Άρθρο Γ. Τσουκαλά στην «Κ»: Η φοροδιαφυγή ως εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη

Άρθρο Γ. Τσουκαλά στην «Κ»: Η φοροδιαφυγή ως εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει μπει σε έναν ενάρετο κύκλο δημοσιονομικής πειθαρχίας και ανάπτυξης και η φοροδιαφυγή αποτελεί τροχοπέδη σε αυτό

2' 54" χρόνος ανάγνωσης

Η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα αποτελεί ένα διαρκές και δομικό πρόβλημα που καμιά κυβέρνηση δεν μπόρεσε να καταπολεμήσει συστηματικά. Ανεξάρτητη οικονομική μελέτη δημοσιευμένη σε υψηλού κύρους οικονομικό περιοδικό τοποθετεί το μέγεθος σε 28 δισ. ευρώ.

Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει μπει σε έναν ενάρετο κύκλο δημοσιονομικής πειθαρχίας και ανάπτυξης και η φοροδιαφυγή αποτελεί τροχοπέδη σε αυτό. Πρώτον, αφαιρεί έσοδα από τα ταμεία του κράτους και επομένως από τη χρηματοδότηση δαπανών για παιδεία, υγεία και κοινωνική πρόνοια. Δεύτερον, δημιουργεί και διευρύνει κοινωνικές ανισότητες. Κάθε ευρώ που χάνεται στον κουβά της φοροδιαφυγής δημιουργεί πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση μισθωτών και συνταξιούχων και αφαιρεί από τη δυνατότητα μείωσης των έμμεσων φόρων που επιβαρύνουν δυσανάλογα τα φτωχότερα στρώματα.

Τρίτον, δίνει αθέμιτο πλεονέκτημα ανταγωνισμού σε επιχειρήσεις που φοροδιαφεύγουν. Οι τελευταίες εξοικονομούν ρευστότητα και παραμένουν στην αγορά. Η διεθνής βιβλιογραφία αναφέρει ότι επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας δεν δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και δεν επενδύουν ή καινοτομούν. Επιπλέον, δημιουργούνται εμπόδια στην είσοδο νέων καινοτόμων επιχειρήσεων, μειώνοντας τον δυναμισμό της οικονομίας, που αποτελεί θεμέλιο λίθο της αύξησης της παραγωγικότητας και του μακροχρόνιου ρυθμού ανάπτυξης.

Η φοροδιαφυγή ως επιλογή απορρέει από τη σύγκριση κόστους με ωφέλεια αλλά και την παρατήρηση της οικονομικής συμπεριφοράς γύρω μας. Παρατηρώντας άλλους να φοροδιαφεύγουν ενισχύει το κίνητρο για λόγους ανταγωνισμού και επιβίωσης. Ο νέος νόμος περιέχει ένα πλέγμα παρεμβάσεων που αυξάνουν σημαντικά το κόστος απόκρυψης εισοδημάτων και προβλέπεται να έχουν θετική επίδραση στη φορολογική συμμόρφωση.

Ενας βασικός άξονας του νόμου περιλαμβάνει μέτρα που στοχεύουν στη δικαιότερη φορολόγηση των ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοαπασχολούμενων. Η συνεισφορά τους στα συνολικά φορολογικά έσοδα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2021, ανέρχεται στο 2,1%. Οι τελευταίοι, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας των Ηνωμένων Εθνών για το 2021, αποτελούν το 32,2% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Αυτό το ποσοστό είναι υπερδιπλάσιο χωρών όπως η Ολλανδία (15,7%), το Βέλγιο (14%), η Ιρλανδία (13,7%). Παρ’ όλα αυτά η συνεισφορά τους στα έσοδα είναι αναλογικά πολύ μικρότερη. Στο Βέλγιο, για παράδειγμα, ανέρχεται στο 5,1%, ενώ στην Ιρλανδία στο 3,1%.

Οι μισθωτοί από την άλλη συνεισφέρουν με το 24% των φορολογικών εσόδων. Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, το 71% των ελευθέρων επαγγελματιών και αυτοαπασχολουμένων δηλώνει εισόδημα κάτω των 10.920 ευρώ και μόνο το 3% λίγο παραπάνω, μέχρι 12.000 ευρώ. Τι δείχνει αυτό; Το ότι υπάρχει κίνητρο υποδήλωσης εισοδήματος στο όριο των 10.000 ευρώ που προκύπτει από την αλλαγή του συντελεστή από το 9% στο 22%.

Το νέο κριτήριο προσδιορισμού εισοδήματος των ελευθέρων επαγγελματιών συνδέεται με τον κατώτατο μισθό. Σε βάθος χρόνου το επιχείρημα είναι ισχυρό. Δεν έχει καμία οικονομική λογική ένας ελεύθερος επαγγελματίας να παραμένει στην αγορά αν δεν μπορεί να παράγει εισόδημα.

Επιπλέον, έχουν εξειδικευθεί σε μεγάλο βαθμό οι παράμετροι του κριτηρίου ώστε να συμβάλλει στην όσο το δυνατό καλύτερη αναλογικότητά του. Το τεκμήριο είναι μαχητό. Είναι εξαιρετικά σημαντικό για λόγους αξιοπιστίας και διαφάνειας του μέτρου αλλά και εμπέδωσης δικαιοσύνης να μπορεί ο φορολογούμενος να αποδείξει το πραγματικό του εισόδημα και είναι ιδιαίτερα σημαντικό που υπάρχει πλέον αυτή η πρόβλεψη.

Η κεντρική ανάγνωση του νόμου είναι ότι προσπαθεί να κατανείμει δικαιότερα τα φορολογικά βάρη ανάμεσα σε ελεύθερους επαγγελματίες και μισθωτούς αλλά και εντός των ελευθέρων επαγγελματιών. Είναι ένα πρώτο βήμα. Σε βάθος χρόνου το οικονομικό επιτελείο πρέπει να εξετάσει τον εξορθολογισμό της φορολογίας των ελευθέρων επαγγελματιών με την εισαγωγή ενός απλούστερου συστήματος –με λιγότερους συντελεστές– ώστε να δώσει, ταυτόχρονα με την αποτελεσματικότητα του ελεγκτικού μηχανισμού, ισχυρότερα κίνητρα φορολογικής συμμόρφωσης.*

*Ο κ. Γιάννης Τσουκαλάς είναι επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, καθηγητής Οικονομικών στο Adam Smith Business School.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT