Για τις αλλαγές που φέρνει το πρόσφατα ψηφισθέν ασφαλιστικό νομοσχέδιο μίλησε ο υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Πάνος Τσακλόγλου, σε εκπομπή του ΣΚΑΪ.
«Με τη νέα χρονιά, το πρώτο πράγμα που έχουμε να κάνουμε νομοθετικά είναι οι ενιαίοι κανονισμοί. Ο ΕΦΚΑ ως ενιαίος φορέας οφείλει να έχει ενιαίους κανόνες για όλους τους ασφαλισμένους του και, πράγματι, έχει ήδη γίνει αρκετά μεγάλη πρόοδος, αλλά υπάρχουν ακόμα περιπτώσεις που οι παροχές δίνονται ανάλογα με τους κανόνες του πρώην ταμείου, στο οποίο υπαγόταν ο κάθε ασφαλισμένος» σημείωσε και πρόσθεσε:
«Με το τελευταίο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, ουσιαστικά, ενοποιήσαμε τους κανόνες παροχής επικουρικής σύνταξης, που ταλαιπωρούσε τους ασφαλισμένους, ειδικά του Δημοσίου, επειδή ίσχυαν κανόνες πολύ διαφορετικοί από αυτούς που ισχύουν στον ιδιωτικό τομέα. Ομως, οι παροχές σε χρήμα, για παράδειγμα, το επίδομα κηδείας, ακόμη δίνονται με τους παλιούς κανόνες. Ο δεύτερος μεγάλος τομέας, που και εκεί έχει γίνει πρόοδος, αλλά χρειάζεται να ενοποιηθούν εντελώς οι κανόνες, είναι στον κανονισμό αναπηρίας, καθώς είναι διαφορετικοί οι κανόνες που ισχύουν σε κάθε πρώην ασφαλιστικό ταμείο. Πέρα από αυτά, υπάρχουν ζητήματα οργανωτικού χαρακτήρα με την ψήφιση του νομοσχεδίου και θα πρέπει να ακολουθήσουν οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις και οι εγκύκλιοι».
Ερωτηθείς για την ταχύτητα της απονομής των συντάξεων, απάντησε:
«Σε καμία χώρα και σε κανένα ασφαλιστικό σύστημα κανένας δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιο θα είναι το διάστημα έκδοσης για όλες ανεξαιρέτως τις συντάξεις. Υπάρχουν απλοί, αλλά και ιδιαίτερα σύνθετοι συνταξιοδοτικοί φάκελοι. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί πως έχουν γίνει τεράστια βήματα και ο μέσος χρόνος απονομής της σύνταξης σήμερα είναι περίπου στις 60 ημέρες, που θεωρείται ένα ικανοποιητικό διάστημα. Ο ΕΦΚΑ ξεκινά ένα πιλοτικό πρόγραμμα που αφορά εκείνους που πλησιάζουν το όριο συνταξιοδότησης, ώστε να υπάρξει μία προετοιμασία από μέρους τους για τα δικαιολογητικά που χρειάζονται για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματός τους και την ταχύτερη απονομή σύνταξης».
Σχετικά με τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, υπενθύμισε ότι, κατά την προηγούμενη τετραετία, μειώθηκαν οι ασφαλιστικές εισφορές κατά 4,4 ποσοστιαίες μονάδες και υπογράμμισε ότι η δέσμευση του κυβερνητικού προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας είναι να μειωθούν ακόμα 1 μονάδα στη διάρκεια αυτής της τετραετίας (μισή μονάδα το 2025 και μισή μονάδα το 2027).
Μεταξύ άλλων, αναφέρθηκε και στο θέμα της αύξησης των συντάξεων. Οπως διευκρίνισε, «ο νόμος αναφέρει σαφέστατα με ποιον τρόπο δίνονται οι ετήσιες αυξήσεις στις συντάξεις. Η αύξησή τους κάθε χρονιά ισούται με το ήμισυ του πληθωρισμού και του ρυθμού οικονομικής μεγέθυνσης της προηγούμενης χρονιάς. Αυτό για το οποίο έχει δεσμευτεί η κυβέρνηση είναι οποτεδήποτε υπεραποδίδουν τα δημοσιονομικά αποτελέσματα, να επιστρέφουμε στην κοινωνία ένα κομμάτι ως “κοινωνικό μέρισμα” και αυτό αφορά και τους συνταξιούχους. Για παράδειγμα, πρόσφατα, δόθηκε έκτακτη ενίσχυση στους χαμηλοσυνταξιούχους, αλλά και σε όσους έχουν προσωπική διαφορά στη σύνταξή τους».
Για τα όρια συνταξιοδότησης, τόνισε: «Η νομοθεσία ορίζει ότι, ανά τριετία, θα εξετάζεται η μεταβολή στο προσδόκιμο της επιβίωσης, γιατί αυτό που μας ενδιαφέρει είναι το προσδόκιμο της επιβίωσης των ανθρώπων που βγαίνουν στη σύνταξη, όχι το προσδόκιμο της επιβίωσης κατά τη γέννηση. Παρότι, αυτή τη στιγμή, το ασφαλιστικό μας σύστημα δημιουργεί σημαντικά ελλείμματα, σύμφωνα με τις διαθέσιμες αναλογιστικές μελέτες είναι βιώσιμο αν τηρήσουμε τους κανόνες που έχουμε, και ένας από τους πιο σημαντικούς κανόνες είναι αυτός. Λόγω του ότι, κατά τα προηγούμενα χρόνια, η θετική τάση της αύξησης του προσδόκιμου της επιβίωσης ανατράπηκε, λόγω της πανδημίας Covid-19, το προσδόκιμο της επιβίωσης, κατά τη συνολική περίοδο αναφοράς, δεν έχει μεταβληθεί ουσιωδώς. Αυτό, λοιπόν, που μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα είναι ότι, για τα επόμενα τρία χρόνια, δηλαδή μέχρι το 2027, δεν θα υπάρξει καμία αύξηση στα όρια συνταξιοδότησης».