ότι η διαφθορά (κατάχρηση εξουσίας για προσωπικό όφελος) είναι εκτεταμένη στις φορολογικές αρχές. Αυτό είναι μακράν το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. των «27». Τη δεύτερη χειρότερη επίδοση καταγράφει η Κύπρος με ποσοστό 44% και την καλύτερη η Φινλανδία με ποσοστό μόλις 2%. Ακόμα και αν πιστεύουμε ακράδαντα ότι αυτό αδικεί τις φορολογικές μας αρχές, είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι, και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι φορολογούμενοι, παίρνουν αποφάσεις όχι με βάση την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά με βάση την αντίληψή τους για αυτή. Κάποιοι δεν θα αμφισβητήσουν το τεκμήριο, διότι όντως φοροδιαφεύγουν. Κάποιοι άλλοι όμως πιθανότατα δεν θα το αμφισβητήσουν, ακόμα και αν πιστεύουν ότι τους αδικεί.

Πέρα από τα όντως πολύ ενδιαφέροντα στατιστικά στοιχεία για τα δηλωθέντα εισοδήματα των ελευθέρων επαγγελματιών που πρόσφατα κυκλοφορούν από το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, υπάρχουν κι άλλα στοιχεία που υποδηλώνουν ότι κάτι δεν πάει καλά με τον τρόπο που φορολογούμε τα εισοδήματα των φυσικών προσώπων. Ας πάρουμε ένα μόνο παράδειγμα, αυτό της μείωσης του συντελεστή αυτοτελούς φορολόγησης των μερισμάτων στο 5% από το 2020 και μετά. Με βάση τα αναλυτικά στατιστικά στοιχεία που δημοσιεύει η ΑΑΔΕ από τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων, όπου οι φορολογούμενοι είναι υποχρεωμένοι να δηλώνουν μεταξύ πολλών άλλων και το εισόδημα από μερίσματα, προκύπτει ότι τα δηλωθέντα μερίσματα σχεδόν τριπλασιάστηκαν μεταξύ 2019 και 2020. Υπενθυμίζουμε ότι το 2020 ήταν η χρονιά της COVID-19 και των lockdowns, με το ΑΕΠ να καταγράφει πτώση 9%. Το συγκεκριμένο εύρημα δεν συνιστά βέβαια ένδειξη φοροδιαφυγής, αφού αυτά είναι νομίμως φορολογημένα εισοδήματα. Ομως, δεν θα έπρεπε να μας προβληματίζει εάν αυτή η αύξηση όντως αποδίδεται σε μεγαλύτερη διανομή κερδών από εταιρείες που αύξησαν τόσο τα κέρδη τους; Οι διανομές μερισμάτων από εταιρείες εισηγμένες στο Χρηματιστήριο δεν δικαιολογούν τίποτα τέτοιο. Μήπως επομένως οφείλεται και σε προσεκτικό φορολογικό σχεδιασμό κάποιων οι οποίοι εμφανίζουν την οικονομική τους δραστηριότητα με άλλη νομική μορφή με σκοπό τη νόμιμη φοροαποφυγή; Και επιπλέον, με βάση τα ίδια στοιχεία, δεν υπάρχει κατηγορία εισοδήματος πιο άνισα κατανεμημένη από αυτή που συμπεριλαμβάνει τα μερίσματα. Το 2020, το 90% αυτών των εισοδημάτων ανήκε στο 1% των πλουσιότερων φορολογουμένων. Για ποια φορολογική δικαιοσύνη ακριβώς μιλάμε;

Πέρα από το κριτήριο της κοινωνικής δικαιοσύνης, το νέο νομοσχέδιο αντιβαίνει και στα άλλα δύο κριτήρια σύμφωνα με τα οποία κρίνεται μια φορολογική πολιτική με βάση τόσο την οικονομική θεωρία όσο και την εμπειρία στην πράξη. Το ένα είναι το κριτήριο της αποτελεσματικότητας. Ενα φορολογικό σύστημα γίνεται πιο αναποτελεσματικό όσο περισσότερο στρεβλώνει τη συμπεριφορά των φορολογουμένων επειδή προσπαθούν να αποφύγουν τον φόρο. Οι στρεβλώσεις αυτές καταλήγουν να μειώνουν τα φορολογικά έσοδα ή/και την ίδια την οικονομική δραστηριότητα. Οι φορολογούμενοι απλώς θα προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους για να μειώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις: θα σταματήσουν να δουλεύουν, θα στραφούν στην παραοικονομία, εάν δήλωναν εισοδήματα πάνω από τα τεκμαρτά θα έχουν το κίνητρο αλλά και τον τρόπο να προσαρμόσουν τα δηλωθέντα εισοδήματά τους πλησιέστερα στα τεκμαρτά. Πολύ σύντομα, πιθανώς οι φορολογικές αρχές θα διαπιστώσουν ότι ο νέος τρόπος φορολόγησης δεν αποδίδει τα αναμενόμενα στα δημόσια ταμεία.

Το άλλο κριτήριο αφορά το διοικητικό κόστος του φορολογικού συστήματος για τις φορολογικές αρχές και το κόστος συμμόρφωσης για τους φορολογουμένους. Οσο πιο απλό είναι ένα σύστημα, τόσο πιο εύκολη είναι η συμμόρφωση των φορολογουμένων με αυτό, αλλά και ο έλεγχος της ορθής εφαρμογής του από τις αρχές. Σε μια προσπάθεια να διορθωθούν ολοφάνερες αδικίες σε ένα νομοσχέδιο που έχει δομηθεί εξαρχής με στρεβλή λογική, έχουν εισαχθεί πολλές και ποικίλες εξαιρέσεις και ειδικές προσαρμογές. Και εδώ λοιπόν κινούμαστε ολοταχώς προς λάθος κατεύθυνση, όταν πάγιο αίτημα δεκαετιών είναι η απλοποίηση του φορολογικού συστήματος. Αν μη τι άλλο, για να γίνεται κατανοητό και διαφανές στους φορολογουμένους και στους επίδοξους επενδυτές.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, συστήματα τεκμαρτής φορολόγησης του τύπου που εισάγουμε τώρα στην Ελλάδα, δεν υπάρχουν ως κανόνας σε καμία ανεπτυγμένη χώρα του πλανήτη. Υπήρχαν παλαιότερα σε κάποιες χώρες του ΟΟΣΑ, αλλά έχουν πλέον αποσυρθεί ή έχουν πολύ περιορισμένη εφαρμογή. Για να δώσουμε μερικά παραδείγματα, το πιο πολύπλοκο τέτοιο σύστημα (Tachshiv) είχε εφαρμοστεί στο Ισραήλ, αλλά καταργήθηκε το 1975. Η Γαλλία δίνει ακόμα τη δυνατότητα σε μικρές επιχειρήσεις και ορισμένους ελεύθερους επαγγελματίες να φορολογηθούν με βάση τεκμαρτά εισοδήματα, αλλά η χρήση αυτού του συστήματος έχει μειωθεί τα τελευταία χρόνια. Οι ιταλικές φορολογικές αρχές εφαρμόζουν το σύστημα Indicatori di Affidabilità Fiscale (ISA) για να υπολογίσουν για κάθε ελεύθερο επαγγελματία και ιδιοκτήτη ατομικής επιχείρησης ένα τεκμαρτό εισόδημα, το οποίο χρησιμοποιείται για να καταρτιστεί ένας δείκτης ατομικής φορολογικής αξιοπιστίας. Φορολογούμενοι με χαμηλή τιμή στον δείκτη αυτό μπαίνουν σε ειδικές λίστες, όπου η πιθανότητα φορολογικού ελέγχου είναι αυξημένη. Αντίθετα, φορολογούμενοι για τους οποίους ο δείκτης αξιοπιστίας έχει υπολογιστεί ότι είναι υψηλός απολαμβάνουν προνόμια, όπως ταχύτερη επιστροφή ΦΠΑ ή εξαίρεση από ορισμένους τύπους φορολογικών ελέγχων.

Πολύ πιο χονδροειδή συστήματα τεκμαρτής φορολόγησης (στα οποία η ελληνική περίπτωση προσομοιάζει περισσότερο) προτείνονται από διεθνείς οργανισμούς, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και ο ΟΟΣΑ, για αναπτυσσόμενες χώρες και χώρες του Τρίτου Κόσμου, όπου οι φορολογικές αρχές είναι αδύναμες να ελέγξουν τη φορολογητέα ύλη, οι μικροί επιχειρηματίες δεν κρατούν λογιστικά βιβλία και επικρατεί στην οικονομία η χρήση μετρητών. Και οι δύο παραπάνω διεθνείς οργανισμοί δημοσίευσαν μέσα στο 2023 χρηστικούς οδηγούς για καλές πρακτικές σχετικά με το πώς η τεκμαρτή φορολόγηση μπορεί να μειώσει το κόστος συμμόρφωσης των μικρών επιχειρηματιών, να δώσει κίνητρα σε αδήλωτη δραστηριότητα να εμφανιστεί και να αρχίσει να πληρώνει φόρους.

Αλήθεια, πόσο τιμητικό είναι για τη χώρα μας να υιοθετεί συστήματα φορολόγησης που δεν συνάδουν στο ελάχιστο με το επίπεδο οικονομικής της ανάπτυξης; Και δεν έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με την επίπονη προσπάθεια που γίνεται από την ΑΑΔΕ και το κράτος γενικότερα να εφαρμοστούν σωστά εργαλεία ελέγχου της φοροδιαφυγής και εντοπισμού της φορολογητέας ύλης, όπως τα υποχρεωτικά συστήματα ηλεκτρονικών πληρωμών ή η χρήση του myDATA; Είναι βέβαιο ότι πλέον υπάρχουν τόσο τα τεχνικά μέσα όσο και μορφωμένο ανθρώπινο δυναμικό για να γίνει πρόοδος στον εντοπισμό της φοροδιαφυγής εκεί που πραγματικά υπάρχει και που είναι μεγαλύτερη.

* Η κ. Γεωργία Καπλάνογλου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Οικονομικών Επιστημών ΕΚΠΑ, DPhil Cambridge.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT