Δύσκολο το παιχνίδι στο Champions League

Οι αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας φαίνονται πιο έντονες μετά την ένταξή της στο κλαμπ των ισχυρών

8' 24" χρόνος ανάγνωσης

Το 2023 φεύγει με την Ελλάδα να έχει καταφέρει ένα σημαντικό ορόσημο, αυτό της ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας και της επιλεξιμότητας, πλέον, των ελληνικών κρατικών ομολόγων στους διεθνείς δείκτες έπειτα από απουσία 13 ετών. Ωστόσο, η ένταξη της χώρας στο κλαμπ των «ισχυρών», πέρα από τα οφέλη που φέρνει για την οικονομία, τις επιχειρήσεις και το χρηματιστήριο, αυτομάτως κάνει τις αδυναμίες της οικονομίας να φαίνονται πιο έντονες και τις δομικές «δυνάμεις» που έχει λιγότερο εντυπωσιακές, τη στιγμή που οι προκλήσεις για το 2024 και μετά είναι έτσι και αλλιώς σημαντικές, όπως επισημαίνουν στην «Κ» οι πέντε οίκοι αξιολόγησης.

Πλέον η Ελλάδα έρχεται να συγκριθεί με μια άλλη «λίγκα» χωρών. Η ελληνική οικονομία ξεχώριζε στο σύμπαν των χωρών που είχαν βαθμολογία κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, τώρα είναι αντιμέτωπη με ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο.

«Η Ελλάδα βρίσκεται τώρα σε μια άλλη κατηγορία αξιολόγησης με διαφορετικές ομότιμες σε βαθμολογία χώρες, όπου τα διαρθρωτικά της πλεονεκτήματα είναι λιγότερο ακραία από ό,τι ήταν σε σύγκριση με τις χώρες με αξιολόγηση κάτω από την επενδυτική βαθμίδα», τονίζει ο Φεντερίκο Μπαρίγκα, επικεφαλής αναλυτής της Fitch για την Ελλάδα. Οπως εξηγεί, όταν η Ελλάδα βρισκόταν σε επίπεδο «ΒΒ», τα διαρθρωτικά πιστωτικά της πλεονεκτήματα, συμπεριλαμβανομένου του κατά κεφαλήν ΑΕΠ και των δεικτών ανθρώπινης ανάπτυξης και διακυβέρνησης, ήταν πολύ υψηλότερα από τις άλλες χώρες της ίδιας κατηγορίας.

Τώρα που η Ελλάδα είναι μία κατηγορία υψηλότερα, και στο επίπεδο του BBB, εξακολουθεί να έχει υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ και καλύτερους δείκτες διακυβέρνησης, αλλά η διαφορά είναι λιγότερο έντονη. Παράλληλα, όλο το τελευταίο διάστημα, και έπειτα από τη «νίκη» των ελληνικών ομολόγων έναντι των ιταλικών, όπου οι αποδόσεις τους είναι χαμηλότερες σε όλη την καμπύλη εδώ και καιρό, η Ελλάδα συγκρίνεται πλέον με την Ισπανία και την Πορτογαλία. Η απόδοση του ελληνικού 10ετούς είναι στο 3,39%, του ισπανικού στο 3,26% και του πορτογαλικού στο 3,1%. Αυτό που κυριαρχούσε σε αναλύσεις και άρθρα ήταν το γεγονός ότι η Ελλάδα και τα ελληνικά ομόλογα έχουν ουσιαστικά κατακτήσει την επενδυτική βαθμίδα εδώ και καιρό, ενώ βαθμολογούνταν junk τη στιγμή που το κόστος δανεισμού πλησιάζει ολοένα και περισσότερο αυτό των δύο παραπάνω χωρών, που φυσικά έχουν investment grade.

Για να καταφέρει η Ελλάδα να βρεθεί στην κατηγορία του «Α», που ήταν πριν από την κρίση χρέους, χρειάζεται περίπου μία δεκαετία.

Το γεγονός είναι πως η Ισπανία, για παράδειγμα ποτέ δεν έχασε την επενδυτική βαθμίδα, ενώ σήμερα βαθμολογείται στην κατηγορία του «Α», έναντι του χαμηλού investment grade «ΒΒΒ-» που έχει η Ελλάδα. Η Πορτογαλία, η οποία έχασε την επενδυτική βαθμίδα το 2012 –αλλά βρέθηκε στο «ΒΒ», δηλαδή δύο σκαλοπάτια κάτω από το investment grade και όχι στο «C» ή στην «επιλεκτική χρεοκοπία» που είχε βυθιστεί η Ελλάδα–, σήμερα βαθμολογείται επίσης στην κατηγορία του «Α» σε μέσο όρο.

Σύμφωνα με του οίκους αξιολόγησης, η Ελλάδα, η Πορτογαλία και η Ισπανία έχουν παρόμοια δημοσιονομικά θεμελιώδη μεγέθη – πλην φυσικά του χρέους που είναι πολύ υψηλό στην Ελλάδα, έχει ωστόσο ευνοϊκή δομή. Οπως επισημαίνουν και παράγοντες της αγοράς, για να καταφέρει η Ελλάδα να «πιάσει» τις παραπάνω χώρες και να βρεθεί στην κατηγορία του «Α» όπου ήταν πριν από την κρίση χρέους –αυτό που θα σηματοδοτούσε και την πλήρη κανονικότητα–, έχει ακόμη περίπου δέκα χρόνια μπροστά της, με βάση το πώς κινούνται οι οίκοι.

Αναβαθμίσεις με το σταγονόμετρο

Δύσκολα θα προχωρήσουν σε νέα αναβάθμιση της χώρας σύντομα, σημειώνουν οι ίδιοι οι οίκοι.

Η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας έχει στείλει ένα ισχυρό μήνυμα ότι η Ελλάδα αφήνει πίσω της τις κρίσεις των τελευταίων 15 ετών, όπως σημειώνει στην «Κ» ο Ντένις Σεν, επικεφαλής αναλυτής της Scope Ratings για την Ελλάδα. Ωστόσο, οι πιθανότητες για νέα αναβάθμιση σύντομα είναι εξαιρετικά χαμηλές. «Αυτή τη στιγμή δίνουμε στην Ελλάδα σταθερές προοπτικές – που σημαίνει ότι δεν οραματιζόμαστε επί του παρόντος μεγαλύτερη από το 1/3 πιθανότητα αλλαγής της αξιολόγησης κατά το επόμενο έτος», εξηγεί ο Σεν.

Το ελληνικό χρέος εξακολουθεί να είναι από τα υψηλότερα στον κόσμο.

Πάντως, όπως προσθέτει, περαιτέρω αναβάθμιση της αξιολόγησης από την τρέχουσα του «BBB-» θα μπορούσε να είναι δυνατή αργότερα εάν: 1) η ονομαστική ανάπτυξη και η δημοσιονομική εξυγίανση διατηρήσουν μια ισχυρή και σταθερή πτωτική τροχιά για τον δείκτη δημοσίου χρέους μεσοπρόθεσμα, 2) οι κίνδυνοι του τραπεζικού τομέα μειωθούν περαιτέρω και/ή 3) οι διαρθρωτικές οικονομικές και εξωτερικές ανισορροπίες περιοριστούν, αυξάνοντας τη μεσοπρόθεσμη αναπτυξιακή δυναμική και ενισχύοντας τη μακροοικονομική βιωσιμότητα. Ανάλογο είναι και το μήνυμα της Fitch. Οπως υπογραμμίζει στην «Κ» ο Φεντερίκο Μπαρίγκα, «η πρόσφατη αναβάθμιση της Ελλάδας σε BBB- με σταθερές προοπτικές υποδηλώνει ότι βλέπουμε σχετική σταθερότητα βραχυπρόθεσμα έως μεσοπρόθεσμα όσον αφορά την τροχιά αξιολόγησης. Οι θετικές ευαισθησίες που εντοπίσαμε στην τελευταία μας αξιολόγηση είναι η επίμονη και σημαντική μείωση του δημόσιου χρέους και το ισχυρότερο μεσοπρόθεσμο αναπτυξιακό δυναμικό χωρίς τη δημιουργία ανισορροπιών».

«Μετά την αναβάθμισή μας για την Ελλάδα σε BBB- στις 20 Οκτωβρίου, τοποθετήσαμε μια “σταθερή προοπτική” για την αξιολόγηση, γεγονός που σηματοδοτεί πως δεν αναμένουμε επί του παρόντος περαιτέρω αλλαγές στην αξιολόγηση το επόμενο διάστημα», τονίζει στην «Κ» από την πλευρά του και ο Σάμιουελ Τίλερεϊ, επικεφαλής αναλυτής της S&P για την Ελλάδα. Πάντως, «περαιτέρω μειώσεις του δείκτη καθαρού χρέους της Ελλάδας και σε επίπεδα που ευθυγραμμίζονται με αυτά των χωρών με ανάλογη αξιολόγηση, θα είναι πιθανότατα το βασικό στοιχείο για την επόμενη πιθανή θετική δράση αξιολόγησης», όπως προσθέτει. Η S&P εκτιμά πως «το καθαρό χρέος θα ανέλθει στο 146% του ΑΕΠ το 2023 το οποίο εξακολουθεί να είναι ένα από τα υψηλότερα βάρη στον κόσμο, παρά τη σημαντική πρόοδο τα τελευταία χρόνια».

Ανάλογες είναι οι προϋποθέσεις που θέτει και ο οίκος αξιολόγησης DBRS. «Οι παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε σταδιακή βελτίωση των αξιολογήσεων της Ελλάδας είναι: η συνεχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές και η διαρκής δέσμευση για δημοσιονομική ευθύνη, που οδηγεί σε συνεχή μείωση του δείκτη του δημόσιου χρέους», όπως σημειώνει στην «Κ» η Σπυριδούλα Τζίμα, αναπληρώτρια αντιπρόεδρος του οίκου αξιολόγησης.

Δημογραφικό και ανταγωνιστικότητα, οι μεγάλες προκλήσεις

Στους παράγοντες που περιορίζουν την αξιολόγηση της Ελλάδας και άρα στις βασικές προκλήσεις για το 2024 αλλά και τα επόμενα έτη, οι οίκοι αξιολόγησης τοποθετούν κυρίως το δημογραφικό και τον εξωτερικό τομέα. Οπως σημειώνει ο Σάμιουελ Τίλερεϊ της S&P, «παραμένουμε εποικοδομητικοί ως προς τις δημοσιονομικές επιδόσεις της Ελλάδας, ωστόσο υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι στη μεσοπρόθεσμη τροχιά, η οποία είναι απίθανο να δει σημαντικές βελτιώσεις μετά το 2024. Η κυβέρνηση είναι πιθανό να χρειαστεί να εξισορροπήσει την ανάγκη για αύξηση των δαπανών υποδομής έπειτα από πάνω από μία δεκαετία υποεπενδύσεων, ενώ το κόστος που σχετίζεται με την κλιματική μετάβαση και την προσαρμοστικότητα δεν είναι ασήμαντο».

Μία από τις βασικές αδυναμίες που παρατηρεί ο Τίλερεϊ για την Ελλάδα είναι η εξωτερική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε έλλειμμα 22 δισ. ευρώ πέρυσι, που ισοδυναμεί με 10,3% του ΑΕΠ. «Η Ελλάδα θα πρέπει να επικεντρωθεί στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της εάν θέλει να καλύψει αυτό το χάσμα, το οποίο σήμερα εκθέτει τη χώρα σε σημαντικές ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης», τονίζει ο αναλυτής.

Παράλληλα, «ένας από τους περιορισμούς-κλειδιά για την αξιολόγηση της Ελλάδας είναι το δημογραφικό της προφίλ και το πώς θα επηρεάσει την ανάπτυξη, επισημαίνει ο Φεντερίγκο Μπαρίγκα της Fitch. Αν και η δυναμική στην αγορά εργασίας τα τελευταία δύο χρόνια ήταν ισχυρή, χάρη και στα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης, ωστόσο «ίσως πλησιάζουμε το όριο σε ότι αφορά τη μείωση της ανεργίας στη χώρα, εάν δεν υπάρξουν σημαντικές δομικές μεταρρυθμίσεις. Μεσοπρόθεσμα, λοιπόν, «οι κύριες προκλήσεις παραμένουν η άνοδος της παραγωγικότητας και των επενδύσεων για την αντιμετώπιση των δυσμενών δημογραφικών στοιχείων».

Το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε έλλειμμα 22 δισ. ευρώ πέρυσι, που ισοδυναμεί με 10,3% του ΑΕΠ.

Σειρά προκλήσεων για την Ελλάδα το 2024 βλέπει από την πλευρά της η Moody’s, o μόνος οίκος αξιολόγησης που ακόμα κρατάει τη βαθμολογία της χώρας στο junk.

Ο επικεφαλής αναλυτής της Moody’s για την Ελλάδα, Στέφεν Ντουκ, τονίζει στην «Κ» ότι παρά την προβλεπόμενη μείωση του χρέους της κυβέρνησης, η περαιτέρω μείωση των ακόμη πολύ υψηλών επιπέδων χρέους θα εξαρτηθεί από μια συνετή δημοσιονομική στάση για τα επόμενα χρόνια.

Επίσης, το πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων εξακολουθεί να είναι βαρύ και μπορεί να αποδειχθεί πολιτικά δύσκολο να εφαρμοστεί σε περιόδους λιγότερο ευνοϊκών οικονομικών συνθηκών. Παράλληλα, η περαιτέρω βελτίωση της υγείας του τραπεζικού τομέα –πέρα από την επιτυχή μείωση των δεικτών NPL– είναι μια άλλη πρόκληση.

Κατά τον αναλυτή, το σημαντικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσε με την πάροδο του χρόνου να συμβάλει σε συνεχείς πληθωριστικές πιέσεις, που θα υπονόμευαν την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Επίσης, δεδομένου του μεγέθους και της σημασίας τομέων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, η οικονομία είναι επιρρεπής σε εξωτερικούς κραδασμούς και περαιτέρω βελτιώσεις όσον αφορά την οικονομική ανθεκτικότητα με τη διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης θα απαιτήσουν χρόνο. Τέλος, κατά τη Moody’s, μακροπρόθεσμα, η Ελλάδα αντιμετωπίζει όλο και πιο ορατές προκλήσεις από την κλιματική αλλαγή και τα δυσμενή δημογραφικά στοιχεία.

Mεταρρυθμίσεις

«Η Ελλάδα θα πρέπει να επικεντρωθεί στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας εάν θέλει να καλύψει το έλλειμμα στον λογαριασμό τρεχουσών συναλλαγών. Αυτός είναι ο λόγος που πιστεύουμε ότι η συνεχιζόμενη δέσμευση για μεταρρυθμίσεις είναι κεντρικής σημασίας για τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές και τις πιθανές μελλοντικές αναβαθμίσεις της χώρα», σημειώνει ο Σάμιουελ Τίλερεϊ, επικεφαλής αναλυτής της S&P για την Ελλάδα.

Στο 2,2% αναβαθμίζει η Scope Ratings την ανάπτυξη το 2024, από 1,6% πριν, ενώ το 2025 την τοποθετεί στο 2,5%.

Αβεβαιότητα

«Οι κύριοι κίνδυνοι για την ανάπτυξη της Ελλάδας προέρχονται από αβέβαιες εξωτερικές εξελίξεις, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε ασθενέστερες εξαγωγές και επενδύσεις. Οι εγχώριες προκλήσεις περιλαμβάνουν κινδύνους περιορισμού της παραγωγικής ικανότητας, συμπεριλαμβανομένης της αγοράς εργασίας, και από την πλευρά των δημόσιων οικονομικών, την ανάγκη παροχής πρόσθετων δαπανών λόγω ενδεχόμενων σοκ», τονίζει ο Φεντερίκο Μπαρίγκα, επικεφαλής αναλυτής της Fitch για την Ελλάδα.

Στο 1,9% του ΑΕΠ εκτιμά η Moody’s ότι θα μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα το 2023 και στο 1,7% το 2024.

Το χρέος

«Το διάστημα 2021-2023 εκτιμάμε πως η Ελλάδα έχει καταγράψει από τις μεγαλύτερες μειώσεις δείκτη χρέους διεθνώς και τη μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη. Συνολικά, το δημόσιο χρέος θα είναι κάτω από το 150% του ΑΕΠ έως το 2025. Ωστόσο, η χώρα θα εξακολουθεί να έχει ένα από τα υψηλότερα χρέη παγκοσμίως τα επόμενα 3-5 χρόνια», επισημαίνει ο επικεφαλής αναλυτής της Moody’s για την Ελλάδα, Στέφεν Ντουκ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT