Άρθρο Β. Πανουσόπουλου στην «Κ»: Κεντρικές τράπεζες και πληθωρισμός

Άρθρο Β. Πανουσόπουλου στην «Κ»: Κεντρικές τράπεζες και πληθωρισμός

Η ΕΚΤ δεν αξιολογεί πλέον την ευρωπαϊκή οικονομία σε κατάσταση κρίσης, αλλά σε κατάσταση εκδήλωσης υψηλών τιμών

2' 54" χρόνος ανάγνωσης

Ο βασικός ρόλος των κεντρικών τραπεζών είναι να ελέγχουν και να διατηρούν σταθερό τον πληθωρισμό. Οι κεντρικές τράπεζες ρυθμίζουν και ελέγχουν τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές και το τραπεζικό σύστημα. Ρυθμίζουν και ελέγχουν τις εξωτερικές πληρωμές και τις ροές κεφαλαίων των οικονομιών τους, με κύριο στόχο να διατηρούν σταθερή τη συναλλαγματική αξία του νομίσματός τους. Με βασικά εργαλεία τη ρύθμιση των επιτοκίων και την προσφορά χρήματος, οι κεντρικές τράπεζες επηρεάζουν, βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα: την καταναλωτική ζήτηση, τον συνολικό αριθμό και τη συνολική αξία των δανείων, τον αριθμό και την αξία των άμεσων επενδύσεων. Καταλήγουν έτσι να επηρεάζουν το μέγεθος της συνολικής απασχόλησης, το εισόδημα, την παραγωγή, τα κέρδη των επιχειρήσεων, την οικονομική ανάπτυξη και κατ’ επέκταση διαμορφώνουν το επίπεδο του πληθωρισμού στην οικονομία.

Οι πρόσφατες επιθετικές νομισματικές παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών από το 2009-2022 απέδειξαν στην πράξη ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να ανακόψει τα φαινόμενα του αποπληθωρισμού, του στασιμοπληθωρισμού, της οικονομικής συρρίκνωσης και της πληθωριστικής έκρηξης, που εκδηλώνονται λόγω κρίσεων, όπως ήταν αρχικά η χρηματοοικονομική κρίση το 2008-2009 και αργότερα, διαδοχικά, ο εμπορικός πόλεμος ΗΠΑ – Κίνας, το Brexit, η πανδημία, η ενεργειακή κρίση (B. Bernanke 2022). Ομως, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις οι εκδηλωμένες κρίσεις επηρέαζαν το σύνολο της οικονομίας κι έτσι η νομισματική παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών κρινόταν ότι ήταν απαραίτητη, αναγκαία και τελικά αποτελεσματική.

Το 2023 ο πληθωρισμός έχει μειωθεί σημαντικά στην Ευρώπη, συνεχίζει όμως να είναι αισθητά υψηλότερος από τον στόχο της ΕΚΤ για 2%. Η ΕΚΤ δεν αξιολογεί πλέον την ευρωπαϊκή οικονομία σε κατάσταση κρίσης, αλλά σε κατάσταση εκδήλωσης υψηλών τιμών σε συγκεκριμένους κλάδους της οικονομίας.

Υπό αυτές τις νέες συνθήκες εγείρεται το ερώτημα εάν θα πρέπει να συνεχιστεί να επιδιώκεται η πτώση του πληθωρισμού με νομισματικές παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών, με την πολιτική των υψηλών επιτοκίων, επηρεάζοντας έτσι τη συνολική απόδοση της οικονομίας ή αν θα είναι αποτελεσματικότερο να δράσουν οι κεντρικές διοικήσεις και οι υπόλοιπες ανεξάρτητες αρχές για την καταπολέμηση του πληθωρισμού στους κλάδους που εντοπίζεται το πρόβλημα των υψηλών τιμών.

Η ίδια η ΕΚΤ αναγνωρίζει πως η διατήρηση της πολιτικής της, των υψηλών επιτοκίων, μπορεί να μειώνει τον πληθωρισμό αλλά αυξάνει το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου και ιδιωτικού χρέους, μειώνει το μέγεθος και την αξία των επενδύσεων, θέτοντας σε κίνδυνο την ανάκαμψη των ευρωπαϊκών οικονομιών.

Οι καταγεγραμμένες οικονομικές προτεραιότητες όλων των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για την επόμενη δεκαετία είναι η διαχείριση του αυξανόμενου δημοσίου χρέους τους και η υλοποίηση της διαδικασίας της ενεργειακής μετάβασης. Αν αφεθεί η πολιτική καταπολέμησης του πληθωρισμού αποκλειστικά στις κεντρικές τράπεζες, με εργαλείο τα υψηλά επιτόκια, υπάρχει ο κίνδυνος τα τραπεζικά κεφάλαια και οι κρατικές ενισχύσεις να κατευθύνονται και να καταναλώνονται αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους και στους κλάδους που συμβάλλουν στην προώθηση της ενεργειακής μετάβασης.

Δεν πρέπει να δημιουργείται η ψευδαίσθηση ότι η Ελλάδα έχει ξεφύγει από τη μία από τις δύο προτεραιότητες λόγω της περιόδου χάριτος που της έχει δοθεί από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς για την πληρωμή τόκων, μέχρι το έτος 2032. Το ελληνικό υψηλό βραχυπρόθεσμο χρέος υποχρεώνει ήδη τη χώρα μας σε καταβολή ετήσιων υψηλών τόκων για έντοκα γραμμάτια και repos (στοιχεία ΥΠΟΙΚ Ιούλιος 2023).

Η καταπολέμηση του δημοσίου χρέους δεν αυξάνει την παραγωγή και δεν μειώνει τις τιμές, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα. Αλλά και η ενεργειακή μετάβαση, με τον τρόπο που πραγματοποιείται μέχρι τώρα στην Ευρώπη, φαίνεται να τροποποιεί κυρίως τον τρόπο παραγωγής ενέργειας, από «βρώμικη» σε «καθαρή», παρά να αυξάνει την παραγωγή και να μειώνει δραστικά τις τιμές.

*Ο κ. Βασίλειος Π. Πανουσόπουλος είναι οικονομολόγος, διεθνολόγος (ΕΕΠ) Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό της Δημόσιας Διοίκησης ΡΑΕΥ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT